Σαν σήμερα σκοτώνεται σε συμπλοκή με άνδρες της Χωροφυλακής στην περιοχή Κλεφτόβρυση του Ολύμπου ο θρυλικός λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας. Ο θρυλικός Έλληνας λήσταρχος ήταν από το χωριό Μεταξάς Σερβίων.
Λέγεται πως θρυλικός λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας λίγο πριν σκοτωθεί -τέτοιες μέρες το 1925- στα βουνά της Πιερίας είχε πει : “Oι κλέφτες θα ξοφλήσουν από τα βουνά και θα κατέβουν στις πόλεις”! Και ήταν μάλλον προφητικός .Οι λήσταρχοι που είχαν μυθοποιηθεί από τον απλό λαό εξαφανίστηκαν από τις απρόσιτες οροσειρές, αλλά γίνονται όλο και περισσότεροι στις πόλεις χωρίς να διεκδικούν πια τον ρόλο του σύγχρονου «Ρομπέν των δασών».
Tι έκανε η ομάδα του Γιαγκούλα και πως η Χωροφυλακή και ο στρατός τον εξολόθρευσαν
Η ομάδα του Γιαγκούλα και του Πάνου Μπαμπάνη εξολοθρεύθηκε από δυνάμεις της Χωροφυλακής, του στρατού και πολιτών που είχαν σπεύσει στην Πιερία για να τους βρουν.
Στα Πιέρια, είχε το λημέρι του ο λήσταρχος Γιαγκούλας, ο φόβος και ο τρόμος, αλλά και το ίνδαλμα για πολλούς συγχρόνους του, τους οποίους και είχαν συναρπάσει οι περιπέτειές του οι οποίες είχαν γίνει ένα από τα πολυδιαβασμένα αναγνώσματα της τότε εποχής.
Ουδείς άλλος λήσταρχος απέκτησε την φήμη του Φώτη Γιαγκούλα. Καίτοι τον βάραιναν 40 και πλέον φόνοι ποτέ ο απλός λαός τη υπαίθρου, είτε στη Θεσσαλία, είτε στη δυτική Μακεδονία όπου δρούσε η ομάδα του δεν τον είδε με…κακό μάτι. Και παράλληλα ο πιο…ωραίος εκ των ληστών της εποχής. Καρδιοκατακτητής μέχρι που δεν πήγαινε άλλο.
Και στις 20-21 Σεπτεμβρίου με το θάνατο του Γιαγκούλα έκλεισε αυτός ο κύκλος. Αλλά τότε ήταν ,που το όνομά του πήρε μυθικές διαστάσεις και πέρασε στην καθημερινότητα των Ελλήνων…
Ο θάνατος του Γιάγκουλα και τέλος μιας εποχής
Μαζί με το θάνατο του Γιαγκούλα και των άλλων μέχρι το 1928 έκλεισε και μια εποχή. Χαρακτηριστικό της εποχής από την απελευθέρωση μέχρι τις αρχές του 1900, πέρα από τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης είναι το φαινόμενο των ληστειών. Οι ‘’λήσταρχοι’’ όπως τους έλεγε ο λαός , ήταν ορεσίβιοι που δεν έχουν εγκαταλείψει τον ‘’κλέφτικο’’ τρόπο ζωής, επιδράμουν στα νοικοκυριά και στα κοπάδια τους και ζουν εις βάρος τους. Τέτοιοι ήταν ο Σουλτάνος ( Ρουμπαλάς από τα Γιαννέικα) και ο Μουσταποστόλης (Παπαδάκης ).
Συνεχιστής αυτής της…ιδιότυπης παράδοσης ήταν και ο Γιαγκούλας που γεννήθηκε στο χωριό Μεταξά στις 12 Οκτώβρη του 1901. Δεν είναι γνωστό καν αν πήγε Σχολείο-πολύ περισσότερο ότι ήταν και…φοιτητής που τον ήθελε ένα δημοτικό τραγούδι.
