Του Ζαχαρία Μίχα*
Η συγκρατημένη ικανοποίηση που διακρίνει κανείς στους αρμόδιους για τη διαχείριση τα της εθνικής ασφαλείας της Ελλάδας κυβερνητικούς παράγοντες, για τη στάση του διεθνούς παράγοντα απέναντι στην Τουρκία, μπορεί να είναι αιτιολογημένη, όμως σε καμία περίπτωση δεν είναι επαρκής συνθήκη διασφάλισης της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας της χώρας μας.
Θα ήταν λάθος να μείνει η χώρα στη μάλλον θετική στάση των ΗΠΑ που εμπεριέχουν αιχμές, αν και με άκρως διπλωματικές διατυπώσεις για τον Ερντογάν και την πολιτική του, ή το τηλέφωνο της Μέρκελ στον Ερντογάν αμέσως μετά την επικοινωνία της με τον Αλέξη Τσίπρα, ή τη συνέντευξη Γιούνκερ σε ευρωπαϊκό ιστοχώρο, στην οποία εμφανίστηκε εξαιρετικά δεικτικός – για τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ασφαλώς – απέναντι στην τουρκική ηγεσία.
Και θα ήταν σφάλμα, διότι όλα αυτά τα δεδομένα δεν αλλάζουν την υπόθεση που παραμένει μία και αναλλοίωτη: Τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Ένας αναθεωρητισμός ο οποίος ασχέτως εάν εκτρέφεται από τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες της Τουρκίας ή όχι, είναι φανερό ότι διαπερνά το σύνολο του πολιτικού συστήματος της Τουρκίας.
Ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο ασχέτως του λιγότερο ή περισσότερο φιλοδυτικού του προσανατολισμού, ως σύνολο δείχνει πεπεισμένο ότι έχει τύχει «ιστορικής αδικίας» η οποία πρέπει να «αποκατασταθεί», εν ολίγοις θέτει ζήτημα συνόρων, με έμφαση προς δυσμάς, πιθανότατα διότι θεωρεί την Ελλάδα ως «αδύναμο κρίκο».
Θωρώντας δε τη χώρα πανταχόθεν βαλλόμενη, το τουρκικό πολιτικό σύστημα αναζητά προς δυσμάς μια επιτυχία που ευελπιστεί ότι θα λειτουργήσει συσπειρωτικά στο εσωτερικό, σε μια περίοδο που οι περισσότερες της μιας διαιρέσεις της χώρας έχουν έλθει επικίνδυνα στο προσκήνιο, ως αποτέλεσμα του εξισλαμισμού που επιχειρεί συνειδητά και με σχέδιο ο πρόεδρος Ερντογάν.
Τούτων λεχθέντων η αναζήτηση μιας επιτυχίας που θα λειτουργήσει ως επιβεβαίωση της σημασίας της χώρας και της ισχύος της, ώστε να έρθει πιο κοντά η ρητορική της χώρας με την πραγματικότητα που βιώνει, καθώς οι δρώντες με τους οποίους η Άγκυρα προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της ότι συνδιαλέγεται ως μεγάλη δύναμη προασπίζοντας τα συμφέροντά της, ολοένα και περισσότερο αποστασιοποιούνται.
Σε αυτούς τους δρώντες θα μπορούσε να εντάξει κανείς είτε τις ΗΠΑ που αντιμετωπίζουν με πολύ μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα την Τουρκία, παρότι είναι καταφανώς ανέτοιμες να «δραπετεύσουν» από την ψυχροπολεμική αντιμετώπισή της ως προπυργίου της Δύσης στην περιοχή, είτε η Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία, έστω καθυστερημένα, δείχνει να αντιδρά στην απροθυμία της Άγκυρας να ενστερνιστεί το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», από το οποίο όμως τα τελευταία χρόνια αποκλίνει ολοένα και περισσότερο, παρότι εξακολουθεί να επιδιώκει να γίνει δεκτή με όλες της τις «ιδιαιτερότητες».
