Μερικές φορές οι δημοσκοπήσεις έχουν δίκιο. Στην Ιταλία, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις που δημοσιεύτηκαν πριν από το δημοψήφισμα της Κυριακής έδειξαν μια διευρυνόμενη αντίθεση στο προτεινόμενο πακέτο συνταγματικών μεταρρυθμίσεων του πρωθυπουργού Matteo Renzi.
Αν και υπήρχαν φήμες ότι η απόσταση μίκραινε τις τελευταίες δύο εβδομάδες, όταν δεν μπορούσαν να δημοσιεύονται δημοσκοπήσεις νομίμως, η κυβέρνηση τελικά έχασε με μεγάλη διαφορά.
Μόλις κάτω από το 60% του ιταλικού εκλογικού σώματος ψήφισε ενάντια στο πακέτο του Renzi, ενώ μόλις πάνω από το 40% το υποστήριξε (η προσέλευση ήταν στο ιστορικά υψηλό 65,5%). Ο Renzi, μιλώντας λίγο μετά τα μεσάνυχτα, τα ξημερώματα της Δευτέρας αναγνώρισε την ήττα. Ευχαρίστησε την χώρα για την συμμετοχή της στην συζήτηση και για το υψηλό επίπεδο συμμετοχής. Κατέστησε επίσης σαφές ότι θα υποβάλει την παραίτησή του.
Ωστόσο, ενώ η παραίτηση Renzi θα προσελκύσει τα πρωτοσέλιδα, δεν είναι καθόλου το τέλος της ιστορίας. Η Ιταλία χρειάζεται τώρα μια νέα κυβέρνηση και πιθανώς κάποια εκλογική μεταρρύθμιση, αλλά υπάρχουν και κάποια πιο πιεστικά και πολύπλοκα ζητήματα.
Τώρα που το δημοψήφισμα έχει αποτύχει, η επόμενη ιταλική κυβέρνηση -η οποία θα πρέπει να προσελκύσει υποστήριξη από το Δημοκρατικό Κόμμα του Renzi για να κυβερνήσει- θα πρέπει να αντιμετωπίσει πέντε προκλήσεις, κυρίως: Μια επιδείνωση στο πρόβλημα του δημόσιου χρέους, ένα ασταθές τραπεζικό σύστημα, μπερδεμένα δημόσια οικονομικά, τη μετανάστευση και την απογοήτευση της νεολαίας της χώρας.
ΕΝΑ ΚΟΥΒΑΡΙ
Η πιο πιεστική αιτία ανησυχίας είναι το δημόσιο χρέος της Ιταλίας. Κατά την διάρκεια της εκστρατείας για το δημοψήφισμα, κυρίως μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου, η πολιτική αβεβαιότητα συνέβαλε στην διεύρυνση του spread μεταξύ των αποδόσεων των μακροπρόθεσμων ιταλικών και γερμανικών ομολόγων, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι επενδυτές έβλεπαν τα ιταλικά ομόλογα ως ένα όλο και πιο επικίνδυνο στοίχημα. Αλλά οι αποδόσεις έχουν επίσης ανοδική τάση λόγω της περιορισμένης δυνατότητας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να ενεργεί ως αγοραστής έσχατης καταφυγής [6] της Ιταλίας.
Το μεγάλης κλίμακας πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού από την ΕΚΤ, το οποίο ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2015, είχε εξασφαλίσει τα τελευταία δύο χρόνια ότι θα υπήρχε μια σταθερή ζήτηση για ιταλικά ομόλογα. Ωστόσο, το πρόγραμμα έχει οριστεί να τελειώσει τον Μάρτιο του 2017, οπότε σε εκείνο το σημείο η ζήτηση για ιταλικά ομόλογα θα μπορούσε να πέσει. Και παρ’όλο που η ΕΚΤ είναι πιθανό να επεκτείνει το πρόγραμμα για τουλάχιστον άλλους έξι μήνες μετά τον Μάρτιο, κατά πάσα πιθανότητα θα το πράξει σε μειωμένη κλίμακα.
