Του Μιχαήλ Βασιλείου*
Το 24ωρο που πέρασε σηματοδοτήθηκε από μια «νευρική» τοποθέτηση από ρωσικής πλευράς, η οποία παρά τους λεονταρισμούς και τις απειλές εναντίον των ΗΠΑ να μην αποτολμήσουν αεροπορικά πλήγματα σε αεροπορικές βάσεις και άλλες θέσεις των δυνάμεων του καθεστώτος Άσαντ, αφού σε αυτές φιλοξενούνται χιλιάδες προσωπικού των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, καθώς επίσης και από τη συνειδητοποίηση ότι το μέτωπο της Ουκρανίας είναι έτοιμο να πάρει πάλι φωτιά, σε έναν συνήθη «αντιπερισπασμό», καθώς τα δυο αυτά μέτωπα λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία.
Την ίδια στιγμή, δεδομένων των εξελίξεων, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη με την ευκαιρία της 23ης Συνόδου του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ενέργειας (WEC), όπου συναντήθηκε με τον Τούρκο ομόλογό του Ερντογάν, σε μια συνάντηση που λαμβάνει ακόμα μεγαλύτερη σημασία, αφού ο Τούρκος ηγέτης έχει εκδηλώσει την πρόθεση να αναλάβει μεσολαβητική προσπάθεια αποκατάστασης της εκεχειρίας στη Συρία και επαναφοράς της κατάστασης σε ό,τι ίσχυε προ της κατάρρευσης των συνομιλιών των ΗΠΑ με τη Ρωσία για τον ρωσικό εμφύλιο.
Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, το ρωσικό υπουργείο Άμυνας, δια του εκπροσώπου του, Ίγκορ Κονασένκοφ, προχώρησε σε σκληρότατη προειδοποίηση προς την αμερικανική πλευρά να μην αποτολμήσει να πλήξει θέσεις των συριακών δυνάμεων, επικαλούμενος ως αφορμή της δήλωσης, «διαρροές» σε δυτικά ΜΜΕ, τις οποίες προφανώς η Μόσχα εξέλαβε ως προειδοποίηση στο Κρεμλίνο από «τους εκπροσώπους της CIA και του Πενταγώνου», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε.
Ο Κονασένκοφ στη δήλωσή του απαριθμεί τα συστήματα αντιαεροπορικής και αντιβληματικής προστασίας τα οποία έχουν αναπτυχθεί από ρωσικής πλευράς στη Συρία και απείλησε ευθέως με κατάρριψη του πιλότους των αμερικανικών μαχητικών που θα συμμετάσχουν σε αυτές τις επιθέσεις. Σε μια αναφορά που «προδίδει» τη βαθειά ανησυχία των Ρώσων για την ασφάλεια του προσωπικού που έχουν στείλει στη Συρία, οι οποίοι υπολογίζονται σε περισσότεροι από 4.000, ο Κονασένκοφ αποθέωσε τη συνδρομή τους, που «έχει συμβάλλει στην ειρήνευση σε 732 πληθυσμιακά κέντρα και την επιστροφή στην ειρηνική ζωή εκατοντάδων χιλιάδων Σύρων».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Σεργκέι Λαβρόφ, ο οποίος κατηγόρησε τις ΗΠΑ για «επιθετική ρωσοφοβία», κάνοντας λόγο για «επιθετικά μέτρα» που απειλούν τη ρωσική εθνική ασφάλεια, ενώ εκτίμησε ότι οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας έχουν υποστεί «δραματική αλλαγή».