Ένας άλλος μύθος θέλει τον περιβόητο ληστή απόφοιτο της δεύτερης τάξης του γυμνασίου, ποιανού όμως γυμνασίου; Το Ημιγυμνάσιο Σερβίων ιδρύθηκε όταν ο λήσταρχος ήταν ήδη νεκρός, στο δε Βαλταδώρειο της Κοζάνης φοιτούσαν το 1913 είκοσι περίπου μαθητές όλοι τους γόνοι των πλουσιότερων οικογενειών της πόλης, οπότε για το φτωχό βοσκό του Μεταξά δεν υπήρχε εκεί ουδεμία θέση.
Πως έγινε…λήσταρχος
Ήταν το τελευταίο παιδί της φτωχής οικογένειας του Αναστασίου και της Αικατερίνης Γεωργακοπούλου από το Πολύρραχο –οι αδελφοί του Κωνσταντίνος και Αθανάσιος ήταν αντίστοιχα σώγαμπροι στο Τριγωνικό και το Πολύρραχο, ενώ ο Δημήτριος είχε φονευθεί το 1913 κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων.
Κανένας μάλλον στην περιοχή δεν παραξενεύτηκε, όταν το παιδί άρχισε να επιδίδεται στις κλοπές αυγών και κοτών για να περάσει μεγαλώνοντας στις κυψέλες των μελισσών με αποτέλεσμα στον ανθό της εφηβείας να γνωρίσει τα κρατικά δεσμά.
Όταν αποφυλακίστηκε, στράφηκε στις κλοπές αλόγων και αντί να καταταγεί στο στρατό προτίμησε την παρανομία μαχαιρώνοντας έναν ποιμένα από το Τριγωνικό με τον οποίο είχε παλαιότερα συγκρουστεί και δολοφονώντας το νουνό του από το Πολύρραχο, γιατί δεν πάντρευε την κόρη του με άντρα της αρεσκείας του.
Ακολούθησαν και άλλοι φόνοι. Πάντως ο βίος και η πολιτεία του Φωτίου Γιαγκούλα ή του Θωμά Γκαντάρα ήταν το κεντρικό προφορικό αφήγημα που εναλλάσσονταν από στόμα σε στόμα και αναμιγνύονταν με ακούσματα μεταξύ τερατολογίας και πραγματικότητας.
Η «Παρδάλα», το μαχαίρι του λήσταρχου Γιαγκούλα
Το 1917 ο περιβόητος λήσταρχος Φώτης Γιαγκούλας (τέλη 19ου αιώνα-1925) απέκτησε ένα ξεχωριστό, όπως επρόκειτο να αποδειχθεί, φονικό όπλο, τη μαχαίρα του, την οποία ο ίδιος αποκαλούσε «Παρδάλα». Στη λεπίδα της ο λήσταρχος είχε χαράξει το εξής κείμενο:
«Προς τους πάντας. Μη δηνάμενος να εύρο ίδινος δικαίου παρά της δυκαιοσήνης των Ελλήνων, ηναγγάσθην να τονίσο το δίκαιον της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Όθεον η ύψηστος αυτή λειτουργός της ανάνδρου Δικαιοσύνης ονόματι Παρδάλα έχη τον λόγον από σήμερον εις πάντας τους αιωθούντας και απίστους. Η λειτουργία αυτής έσετε πάντοτε ειλικρινής και ουδέποτε θέλη λησμονήση τα Ιερά καθήκοντά της προς αναμονή του δικαίου.
Μαρτίου 1917»
Ελεύθερη απόδοση στη νέα ελληνική:
«Προς όλους. Επειδή δεν μπορώ να βρω δίκαιο στη δικαιοσύνη των Ελλήνων, αναγκάσθηκα να τονίσω το δίκαιο της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Από τώρα και στο εξής η ύψιστη αυτή λειτουργός της άνανδρης Δικαιοσύνης, η ονομαζόμενη “Παρδάλα”, έχει τον λόγο απέναντι σε όλους τους υπεύθυνους και άπιστους. Η λειτουργία αυτής της μαχαίρας θα είναι πάντα ειλικρινής και πότε δεν θα λησμονήσει τα ιερά της καθήκοντα για την απονομή του δικαίου.
Μάρτιος 1917».
