Αξιολογώντας την ικανότητα του Ρώσου Προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν (Vladimir Putin), να παραμείνει στην εξουσία και να αψηφήσει τη Δύση, ένα από τα κρίσιμα ερωτήματα που γεννώνται έχει να κάνει με το πόσο μπορούν τα δημοσιονομικά της χώρας του να αντέξουν τις εξαιρετικά χαμηλές τιμές του πετρελαίου. Βάσει ανάλυσης των οικονομολόγων της Deutsche Bank, η απάντηση είναι πως πιθανώς ο Πούτιν να μπορεί να μείνει στη θέση του για περισσότερο καιρό από ό,τι θα πίστευε κανείς.
Η Ρωσία παρουσιάζει ιδιαίτερη ευαισθησία στις τιμές της ενέργειας και ένας λόγος είναι επειδή περίπου το ήμισυ των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού της προέρχεται από τους φόρους που εισπράττονται από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Ως εκ τούτου, αφότου οι τιμές ξεκίνησαν να «βυθίζονται» το 2014, μερίδα οικονομολόγων άρχισε να ανησυχεί ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να ξεμείνει από χρήματα -παρά την ύπαρξη ενός ταμείου έκτακτης ανάγκης αξίας περίπου 90 δισεκατομμυρίων δολαρίων – αλλά και ότι μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, η χώρα θα εξωθούνταν σε πρακτικές αυστηρής λιτότητας.
Από τότε, έχουν αλλάξει πολλά. Η κατακόρυφη πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ρουβλιού έχει ενισχύσει την αξία των ενεργειακών εσόδων, υπολογισμένη σε τοπικό νόμισμα. Παράλληλα, ο Πούτιν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να συγκρατήσει τις δαπάνες, χωρίς να δει τη δημοτικότητα του να πλήττεται σοβαρά. Συνεπώς, οι οικονομολόγοι της Deutsche Bank εκτιμούν πως τα επίπεδα, στα οποία πρέπει να διαμορφωθεί η τιμή του πετρελαίου, προκειμένου να ισοσκελιστεί ο προϋπολογισμός κατά το τρέχον έτος, είναι περί τα 66 δολάρια το βαρέλι, ήτοι πολύ χαμηλότερα από τα επίπεδα άνω των 103 δολαρίων που είχαν καταγραφεί το 2014. Ιδού το σχετικό γράφημα:
Μέχρι την Παρασκευή, η τιμή του Brent κυμαινόταν γύρω στα 33 δολάρια, επομένως η Ρωσία καλείται να διαχειριστεί ένα αρκετά μεγάλο έλλειμμα στον προϋπολογισμό της. Παρολ’αυτά, βάσει των υφιστάμενων προβλέψεων για τα επίπεδα των δαπανών και των εσόδων, η Deutsche Bank συμπεραίνει πως θα χρειαστούν περισσότερα από τρία χρόνια μέχρις ότου η κυβέρνηση να εξαντλήσει τα αποθεματικά της, δηλαδή πιο σύντομα από ό,τι παραδείγματος χάρη η Σαουδική Αραβία ή το Ιράν, αλλά πιο αργά συγκριτικά με χώρες όπως η Κολομβία, το Ομάν και η Νιγηρία. Παρακάτω παρατίθεται το σχετικό γράφημα:
Για να λέμα τα πράγματα με το όνομά τους, η δημοσιονομική πειθαρχία που απαιτείται για να διασφαλιστεί ότι η Ρωσία θα συνεχίσει να έχει πόρους, θα μπορούσε να υπονομεύσει τη στήριξη που λαμβάνει ο Πούτιν, καθώς οι συνταξιούχοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι στρατιωτικοί βιώνουν τις επιπτώσεις των περικοπών στις δαπάνες. Επίσης, οι επίμονα χαμηλές τιμές θα βαθύνουν την ύφεση στη χώρα. Όπως έχει επισημάνει το Bloomberg View, η απολυταρχική διακυβέρνηση του Πούτιν ενδεχομένως έχει καταστρέψει την ικανότητα της οικονομίας να ανακάμπτει από τέτοιου είδους κρίσεις – κάτι που, εν τέλει, μπορεί να διαπιστώσει μαζικά και ο ρωσικός λαός.
Τούτου λεχθέντος, όσον αφορά στον προϋπολογισμό της Ρωσίας, ο Πούτιν μοιάζει λίγο περισσότερο με επιβιώσαντα.
Πηγή: Capital.gr