του Αναπληρωτή Υπουργού Εθνικής Άμυνας, Δημήτρη Βίτσα
Είναι σίγουρα η πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία που είναι ορατός ο δρόμος για έξοδο της χώρας από την κρίση. Η άρση της μνημονιακής επιτροπείας το καλοκαίρι του 2018, η οριστική διευθέτηση της διαχείρισης και της απομείωσης του δημόσιου χρέους, ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης, η σύσταση νέου κοινωνικού κράτους, ένα δίκαιο σύστημα αναδιανομής και προσεκτικά βήματα στην εξωτερική πολιτική είναι στοιχεία μιας νέας ανάπτυξης με σταθερούς ρυθμούς, μιας ανάπτυξης που δίπλα στους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ κ.λπ. θα έχει ως ποσοτικό και ποιοτικό στοιχείο τη μείωση της ανεργίας αλλά και τις σταθερές μορφές εργασίας.
Βέβαια, η αντιπολίτευση, μείζων και ελάσσων, δεν συμφωνεί σε μια τέτοια οπτική. Αντίθετα, επιμένει να υπεραμύνεται της πολιτικής διαδρομής η οποία έβαλε τη χώρα στη μνημονιακή περίοδο και, ακόμα χειρότερα, των επιλογών διαχείρισης αυτής της περιόδου. Μια πολιτική διαδρομή που εκτίναξε το δημόσιο χρέος, διέλυσε τον παραγωγικό ιστό της χώρας και έστρωσε το έδαφος για την ανάπτυξη φαινομένων διαφθοράς και διαπλοκής.
Είναι φανερό ότι η μόνη αντίληψη περί ανάπτυξης που έχουν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ είναι η ανάπτυξη με δανεικά, η εξαρτημένη ανάπτυξη και η ωφέλεια από αυτή την ανάπτυξη για λίγους. Αυτή η αντίληψη οδήγησε και στις μνημονιακές επιλογές, στο ίδιο το μνημόνιο αλλά και στην καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, των δομών αναπαραγωγής της κοινωνίας και του κοινωνικού κράτους και συγχρόνως ούτε από την επιτροπεία έβγαλε τη χώρα, πολύ δε περισσότερο έκλεισε τους δρόμους εξόδου από την κρίση – άλλωστε, η ίδια αντίληψη εμφανίζεται μέχρι και στη διαχείριση των οικονομικών των ίδιων τους των κομμάτων, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Είναι χαρακτηριστική η τελευταία συζήτηση στη Βουλή περί οικονομίας. Ούτε μία πρόταση από ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, καταστροφολογία και επιδίωξη κλίματος πόλωσης. Ως εκεί φτάνει ο πολιτικός τους λόγος, ως εκεί φτάνει το ενδιαφέρον τους για τη χώρα και την κοινωνία. Αναρωτιέμαι αν αξίζει τον κόπο να επικεντρώνει κανείς σε μια τέτοια αντιπαράθεση.
Είναι σαφές ότι, ενώ πρέπει να υπενθυμίζουμε την καταστροφή και τους φορείς της, συγχρόνως θα είναι υπερβολικό να εστιάζουμε την προσοχή μας μόνο στο τι λέει το σύστημα – πολιτικό, μιντιακό, οικονομικό. Είναι πιο πρόσφορο να νοιαζόμαστε για τους τρόπους επίλυσης των πραγματικών προβλημάτων. Εδώ φαίνεται και η διαφορά, η άβυσσος που μας χωρίζει, εδώ φαίνεται το πραγματικά νέο.
Στην αρχή του παρόντος άρθρου δείξαμε τον άμεσο πολιτικό στόχο: έξοδος από την επιτροπεία, έξοδος από την κρίση. Προς αυτή την κατεύθυνση, το πολιτικό μας σχέδιο δεν ορίζεται από ένα άθροισμα εξαγγελιών, αλλά, κύρια, από ένα σύνολο πράξεων συναρτημένων και συντονισμένων που συναποτελούν το παζλ του πολιτικού στόχου. Οι πράξεις αυτές κρίνονται στο επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης, των νέων θέσεων εργασίας και της βελτίωσης της καθημερινότητας του πολίτη, ξεκινώντας από αυτούς που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση και τις μνημονιακές επιλογές.
Σήμερα όλοι οι σοβαροί παράγοντες στο ελληνικό δράμα -δανειστές, αγορές, επενδυτές- δεν έχουν αμφιβολία ότι το μνημονιακό πρόγραμμα κλείνει το 2018. Το δείχνουν οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, η σχετική άνοδος του Χρηματιστηρίου, το επενδυτικό ενδιαφέρον. Το τραπεζικό σύστημα έχει σταθεροποιηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό και οι διοικήσεις των τραπεζών επεξεργάζονται σχέδια αύξησης των δανειοδοτήσεων στην εσωτερική αγορά. Αυτή η τάση πρέπει να ενισχυθεί.