Η ιταλική κυβέρνηση εν τω μεταξύ αντιμετωπίζει ένα δύσκολο ημερολόγιο εξαγοράς (χρέους) το 2017, με κρατικές πληρωμές περισσότερων από 211 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε κατόχους ομολόγων που θα έχουν ωριμάσει. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Mario Draghi, έχει ήδη υποσχεθεί ότι η τράπεζα θα εντείνει τις αγορές ιταλικών ομολόγων κατά τις προσεχείς εβδομάδες στην περίπτωση που το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αυξήσει την μεταβλητότητα της αγοράς ομολόγων. Αλλά η ικανότητα της ΕΚΤ να αγοράζει περιορίζεται από μια νομική προϋπόθεση να αγοράζει περιουσιακά στοιχεία από τις χώρες ανάλογα με την συνεισφορά τους στο ίδιο κεφάλαιο της ΕΚΤ. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι από τα περίπου 85 δισεκατομμύρια δολάρια μηνιαίων αγορών ομολόγων από την ΕΚΤ, μόνο περίπου 12% ή 13 δισεκατομμύρια δολάρια, μπορεί να είναι ιταλικά.
Αυτό σημαίνει επίσης ότι οποιαδήποτε αύξηση πάνω από αυτόν τον αριθμό θα πρέπει να αντισταθμίζεται με μειωμένες αγορές του ιταλικού χρέους κάποια στιγμή στο μέλλον. Η Ιταλία πρέπει να μετακυλήσει πάνω από 52 δισεκατομμύρια δολάρια τον Φεβρουάριο του 2017 και μόνο, και υπάρχει ο κίνδυνος ότι η αγορά θα κοιτάξει πέρα από τις επιδράσεις της υποστήριξης της ΕΚΤ, στους φόβους για την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους της Ιταλίας. Όλα αυτά δείχνουν την πιθανότητα ότι το ιταλικό κόστος δανεισμού θα διευρυνθεί σημαντικά, με αρνητικές συνέπειες τόσο για την οικονομική ανάπτυξη όσο και για τα δημόσια οικονομικά.
Το δεύτερο πρόβλημα, η χρηματοπιστωτική αστάθεια στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα της Ιταλίας, είναι πιθανό να κάνει τις αγορές ακόμα πιο νευρικές. Τα τελευταία χρόνια, οι τράπεζες της Ιταλίας έχουν προσπαθήσει να καλύψουν τα κεφάλαιά τους για να ανταποκριθούν στις νέες κανονιστικές απαιτήσεις της ΕΕ και να απαλλαγούν από μη εξυπηρετούμενα περιουσιακά τους στοιχεία [9], αλλά πολλοί εξακολουθούν να κατέχουν πάρα πολλά τοξικά στοιχεία ενεργητικού εν μέσω μιας στάσιμης οικονομίας στην οποία υπάρχει μικρή ζήτηση για νέα δάνεια. Δύο από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ιταλίας, η Monte dei Paschi di Siena και η UniCredit, αμφότερες έχουν ανάγκη να προσελκύσουν δισεκατομμύρια σε φρέσκα ίδια κεφάλαια για την κάλυψη των ζημιών που προκύπτουν από την πώληση μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Αυτό σημαίνει ότι η στήριξη της εμπιστοσύνης της αγοράς πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για τη νέα κυβέρνηση.
Το τρίτο μεγάλο θέμα – τα προβλήματα του προϋπολογισμού της χώρας- είναι εν μέρει αποτέλεσμα της σχέσης της Ιταλίας με την υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτή την στιγμή, η ιταλική κυβέρνηση προσπαθεί να οριστικοποιήσει τον προϋπολογισμό της για το επόμενο έτος. Αυτός ο προϋπολογισμός περιλαμβάνει προβλέψεις για το πόσο θα χρειαστεί να δανειστεί η κυβέρνηση, κάτι που με την σειρά του στηρίζεται σε παραδοχές για την ανάπτυξη, τα έσοδα, και τις απαιτήσεις για δαπάνες. Στην Ευρώπη, αυτή η συμβατική μέθοδος πρόβλεψης γίνεται πιο περίπλοκη από τους κανόνες της ΕΕ που απαιτούν από την Ιταλία να ξεκινήσει την βελτίωση των κυβερνητικών λογαριασμών της με την εξισορρόπηση των εσόδων και των δαπανών, ενώ θα αναπτύσσει επίσης ένα σχέδιο για την διαχείριση του μεγάλου δημόσιου χρέους -που τώρα φθάνει πάνω από το 130% του ΑΕΠ της χώρας.