Η ρωσική διπλωματία όμως, δε συνηθίζει τέτοιο μπαράζ δηλώσεων που εμπεριέχει και απειλές, προτιμώντας παραδοσιακά πιο χαμηλούς τόνους, φροντίζοντας συνήθως στην πράξη να προβαίνει σε αιφνιδιαστικές κινήσεις στο στρατιωτικό πεδίο που διαβιβάζουν αυτές τα κατάλληλα μηνύματα, όπως για παράδειγμα συνέβη με την άφιξη των συστημάτων S-400 Triumph και των πολυδιαφημισμένων μαχητικών τύπου Sukhoi Su-35 στη Συρία, που «έπαιξαν» πρώτο θέμα παγκοσμίως προβάλλοντας μια εικόνα ρωσικής ισχύος. Τούτων λεχθέντων, θα αποτολμήσουμε να εικάσουμε, ότι οι προχθεσινές δηλώσεις 1) στηρίζονται σε πληροφόρηση που έχουν δώσει οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες αναφορικά με τις αμερικανικές προθέσεις και 2) ότι η Ρωσία ανησυχεί πραγματικά για το τι μέλλει γενέσθαι, προβάλλοντας δια του «εκνευρισμού» που οι δηλώσεις αυτές εξέπεμψαν ανησυχία, ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονται προς την επιθυμητή κατεύθυνση.
Πρακτικά και με βάση τα δύο ανωτέρω σημεία, είναι λογικό να συνάγει κανείς, ότι η Ρωσία, όλο αυτό τον καιρό, διά της προβολής ισχύος που εκμεταλλευόταν την εμφανή απροθυμία εμπλοκής των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δύσης γενικότερα στον συριακό εμφύλιο, επεδίωκε επί της ουσίας να ενδυναμώσει ακριβώς αυτή την πεποίθηση του αδιεξόδου στη Δύση, για να αποτρέψει την ενεργό δυτική στρατιωτική εμπλοκή, η οποία δεν την εξυπηρετεί, αφού δεν διαθέτει τακτικό πλεονέκτημα λόγω απόστασης, ενώ το ακριβώς αντίστροφο ισχύει για το μέτωπο της Ουκρανίας.
Το μέτωπο της Ουκρανίας δείχνει σημάδια ανάφλεξης το τελευταίο διάστημα, κάτι που δεν μπορεί εύκολα να αποσυνδεθεί από την αρνητική εξέλιξη των συνομιλιών Μόσχας και Ουάσιγκτον για τη διευθέτηση του συριακού εμφυλίου. Οι πληροφορίες από το μέτωπο της Ουκρανίας αναφέρουν, ότι οι παραβιάσεις της εκεχειρίας είναι πλέον καθημερινό φαινόμενο, κάτι το οποίο απηχούσαν και οι δηλώσεις του εκπροσώπου του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ, μετά τα διαβουλεύσεις της βοηθού υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Βικτόριας Νούλαντ, στη Μόσχα, μόλις πριν λίγες μέρες, στις 5 Οκτωβρίου.
Η αδυναμία εξεύρεσης στρατηγικού modus vivendi και στην Ουκρανία, κάτι εξ ορισμού δύσκολο, έως αδύνατο, εάν υποτεθεί ότι η προσάρτηση της Κριμαίας δεν μπορεί να γίνει σε καμιά περίπτωση αποδεκτή από τη Δύση, δίνει το πρόσχημα στη Ρωσία να χρησιμοποιήσει την απειλή εκ νέου ανάφλεξης στο μέτωπο αυτό ως απειλή προς τις ΗΠΑ, καθότι εκεί το στρατιωτικό τακτικό μειονέκτημα αφορά τη Δύση. Από την άλλη πλευρά όμως, δεν επιλύεται για τη Μόσχα ένα βασικότατο πρόβλημα, αυτό των οικονομικών κυρώσεων της Δύσης, που παρά τη διασπορά προπαγάνδας σε ευήκοα δημοσιογραφικά ώτα σε ευρωπαϊκά κυρίως μέσα ενημέρωσης, προβληματίζει όλως ιδιαιτέρως το Κρεμλίνο.