Ο Φώτης Γιαγκούλας χρησιμοποιούσε την Παρδάλα ως μέσο επιβολής και προστασίας, αποτελώντας τον πιστό «σύντροφό» του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό το μαχαίρι είχε μαζί του σε περιόδους έντασης, όταν αναστάτωνε με τα καμώματά του διάφορα χωριά ή όταν η Χωροφυλακή τον κυνηγούσε θέτοντάς τον στο στόχαστρό της.
Την Παρδάλα, όμως, κουβαλούσε μαζί του και όταν σε περιόδους ανάπαυλας και ηρεμίας αποτραβιόταν στα βουνά. Δεν ξενίζει, επομένως, το γεγονός ότι η Παρδάλα αντιμετωπίστηκε από τον ληστή όχι μόνον σαν ένας πολύτιμος αλλά και σαν ένας αξιοσέβαστος «σύντροφος». Γι’ αυτό, άλλωστε, ο ίδιος ο Γιαγκούλας επέλεξε να «σφραγίσει» με το προσωπικό του στίγμα το όπλο αυτό, ανεξίτηλο δείγμα της παρορμητικής, ιδιόμορφης και φλογερής ιδιοσυγκρασίας του.
Λέγεται ότι ο Φώτης Γιαγκούλας σκότωσε συνολικά πενήντα τέσσερα άτομα, πιθανότατα αρκετά από αυτά με το συγκεκριμένο μαχαίρι. Η Παρδάλα συνόδευσε τον λήσταρχο έως το άδοξο τέλος της ζωής του, την Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 1925, στην Κλεφτόβρυση Ολύμπου. Εκεί σκοτώθηκε σε συμπλοκή με σώμα της Χωροφυλακής.
Μάλιστα, σχετικά με τα όσα ακολούθησαν τον θάνατο του λήσταρχου, διασώζεται η εξής μαρτυρία:
«Ύστερα από το τέλος των τριών λήσταρχων, ένας κτηνοτρόφος, ονόματι Καλαϊτζής, παρακάλεσε το μοίραρχο Πετράκη να αναλάβει το μακάβριο έργο να κόψει αυτός το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα, και μάλιστα με το ίδιο μαχαίρι με το οποίο, όταν ο λήσταρχος ήταν εν ζωή, κατά τα λεγόμενα του Καλαϊτζή, τον είχε απειλήσει τέσσερις φορές να τον σφάξει. Ο μοίραρχος το αποδέχθηκε, “διότι κανείς άλλος δεν ήθελε να κάνει το έργον του χειρούργου“. Και ο κτηνοτρόφος “όρμησε κατά του άψυχου Γιαγκούλα και τον ήρπασεν από τα μαλλιά. Έσυρε στο κατόπιν το μαχαίρι του ίδιου του λήσταρχου (ένα μικρό ευτελέστατον που κόβουν το ψωμί) και μετ’ ολίγον εχώριζε την κεφαλήν από το σώμα κρατήσας το μαχαίρι ως ενθύμιον αφού του το προσέφερεν ο κ. Πετράκης”».
Όχι πολύ αργότερα, η Παρδάλα, όπως και το κεφάλι του Φώτη Γιαγκούλα θα προστεθούν στη συλλογή του Εγκληματολογικού Μουσείου, συνιστώντας μερικά από τα πλέον μοναδικά και σημαντικής αξίας εκθέματά του, καθώς το συγκεκριμένο μαχαίρι-φονικό όπλο διαθέτει εξέχουσα σημασία, αφού ακόμη και σήμερα περιβάλλεται από ένα πέπλο μυστηρίου. Επιπλέον, διαθέτει και μοναδική ιστορική σημασία, συνδεόμενο άμεσα όχι μόνον με τη δράση και τον θάνατο ενός διάσημου εγκληματία, αλλά και επειδή αντικατοπτρίζει με ενάργεια τον ιστορικό περίγυρο της Ελλάδας του 19ου αιώνα.
Μάλιστα, σχετικά με τα όσα ακολούθησαν τον θάνατο του λήσταρχου, διασώζεται η εξής μαρτυρία:
Με πληροφορίες από sansimera, cretalive.gr criminology-museum.uoa.gr