Για το παρελθόν έτος, η κυβέρνηση Renzi διαπληκτιζόταν με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με αυτές τις προβλέψεις. Η κυβέρνηση χρειάζεται περισσότερη ευελιξία στο πλαίσιο των υφιστάμενων κανόνων, ανεξάρτητα από το πώς θα υπολογίζονται στο τέλος αυτοί οι αριθμοί, αλλά τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα από το γεγονός ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι αλλάζουν με κάθε νέα εκτίμηση για την ανάπτυξη. Παρά το γεγονός ότι η ρητορική συχνά θερμαίνεται, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Jean-Claude Juncker, βρίσκει συνήθως έναν τρόπο για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της Ιταλίας. Αλλά το ίδιο δεν μπορεί να λεχθεί και για άλλους Ευρωπαίους αξιωματούχους. Ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο Ολλανδός υπουργός Οικονομικών και πρόεδρος του Eurogroup, κατέστησε σαφές ότι είναι απίθανο να είναι ευέλικτος με την Ιταλία [10]. Δεδομένου ότι το Eurogroup, το οποίο αποτελείται από τους 19 υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης, θα πρέπει τελικά να συνυπογράψει τις προτάσεις του προϋπολογισμού της Ιταλίας, η ιταλική κυβέρνηση θα πρέπει να βρει κάποιο τρόπο να εξευμενίσει ή να παρακάμψει τον Ντάισελμπλουμ.
Τα δημοσιονομικά προβλήματα της Ιταλίας περιπλέκονται από την τέταρτη μεγάλη πρόκληση της: Την αντιμετώπιση της μετανάστευσης (κάτι για το οποίο ο Renzi έχει επανειλημμένα διαμαρτυρηθεί). Ήδη από το 2016, περισσότερα από 173.000 άτομα [12] έχουν διασχίσει την Μεσόγειο για να εισέλθουν στην Ιταλία, που είναι 20.000 περισσότερα από όσα ήρθαν το 2015 και περισσότερα από όσα έχουν φτάσει μέχρι στιγμής φέτος στην Ελλάδα. Ο ρυθμός της μετανάστευσης δεν δείχνει σημάδια επιβράδυνσης, και το κόστος –οικονομικό και άλλο- είναι πιθανό να είναι σημαντικό. Το γεγονός ότι πολλοί από τους γείτονες της Ιταλίας έχουν εντείνει τους ελέγχους στα σύνορα κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Εκεί που η Ιταλία ήταν το σημείο εισόδου πολλών μεταναστών στην Ευρώπη, αυτές τις μέρες όλο και περισσότεροι μένουν εκεί, γεμίζοντας τα κέντρα υποδοχής της χώρας.
Η δυσκολία που δημιουργεί η μετανάστευση [13] είναι τόσο πολιτική όσο και οικονομική. Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση Renzi έχει μοιράσει τους μετανάστες σε πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά σε όλη την χώρα. Όλο και περισσότερο, όμως, αυτές οι κοινότητες έχουν αρχίσει να διαμαρτύρονται για τις νέες αφίξεις. Οι Ιταλοί παραμένουν φιλόξενοι, αλλά δεν μπορούν να απορροφούν νέες αφίξεις επ’ αόριστον, και η ανοχή τους γρήγορα εξατμίζεται. Αισθάνονται επίσης ότι έχουν εγκαταλειφθεί από την υπόλοιπη Ευρώπη. Σύμφωνα με πρόσφατες ιδιωτικές δημοσκοπήσεις που ανατέθηκαν από την Macro Advisory Partners στην SWG, μια ιταλική εταιρεία έρευνας αγοράς, το 50% των Ιταλών πιστεύουν τώρα ότι η ΕΕ «εμποδίζει την Ιταλία στην διαχείριση της μετανάστευσης», και 79% πιστεύουν ότι η μεταναστευτική πολιτική της ΕΕ είναι δυσμενής για την Ιταλία. Η αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος είναι επομένως σημαντική όχι μόνο για την Ιταλία, αλλά και για την συνοχή της ΕΕ ως σύνολο.