Η ρωσική ηγεσία καλείται να αντιμετωπίσει μια κατάσταση που επιδεινώνει διαρκώς το επίπεδο διαβίωσης του μέσου Ρώσου (ο Πούτιν μπορεί να κέρδισε τις εκλογές, αλλά η σημαντική μείωση του ποσοστού των συμμετεχόντων στη διαδικασία δεν πέρασε απαρατήρητη), ενώ διαταράσσει ευαίσθητες ισορροπίες στη ρωσική ελίτ, καθώς οι διάφορες ομάδες-φράξιες συμφερόντων, καλούνται να συμβιβαστούν και να επιβιώσουν με λιγότερο διαθέσιμο κρατικό χρήμα στους τομείς που ελέγχουν (π.χ. άμυνα, ενέργεια κ.λπ.), με αποτέλεσμα να ξεσπούν εσωτερικές συγκρούσεις που απειλούν τον διαιτητικό ρόλο του «τσάρου», Βλαντιμίρ Πούτιν.
Επιπρόσθετα, η πίεση αυτή αυξάνει συνεχώς το κόστος της προσάρτησης της χερσονήσου της Κριμαίας από τη Ρωσική Ομοσπονδία, αφού παρά την πατριωτική ρητορική που χρησιμοποιήθηκε -αποκατάσταση μιας «ιστορικής αδικίας»- για την εσωτερική νομιμοποίηση της ενέργειας, αν και απευθυνόταν σε έναν λαό, τον ρωσικό, ο οποίος ποτέ δεν ξεπέρασε απόλυτα την αρνητική προδιάθεση για τους Ουκρανούς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το κόστος της διαρκούς οικονομικής αιμορραγίας ως αποτέλεσμα της προσάρτησης παραμένει και γίνεται διαρκώς πιο αισθητό. Από τις 21 Σεπτεμβρίου που συμφωνήθηκε η απαγκίστρωση δυνάμεων και οπλικών συστημάτων ανάμεσα στους Ρωσόφωνους αποσχιστές και το Κίεβο και παρά μια αρχική περίοδο σχετικής ηρεμίας, τις τελευταίες ημέρες η σύγκρουση αναζωπυρώνεται, «όλως τυχαίως» παράλληλα με την κατάρρευση των συνομιλιών της Μόσχας με την Ουάσιγκτον για το συριακό πρόβλημα και πλέον καταγράφονται σε ημερήσια βάση 30-50 παραβιάσεις της εκεχειρίας.
Το πρόβλημα στην περιοχή Ντονμπάς δείχνει αξεπέραστο, με τη ρωσική πλευρά να διαμηνύει ότι δεν πρόκειται να προβεί σε υποχωρήσεις στο στρατιωτικό πεδίο εάν δεν αποδοθεί καθεστώς ευρείας αυτονομίας, μια προοπτική την οποία όμως απορρίπτει κατά τα φαινόμενα η πλειοψηφία του ουκρανικού Κοινοβουλίου, ενώ για να περάσει θα χρειαζόταν τα δύο τρίτα των ψήφων… πλήρες αδιέξοδο εν ολίγοις. Κι όλα αυτά ενώ εκπνέει η προεδρία του Μπάρακ Ομπάμα στις ΗΠΑ, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση πιθανότατα θα επεκτείνει χρονικά τις κυρώσεις σε βάρος της Μόσχας, για την οποία ο συνεχείς γκάφες του Ντόναλντ Τραμπ, εκλεκτού της υποψηφίου για τον Λευκό Οίκο, με τον οποίο θεωρεί η ρωσική πλευρά ότι υπάρχουν ελπίδες εξεύρεσης μιας συνολικής συμφωνίας αποκλιμάκωσης, καθιστούν την επικράτησή του στις εκλογές προβληματική, ενώ η περίπτωση της Χίλαρι Κλίντον κάθε άλλο παρά ενθουσιάζει το Κρεμλίνο, καθώς θεωρείται ως εκπρόσωπος ισχυρών συμφερόντων που έχουν εγγενή «αντιρωσικό προσανατολισμό».
