Πέρασαν δεκάτρια χρόνια από την πτώση του ελικοπτέρου CHINOOK στη Σιθωνία. Ένα από τα πιο μυστηριώδη δυστυχήματα. Με αφορμή την μαύρη επέτειο αναδημοσιεύουμε μια συγκλονιστική επιστολή που λάβαμε από έναν χειριστή Ελικοπτέρων που υπηρετούσε στο 4ο ΤΕΑΣ την ημέρα του ατυχήματος. Θυμάται και καταθέτει τις άσχημες αναμνήσεις και εμπειρίες του.
Ο επίλογος του είναι το καλύτερο μνημόσυνο για όσους χάθηκαν.
Ακουλουθεί το κείμενο του:
Ημέρες Μνήμης από το ατύχημα του Σινούκ
Τα αεροπορικά ατυχήματα από μόνα τους ασκούν μια μοναδική επίδραση στον συναισθηματικό κόσμο τον ανθρώπων, καθώς εκτός από το μυστήριο που αναδίδουν είναι αυτό το βίαιο, αυτό το άδικο, που πλημμυρίζει τις ψυχές της κοινωνίας, όταν συνειδητοποιεί πως ζωντανά κορμιά που μέχρι πριν από λίγο έσφυζαν από παλμό, εργαζόταν, άφηναν καθημερινό αποτύπωμα στην ζωή, περνούν αναπάντεχα την γραμμή για την αιωνιότητα. Είναι τόσο ισχυρό το σοκ που δημιουργείται στις καρδιές όσων συμμετέχουν στο δράμα, της παρακολούθησης των λεπτομερειών του ατυχήματος, που για ημέρες μετά ξεχειλίζει η ευαισθησία, η ανθρωπιά και η συνειδητοποίηση του μεγέθους της απώλειας.
Ένα τέτοιο ατύχημα ήταν κι εκείνο του μοιραίου Σινούκ ES916 του Σεπτεμβρίου του 2004 που παρέσυρε μαζί του στον υγρό τάφο της θάλασσας του Πόρτο Κουφό, τις ψυχές 17 ανθρώπων, μεταξύ εκείνων πέντε στρατιωτικών. Έχουν περάσει 11 χρόνια από τότε και άσχετα αν η νύχτα μετρά τις ώρες και τα λεπτά για να ολοκληρωθεί και η φετεινή ημέρα μνήμης, από το μυαλό μου αρνούνται να αποσυρθούν τα λόγια του Γκάμπριελ Γκαρσία Μαρκέζ: «Αυτό που έχει σημασία στην ζωή δεν είναι τι σου συμβαίνει, αλλά τι θυμάσαι και πως το θυμάσαι».
Ίσως αυτό που δεν έχει ακουστεί μέχρι τώρα στην κοινωνία ,ανάμεσα στις τόσες θεωρίες περί των αιτίων του ατυχήματος, ή των συνωμοσιών που διαπλέκονται γύρω από αυτό, να είναι οι μνήμες των στελεχών του 4ου Τάγματος Αεροπορίας Στρατού, εκείνων των ημερών, τα συναισθήματα που τους κυρίευσαν την αποφράδα ημέρα και τις επόμενες, μετά το ατύχημα και πως οι ίδιοι ανταπεξήλθαν στην συνέχεια στην επιτέλεση του καθήκοντος.
Το άκουσμα της άσχημης είδησης έσκασε σαν βόμβα εκείνο το σαββατιάτικο μεσημέρι του Σεπτεμβρίου του 2004 και η καρδιά όλων μας σφίχτηκε. Ένας, ένας αφήσαμε την όποια ασχολία και μέσα σε λιγότερο από μια ώρα στην Μονάδα βρέθηκε το σύνολο των στελεχών που δεν είχε ήδη ορισθεί υπηρεσία.
Ήταν τέτοια η αγωνία να μάθουμε, αλλά περισσότερο να διαψεύσουμε τους μύχιους φόβους μας για μια «τηλεοπτική» υπερβολή, που θα μας λύτρωνε, που η συγκέντρωσή των συναδέρφων έγινε μηχανικά. Όλοι όμως, μετά από λίγο, μόλις συνειδητοποιούσαν την πραγματικότητα, έμεναν ώρες συντροφιά με την σιωπή τους. Είναι αυτές οι σχέσεις πατέρα-γιού που δημιουργούνται στην αεροπορική οικογένεια, εκπαιδευτή-εκπαιδευομένου, κυβερνήτη-συγκυβερνήτη αλλά και των μηχανικών μεταξύ τους και μαζί μας, αλλά και πάντα για όλα τα μέλη του πληρώματος, που μέσα από τις δαιδαλώδεις διαδρομές ετών σφυρηλατούν δεσμούς, που δεν μπορούν να διαρραγούν. Έτσι στο μυαλό ταξιδεύουν χιλιάδες ώρες κοινών αποστολών, ασκήσεων, οι δυσκολίες μαζί με τα χαμόγελα, κι όλα αυτά έρχονται κάθε φορά στην σκέψη φωτογραφικά, όταν τα ελικόπτερα έχουν προσγειωθεί και ασφαλιστεί και οι μαχητές της πατρίδας αποσύρονται, για να ξεκουραστούν.