Το γεγονός ότι έχει εγκριθεί από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ένα σχέδιο διευθέτησης του δημόσιου χρέους μάς παρέχει συγχρόνως και νέα χρηματοδοτικά εργαλεία για ενίσχυση της οικονομίας και ιδιαίτερα της παραγωγής. Η έξοδος στις αγορές, η οποία επιμένω πως πρέπει να γίνει με πολύ υπολογισμένο τρόπο και σε καμία περίπτωση κάτω από το άγχος να βρούμε κι άλλα χρήματα, δημιουργεί τις συνθήκες ένταξης της χώρας στη διεθνή κανονικότητα.
Είναι ξεκάθαρο ότι η οικονομία μας χρειάζεται επενδύσεις. Κεφάλαια από το εξωτερικό και το εσωτερικό, αλλά και επενδύσεις ανθρώπινου κεφαλαίου. Επενδύσεις στοχευμένες σε τομείς της παραγωγής και των υπηρεσιών, όπου η χώρα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, επενδύσεις που δημιουργούν προστιθέμενη αξία και όχι «επενδύσεις να ’ναι κι ό,τι να’ ναι».
Σ’ αυτή τη κατεύθυνση υποστηρίζω δύο βασικά πράγματα.
- Πρώτον, την αξιοποίηση της γεωπολιτικής θέσης της χώρας και της ιστορικής συγκυρίας. Γι’ αυτό και στην αρχή ενέταξα την εξωτερική πολιτική στην αναπτυξιακή προσπάθεια.
- Δεύτερον, ένα σύστημα κινήτρων ανά οικονομικό τομέα και χωρική περιφέρεια, που από τη μια μεριά θα μεγιστοποιεί το πλεονέκτημα της περιοχής κι από την άλλη θα είναι η βάση για ολοκληρωμένα δίκτυα υπηρεσιών, εμπορίας και εξαγωγών. Αυτό το σύστημα θα ενισχύει συγκεκριμένες επενδύσεις και δράσεις, χωρίς, βέβαια, να απαγορεύει ή να αντιπαλεύει άλλες. Τα κίνητρα αυτά μπορούν να είναι χρηματοδοτικά, συνεργατικά και, βέβαια, φορολογικά.
Ιδιαίτερη φροντίδα χρειάζεται να επιδειχθεί στους φορείς της κοινωνικής οικονομίας, με ακόμα μεγαλύτερη ενίσχυση στις συλλογικού χαρακτήρα προσπάθειες νέων ανθρώπων. Ας πάρουμε για παράδειγμα μια πρωτοβουλία αγροτικής εκμετάλλευσης νέων παραγωγών, που θα δικτυωθεί με μια μονάδα μεταποίησης και τυποποίησης και θα δημιουργήσει μια αλυσίδα διάθεσης με τους κανόνες δικαίου εμπορίου στην εσωτερική αγορά – και όχι μόνο.
Ας σκεφτούμε πόσες θέσεις εργασίας μπορεί να δημιουργήσει μια τέτοια προσπάθεια σε όλη τη γραμμή παραγωγής, διανομής, λοιπών υπηρεσιών και εμπορίου αν ενισχυθεί ελάχιστα από το Δημόσιο σε γη, κεφάλαιο πρώτης εκκίνησης και αντιγραφειοκρατικές διαδικασίες.
Αυτό που εννοώ είναι ότι πρέπει να βάλουμε το μυαλό μας να δουλέψει παραγωγικά σε όλα τα επίπεδα – από την οικονομία ως την κοινωνική πρόνοια. Στο δικό μου μυαλό είναι πως η διαδοχή «της Ελλάδας της κρίσης» δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι «η Ελλάδα προ της κρίσης», γιατί έτσι απλώς θα λειτουργούμε σε ένα επικίνδυνο σπιράλ ψευδούς ανάπτυξης – κρίσης – ψευδούς ανάπτυξης κ.ο.κ.
Φιλοδοξούμε να δημιουργήσουμε μια νέα Ελλάδα σε επίπεδο οικονομίας, δημοκρατίας, αναπαραγωγής της κοινωνίας και κοινωνικής πρόνοιας. Με αυτή την έννοια, η μάχη είναι μπροστά. Με αυτή την έννοια, ξεκαθαρίζουμε και αφήνουμε πίσω τη ΝΔ και τη δεξιά «Σοσιαλδημοκρατία». Με αυτή την έννοια, η πολιτική πάλη γίνεται κοινωνική πρόοδος.
-Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ (9/7/2017)