Η κατάσταση δείχνει απελπιστική για τη Μόσχα, καθώς η συνήθης πρακτική της στρατιωτικής κλιμάκωσης για να υποχρεωθεί ο διστακτικός στη χρήση της στρατιωτικής ισχύος αντίπαλος να συμβιβαστεί, δείχνει όχι μόνο να μην φέρνει αποτελέσματα, αλλά και να έχει «ανιχνευθεί» ως τακτική (call the bluff…), με αποτέλεσμα πλέον να επικρατεί το λιγότερο πιθανό στη ρωσική ανάλυση σενάριο: η απειλή συνειδητής κλιμάκωσης από την πλευρά της Δύσης που έπαψε να πιστεύει τις ρωσικές διακηρύξεις, με τα ρωσικά στρατεύματα στη Συρία να τελούν υπό μια ιδιότυπη ομηρεία…
Το πρόβλημα είναι σοβαρότατο αν αναλογιστεί κανείς ότι δεν υπάρχει στο μέτωπο της Ουκρανίας αντίστοιχη «ομηρεία» που θα εξισορροπούσε κατά κάποιον τρόπο την κατάσταση, ενώ η Μόσχα έχει δύο επιλογές, αμφότερες κακές: Η μία είναι η υποχώρηση και η δεύτερη η κλιμάκωση, με ξεκάθαρη απειλή στρατιωτικής σύγκρουσης μέχρις εσχάτων. Επειδή όμως στη δεύτερη επιλογή η Ρωσία για να εξισορροπήσει την αδυναμία της στο συριακό μέτωπο θα έπρεπε να κάνει στο «βολικό», αυτό της Ουκρανίας, κάτι πολύ θεαματικό (να υποθέσει κανείς… προέλαση προς το Κίεβο ή επίσημη απόσχιση της ανατολικής Ουκρανίας;) το οποίο βέβαια αντί να θεράπευε το οικονομικό αδιέξοδο θα το επιδείνωνε, εκτιμάται ότι θα επιχειρήσει να επιλέξει συγκεκαλυμμένα το πρώτο.
Αρκεί να της δοθεί η ευκαιρία εύσχημης υπαναχώρησης από τις πιο «σκληρές» στρατιωτικές θέσεις. Επίσης, η Μόσχα μιλώντας για μαχητικά αεροσκάφη, δείχνει ξεχνά ότι η αμερικανική υποχώρηση στη Συρία ξεκίνησε από τη συμφωνία που απέτρεπε μαζικούς βομβαρδισμούς κυρίως από πλοία και υποβρύχια, όπου στην άμυνα των συστημάτων που έχει στην περιοχή θα επερχόταν μάλλον εύκολα κορεσμός, πλήττοντας και την τόσο βολική εμπορικά μυθολογία που έχει δημιουργηθεί για την αποτελεσματικότητά τους (είναι εξαιρετικά συστήματα τα οποία όπως όλα έχουν όρια).
Σε αυτό το σημείο αναδεικνύεται σε κομβικής σημασίας η συνάντηση του Πούτιν με τον Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη, δεδομένου ότι ο πρώτος έχει ήδη διαμηνύσει πως σκοπεύει να μεσολαβήσει ανάμεσα στους ηγέτες των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Πρακτικά, η συνάντηση θα μπορούσε να αποτελεί «σανίδα σωτηρίας» για τη ρωσική πλευρά που παρά την επιθετική ρητορική δεν πείθει πως δεν προτιμά τον δρόμο της διπλωματίας. Και καλώς πράττει… εάν η Μόσχα είχε την πληροφόρηση ότι κάτι αλλάζει στη στάση του αντιπάλου στο ζήτημα της Συρίας, θεωρητικά θα έπρεπε να είχε σπεύσει να στείλει – επιτέλους – το μοναδικό της αεροπλανοφόρο στην ανατολική Μεσόγειο, όπως έχει προαναγγείλει.