Ο έτερος σημαντικό δρων είναι η Ρωσία, η οποία μπορεί να έχει προσεγγίσει με την Τουρκία σε μια προσπάθεια να διχάσει το «δυτικό στρατόπεδο» και να προωθήσει τα οικονομικά και ενεργειακά της συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή, όμως όπως όλα δείχνουν, έχει χαράξει όρια αποδεκτών και μη συμπεριφορών, πάντα με γνώμονα τα συμφέροντά της, όπως για παράδειγμα στο θέμα της παραμονής ή μη του Μπασάρ Αλ Άσαντ στην εξουσία στη Συρία.
Εν ολίγοις, η Τουρκία αισθάνεται στρατηγικά ανασφαλής και εσωτερικά ασταθέστατη, με συμπεριφορά που φέρει χαρακτηριστικά κλασικού συνδρόμου καταδίωξης, με αποτέλεσμα στην προσπάθεια να μην προδώσει τις αδυναμίες της, να ακολουθεί εξαιρετικά επιθετική ρητορική και να επιδεικνύει υπέρμετρη «νευρικότητα», προκαλώντας όμως έτσι τριβές προς κάθε κατεύθυνση.
Στα δεδομένα που αφορούν την ελληνική ασφάλεια, πολλές είναι οι ενδείξεις που οδηγούν σε αυξημένη πιθανότητα οι σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση να οδηγηθούν σε ρήξη, με την εξωτερική πολιτική της Άγκυρας και τη ρητορική που τη συνοδεύει σε περιόδους κλιμάκωσης, να εμπεριέχει υπέρμετρο βαθμό απειλητικών αναφορών με στόχο την κατατρομοκράτηση της άλλης πλευράς και την προσαρμογή της στην τουρκική βούληση.
Στην πραγματικότητα ωστόσο, η ηγεσία της γειτονικής χώρας αντιλαμβάνεται ότι ενδεχόμενη υλοποίηση των απειλών θα οδηγούσε σε καταστάσεις και ανατροπές οι οποίες θα μπορούσαν να επιτείνουν ήδη επικίνδυνα αδιέξοδα, οπότε η απόσταση των λόγων με τα έργα παραμένει προς το παρόν σημαντική.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, ασφαλώς η ιδιότητα του μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενισχύει την ελληνική αποτροπή, ενώ όσο πιο απρόβλεπτη και παρορμητική εξελίσσεται η συμπεριφορά της Τουρκίας, τόσο περισσότερο καθίσταται αυταπόδεικτος ο ρόλος της Ελλάδας ως πυλώνας σταθερότητας σε μια εξαιρετικά ταραγμένη περιοχή.
Όμως, η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να είναι «καταναλωτής ασφαλείας» στο πλαίσιο της Ένωσης, καθώς παρά τις όποιες προθέσεις η αμυντική αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι προς το παρόν ανύπαρκτη. Στον τομέα αυτό, η Ελλάδα οφείλει να καταβάλει σημαντικές προσπάθειες να πείσει φίλους και εταίρους, ότι η πολυετής αδράνεια στον τομέα της άμυνας οδηγεί σε ένα επικίνδυνο κενό, το οποίο θα έχει αντανάκλαση στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, κάτι το οποίο στο παρελθόν δεν γινόταν επαρκώς κατανοητό, ενώ η σημερινή περιφερειακή κατάσταση προσφέρεται για πολύ πιο πειστική επιχειρηματολογία…
Εάν αφεθούν τα πράγματα να διολισθήσουν στον αμυντικό τομέα περαιτέρω, θα αποτελέσει στο τέλος σημαντικό πλήγμα, στο πιο κρίσιμο ενδεχομένως σύνορο της ενωμένης Ευρώπης και μάλιστα θα αφορά μια χώρα η οποία λόγω των ειδικών συνθηκών που παραδοσιακά αντιμετώπιζε, είχε κατορθώσει να διαθέτει στρατιωτική ικανότητα δυσανάλογη με το μέγεθός της και θα μπορούσε τώρα που έχει έρθει η ώρα να συμβάλει αποφασιστικά στα σχέδια ανάπτυξης κοινής ευρωπαϊκής άμυνας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση που βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι, έχει και αυτή ευθύνη για την ασφάλεια της Ελλάδας, ασχέτως του πόσο ανεπαρκείς αποδείχθηκαν όλοι όσοι επέμεναν τις παρελθούσες δεκαετίες ότι είχαμε λύσει όλα μας τα προβλήματα λόγω της συμμετοχής μας στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καλούσαν για μαζική μείωση των αμυντικών δαπανών.