Όλοι εκείνη την ημέρα έβγαλαν ένα λυγμό, που όμως προσπάθησαν να κρύψουν, αφού η στρατιωτική παιδεία δεν επιτρέπει αυτήν την αδυναμία και εγώ προσωπικά, θα σας το εξομολογηθώ σήμερα , άφησα άλλον έναν, την ώρα της πρώτης απογείωσης μετά το ατύχημα, γυρίζοντας την σκέψη μου σε έναν δεύτερο αδερφό, που έχασα για πάντα. Αυτό ήταν, εκεί τελείωσε ο άνθρωπος μέσα μας και αμέσως μετά η σκέψη πήγε στις οικογένειες και όσους έμεναν πίσω. Αυτές έπρεπε να στηριχθούν και μέσα από αυτές η Μονάδα έπρεπε να νοιώθει, ότι οι συνάδερφοί μας δεν έφυγαν ποτέ και έμεναν μαζί μας, να μας παραστέκονται και να μοιράζονται μαζί με εμάς, τα αισθήματα ικανοποίησης, που φέρνει η κάθε τελευταία ασφαλής προσγείωση, στο τέλος της ημέρας.
Είναι κι αυτό το καθήκον και η αίσθησή του, που δεν σου επιτρέπει να αφήνεις την ανθρώπινη σου φύση να υπερνικά την προτεραιότητα για την αποστολή ,που ορίζει η πατρίδα και την ολοκλήρωσή της. Δεν ήμασταν εμείς κάτι ξεχωριστό, απλά επαναλαμβάναμε αυτό που προαιώνια οι Έλληνες έκαναν, αφήνοντας κατά μέρος κάθε δυσκολία για να μπορούμε να μένουμε όρθιοι και να συνεχίζουμε.
Το ίδιο γίνεται και σήμερα πίσω μας , στην ίδια Μονάδα αλλά και στις άλλες της Αεροπορίας Στρατού, αλλά και του Στρατού Ξηράς γενικά και των άλλων κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, κάθε δυσκολία απομονώνεται και πάντοτε αναλαμβάνεται η αναγκαία δύναμη για να επιτελείται το καθήκον και αυτό θα συνεχίσει να γίνεται για όσο εντός των ορίων της πατρίδας μας αναπνέουν ελληνικές ψυχές. Μένουν μόνο τα τρισάγια για να δίνουν την δυνατότητα σε όσους έφυγαν από τις Ένοπλες Δυνάμεις αλλά και όσους έμειναν ή και παρουσιάστηκαν με τις επόμενες γενεές, να αντλούν θύμησες από το παρελθόν, να προσεύχονται για τους συμπολεμιστές που έμειναν αιώνια θυσία και να σφυρηλατούν ομοψυχία και στρατιωτικό πνεύμα για το μέλλον.
Ημέρες σαν την σημερινή που τελείωσε, δεν μπορώ να αποστρέψω την προσευχή και την σκέψη μου, από αναμνήσεις και συναισθήματα που όλοι μας στο 4ο Τάγμα Ελικοπτέρων Αεροπορίας Στρατού μοιραστήκαμε, με τον Παναγιώτη «τον αδερφό μου», τον Δημήτρη, τον Στέργιο, τον Παντελή και τον έτερο Παναγιώτη, που χάθηκαν στην εκτέλεση του καθήκοντος. Ας με συγχωρήσουν οι υπόλοιπες δώδεκα αδικοχαμένες ψυχές που δεν βρήκα έναν καλύτερο λόγο να πω για αυτές, πέρα από τούτον που τώρα θα ακουστεί: «Ας είναι αναπαυμένες οι ψυχές τους», αλλά σήμερα η καρδιά μου περισσότερο βαραίνει για τους συναδέρφους, της κοινής μας στρατιωτικής ζωής.
Μακάρι να μην συμβαίνουν ατυχήματα, αλλά καλύτερα όταν αυτά συμβαίνουν στις Ένοπλες Δυνάμεις, οι αιτίες τους να είναι προϊόντα μιας διαρκούς προσπάθειας προόδου και όχι παρακμής, που επιτείνουν τα μνημόνια, και πολιτικών επιλογών που πολύ απέχουν από την διασφάλιση της ευημερίας των Ελλήνων και της προάσπισης των συμφερόντων τους.
Άρθρο ενός χειριστή Ελικοπτέρων που υπηρετούσε στο 4ο ΤΕΑΣ την ημέρα του ατυχήματος