Η μη αποστολή του είτε σημαίνει απουσία επιχειρησιακής διαθεσιμότητας, κάτι πιθανό με βάση τις πληροφορίες, είτε συνειδητοποίηση ότι η παρουσία του θα μπορούσε να προκαλέσει την ανάπτυξη στη Μεσόγειο μιας ή ακόμα και δύο ομάδων μάχης αεροπλανοφόρων του αμερικανικού Ναυτικού, όπου παρά την επικρατούσα μυθολογία στην Ελλάδα, η ισχύς πυρός και οι επιχειρησιακές δυνατότητες του «Ναύαρχος Κουζνέτσοφ», ακόμα κι εάν εμφανιστεί στην καλύτερη δυνατή κατάσταση, θα υπολείπονταν δραματικά, μετατρέποντάς το σε διπλωματικό μειονέκτημα αντί για πλεονέκτημα. Αυτό όμως αναδεικνύει τον ιδιόρρυθμο – στην καλύτερη περίπτωση… – Τούρκο ηγέτη σε περιστασιακό πρωταγωνιστή της γεωστρατηγικής «παρτίδας» που βρίσκεται σε εξέλιξη στην περιοχή.
Εάν υποτεθεί ότι «κατά βάθος» τόσο η Ρωσία όσο και οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν να συγκρουστούν διακινδυνεύοντας την κάθετη κλιμάκωση και σε άλλα μέτωπα, σε μια σύγκρουση που δεν μπορεί να ξεφύγει και πολύ χωρίς ο εβρισκόμενος σε θέση αδυναμίας να «υπενθυμίσει» το πυρηνικό του στάτους, τότε είτε «συμπαθούν» τον Ερντογάν είτε όχι, θα περιμένουν με ενδιαφέρον τις κινήσεις του, παρότι τόσο η Μόσχα όσο και η Ουάσιγκτον έχουν πολλά σημεία διαφωνίας με την πολιτική των νεοθωμανών ισλαμιστών κυβερνώντων στην Τουρκία…
Εάν αυτό ισχύει, τότε θα πρέπει να θεωρηθεί δεδομένο, ότι πιστός στη συνήθη πρακτική του, ο Τούρκος ηγέτης θα έχει ως απόλυτη προτεραιότητα την επίτευξη των τουρκικών στόχων στην περιοχή της Συρίας, κι εάν πιστέψουμε ρεπορτάζ του γερμανικού Der Spiegel, μπορεί να μάχεται τυπικά το ISIS/Daesh, όμως απόλυτη προτεραιότητα παραμένουν οι Κούρδοι και η προοπτική εμφάνισης μιας ακόμα οιωνεί κουρδικής κρατικής οντότητας στα τουρκικά σύνορα. Καταληκτικά, το επιχείρημα όσων προειδοποιούν ότι το «άνοιγμα» ζητημάτων στο Αιγαίο θα μπορούσε να σηματοδοτεί την πρόθεση αναζήτησης ανταλλαγμάτων που θα στρέφονται σε βάρος των ελληνικών εθνικών συμφερόντων, δεν μπορεί να απορριφθεί ελαφρά τη καρδία.
Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και καλό θα ήταν η Αθήνα να μην ξεχνά, ότι αυτό που είναι για την ελληνική ασφάλεια «στρατηγικό» επίπεδο, για κάποιους άλλους μπορεί να είναι «τακτικό»… ή κι ακόμα παρακάτω. Και όποιος ενδιαφέρεται να προστατεύσει τα συμφέροντά του, πρέπει να βρει τρόπο να επηρεάσει τη στρατηγική εξίσωση των κύριων δρώντων, όχι να αναλώνεται παρακολουθώντας αμιγώς τις τακτικές κινήσεις τους.
*Πηγή: mignatiou.com