Τα πράγματα είναι εξαιρετικά πιο πολύπλοκα από τη συνήθη δικαιολογία της διαφθοράς στα εξοπλιστικά προγράμματα, λες και ήταν η μόνη – ή ακόμα και κύρια – εστία εκμαυλισμού και διασπάθισης κονδυλίων στη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Σήμερα η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο και περαιτέρω ολιγωρία θα οδηγήσει σε μαζική κατάρρευση της αποτρεπτικής αξιοπιστίας της χώρας στο στρατιωτικό πεδίο.
Προέχει ασφαλώς να αντιληφθούν το πρόβλημα οι Έλληνες κρατούντες -καθότι ακόμα και αυτό εξακολουθεί να είναι συχνά το ζητούμενο- ότι στο κοντινό μέλλον οι ανάγκες απλώς για τη διατήρηση κύριων οπλικών συστημάτων στα οποία στηρίζει η χώρα την αμυντική της ισχύ (π.χ. μαχητικά αεροσκάφη, άρματα μάχης, πολεμικά πλοία) θα μεταφράζονται σε κόστος πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ η άμυνα της χώρας απλώς θα έχει καταρρεύσει.
Οι συντηρήσεις των συστημάτων με τον ορθό – προβλεπόμενο από τους κατασκευαστές τρόπο, οι αναβαθμίσεις στο μέσον του επιχειρησιακού τους βίου και κυρίως η προπτική εξάντλησης του επιχειρησιακού βίου συστημάτων που απειλεί πλέον τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, είναι δαπάνες εν πολλοίς ανελαστικές και όσο μια χώρα τις ετεροχρονίζει, απλά θα συσσωρεύει τα προβλήματα.
Όταν τελικά οδηγηθεί το αμυντικό σύστημα της χώρας σε κατάρρευση, ακόμα και αν υπάρχουν τα δισεκατομμύρια ευρώ που θα απαιτούνται – θα μετρούνται σε δεκάδες και μόνο για την αποκατάσταση της ισχύος που κάποτε υπήρχε, όσο κι αν πολλοί δεν το αντιλαμβάνονται – θα έχει ανοίξει μέχρι την αποκατάσταση ένα εξαιρετικά επικίνδυνο «παράθυρο», τρωτότητας για την Ελλάδα, ευκαιρίας για τον όποιο αντίπαλο.
Η δημιουργία του αμυντικού ταμείου της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να τραβήξει την προσοχή των αρμοδίων και να καλλιεργηθεί συστηματικά το έδαφος για αλλαγή του «λογιστικού» τρόπου αντιμετώπισης του οικονομικού προβλήματος της χώρας, τουλάχιστον στο είπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε τελική ανάλυση, όλοι όσοι κόπτονται για την επιστροφή της χώρας σε ανάπτυξη, δεν μπορεί να μην αντιλαμβάνονται ότι -για παράδειγμα- ένα ναυπηγικό πρόγραμμα, ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού μαχητικών αεροσκαφών ή/και προμήθειας νέων, θα αναζωογονούσε τομείς της οικονομίας οι οποίοι θα μπορούσαν να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης περιορίζοντας τη «διαρροή εγκεφάλων», το γνωστό «brain drain», θα συνεισέφεραν στο ΑΕΠ της χώρας και θα εξασφάλιζαν τεχνολογία, πάντα υπό την προϋπόθεση της ορθολογικής διαχείρισης.