ΣΚΟΤΟΣ ΚΑΙ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ιταλίας, ωστόσο, δεν είναι το χρέος, η οικονομία, ή ακόμη και η μετανάστευση. Είναι η ευρεία απογοήτευση της νεολαίας της Ιταλίας. Η πιο εντυπωσιακή αποκάλυψη που προέκυψε από τις δημοσκοπήσεις πριν από το δημοψήφισμα ήταν ο βαθμός στον οποίο οι νέοι αισθάνονται αποκλεισμένοι από το πολιτικό σύστημα. Η Macro Advisory Partners, μια εταιρεία συμβούλων με έδρα το Λονδίνο, βρήκε στην τελική δημοσκόπηση πριν από το δημοψήφισμα ότι η αντίθεση στις μεταρρυθμίσεις του Renzi ήταν ισχυρότερη μεταξύ των νεότερων ψηφοφόρων. Το 58% των Ιταλών μεταξύ των ηλικιών 18 και 24 αναφέρουν ότι απορρίπτουν το πακέτο των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, όπως έκανε και το 51% των Ιταλών μεταξύ 25 και 34.
Η αντίθεση μεταξύ των φοιτητών ήταν 59%. Ο νεαρός και χαρισματικός Renzi ήλπιζε ότι η νεολαία θα υποστήριζε το μεταρρυθμιστικό μήνυμά του «ελπίδα και αλλαγή». Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν πιο πιθανό να υποστηρίξουν τον πρώην κωμικό Beppe Grillo και το λαϊκιστικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων του.
Οι νεαροί Ιταλοί έχουν βάσιμο λόγο να είναι απογοητευμένοι. Παρά το γεγονός ότι είναι, κατά μέσο όρο, πιο μορφωμένοι από τους γονείς τους, πολλοί είναι υποαπασχολούμενοι ή άνεργοι και εξακολουθούν να ζουν στα σπίτια που μεγάλωσαν. Η αντιμετώπιση αυτής της απογοήτευσης, η οποία οδηγεί σε μια έξοδο των νέων από την χώρα και στην μείωση της συμμετοχής τους μεταξύ των κατεστημένων πολιτικών κομμάτων, πρέπει να είναι κορυφαία προτεραιότητα της επόμενης κυβέρνησης, ειδικά τώρα που η διχαστική εκστρατεία για το δημοψήφισμα έχει τελειώσει. Εάν η πολιτική ηγεσία της Ιταλίας δεν μπορεί να υποσχεθεί στην ανερχόμενη γενιά καλύτερες υλικές συνθήκες ή πραγματική πολιτική δέσμευση, θα πρέπει σύντομα να αντιμετωπίσει τις συνέπειες.
Το τέλος αυτής της έντονης εκστρατείας για το δημοψήφισμα, ως εκ τούτου, απέχει πολύ από το να είναι και το τέλος της πολιτικής αναταραχής της Ιταλίας. Ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, το τέλος της αρχής. Ο Renzi κατέστησε σαφές ότι αναγνώρισε την ήττα του. Εκείνοι που εκστράτευσαν εναντίον των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων, υποστήριξε, πρέπει τώρα να αποδεχθούν τις υποχρεώσεις της νίκης τους, μια από τις οποίες περιλαμβάνει όντως την επίλυση των προβλημάτων της χώρας. Τώρα είναι η ώρα οι νέοι ηγέτες της Ιταλίας να πιάσουν δουλειά.
Πηγή: foreignaffairs.gr