Αφού λοιπόν πρώτα εγερθεί η κυβέρνηση της χώρας και αντιληφθεί το επικίνδυνο αδιέξοδο στο οποίο ταχέως οδεύουμε, μαζί με τους λιγότερο ή περισσότερο επιτυχείς χειρισμούς για την ενίσχυση της διπλωματικής διάστασης της ελληνικής αποτροπής, θα πρέπει να τεθεί το θέμα της ελληνικής άμυνας μετ’ επιτάσεως, τονίζοντας ότι υπάρχουν χώρες το παράδειγμα των οποίων αποδεικνύει, ότι η επένδυση στην άμυνα -την οποία δεν μπορύμε να αποφύγουμε- μπορεί να εξελιχθεί σε μια εξαιρετικά παραγωγική επένδυση, υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Την ίδια στιγμή όμως, η χώρα θα πρέπει να αναζητήσει ρόλο και να αναλάβει τις ευθύνες της στο πλαίσιο της -υπό δημιουργία- κοινής ευρωπαϊκής άμυνας. Διότι θα είναι τουλάχιστον αντιπαραγωγικό να χρησιμοποιεί η χώρα επιχειρηματολογία που ανάγει την ελληνική άμυνα και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο διεκδικώντας γεωπολιτικό ρόλο και την ίδια στιγμή να ξεσηκώνονται οι πάντες όταν πρόκειται για κάποια άλλη αποστολή, όχι κατ’ ανάγκη πολεμική, πέραν αυτής της προάσπισης της ελληνικής εδαφικής ακεραιότητας.
Έτσι οικοδομούνται οι πραγματικές συμμαχικές σχέσεις που είναι αξιοποιήσιμες την κρίσιμη στιγμή. Εάν έχεις γίνει ως κράτος, με τον αμυντικό σου μηχανισμό, απαραίτητος και στο ευρωπαϊκό επίπεδο, θα έχεις διαπραγματευτική δύναμη να εξασφαλίσεις την υποστήριξη που θα μπορούσε να κρίνει την έκβαση μιας μεγάλης κρίσης, ή ακόμα και απλώς να περιορίσει τη ζημία.
Αυτό φυσικά από μόνο του δεν αρκεί. Ακόμα κι αν η Ελλάδα έπειθε τους πάντες για την ανάγκη αλλαγής «πολιτικής συνταγής», προφανώς θα έπρεπε να προβεί σε κινήσεις που θα αντιμετώπιζαν τη σπατάλη στις Ένοπλες Δυνάμεις, όπως για παράδειγμα η διατήρηση μη ορθολογικής από οικονομικής– τουλάχιστον – απόψεως δομής η οποία δεν μπορεί να συντηρείται στις σημερινές συνθήκες, αφού υπονομεύει – μέσω της αποστέρησης πολύτιμων κονδυλίων σε εποχές ισχνών αγελάδων – την ομαλή λειτουργία των μέσων και του προσωπικού επί του οποίου στηρίζεται πρωτίστως η εθνική άμυνα και η αποτροπή της χώρας.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, εάν η Ελλάδα αποφάσιζε να κάνει τις τομές που θα έπρεπε για να αποκτήσει μια πραγματική δημόσια διοίκηση και στο κατάλληλο μέγεθος, προφανώς το υπουργείο Εθνικής Άμυνας δεν θα μπορούσε και δεν θα έπρεπε να εξαιρεθεί. Εκτός κι αν επιλεγεί να συνεχιστεί η πρακτική δεκαετιών που οδήγησε τελικά τη χώρα σε χρεοκοπία, η οποία όμως είναι ηλίου φαεινότερο ότι θα οδηγήσει αργότερα ή γρηγορότερα σε ακόμα μεγαλύτερες της οικονομικής, εθνικές τραγωδίες.
*Ο Ζαχαρίας Μίχας είναι διευθυντής μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ-ISDA)