Είκοσι τρεις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκαναν σήμερα πράξη την πρόθεσή τους να δεσμευθούν σε μια ενισχυμένη στρατιωτική «συνεργασία», στην ανάπτυξη εξοπλισμών καθώς και στην διεξαγωγή εξωτερικών επιχειρήσεων, με δηλωμένη φιλοδοξία να επανεκκινήσουν την Ευρώπη της Άμυνας.
«Ζούμε μια ιστορική στιγμή για την ευρωπαϊκή άμυνα», σχολίασε η επικεφαλής της διπλωματίας της Ένωσης Φεντερίκα Μογκερίνι, έπειτα από την υπογραφή από τους υπουργούς 23 κρατών μελών της ΕΕ ενός εγγράφου όπου καταγράφονται 20 «δεσμεύσεις» που θέτουν τις βάσεις για τη «μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία» τους (CSP).
Η Μογκερίνι εκτιμά πως αυτό το νέο εργαλείο θα «επιτρέψει να αναπτύξουμε περισσότερο τις στρατιωτικές μας ικανότητες ώστε να ενισχύσουμε τη στρατηγική αυτονομία μας».
Μετά την αποτυχία της δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (CED) πριν από 60 χρόνια, οι Ευρωπαίοι δεν είχαν καταφέρει ποτέ μέχρι σήμερα να προχωρήσουν σε αυτό τον τομέα, με τις περισσότερες χώρες να κρατούν το πάνω χέρι σε αυτό που, κατά την άποψή τους, υπαγόταν αυστηρά στην εθνική κυριαρχία.
Όμως μια διαδοχή κρίσεων από το 2014 (προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και σύγκρουση στην ανατολική Ουκρανία, κύματα προσφύγων), στη συνέχεια η ψήφος υπέρ του Brexit και η άνοδος στην εξουσία του Ντόναλντ Τραμπ άλλαξαν τα δεδομένα.
«Συμπληρωματική του ΝΑΤΟ»
Η πρωτοβουλία αυτή είναι μια «απάντηση στις επιθέσεις» του φθινοπώρου του 2015, αλλά και «στην κρίση στην Κριμαία», υπογράμμισε ο επικεφαλής της γαλλικής διπλωματίας Ζαν-Ιβ Λε Ντριάν, φθάνοντας στις Βρυξέλλες για μια συνάντηση με τους ομολόγους του και με τους υπουργούς Άμυνας της ΕΕ.
«Ήταν σημαντικό για εμάς, ιδιαίτερα μετά την εκλογή του αμερικανού προέδρου (Ντόναλντ Τραμπ), να μπορέσουμε να οργανωθούμε ανεξάρτητα ως Ευρωπαίοι. [Η CSP] είναι συμπληρωματική του ΝΑΤΟ αλλά βλέπουμε πως κανείς δεν μπορεί να επιλύσει αντί για εμάς τα προβλήματα ασφάλειας που έχει στη γειτονιά της η Ευρώπη», επέμεινε από την πλευρά της η γερμανίδα υπουργός Άμυνας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Στη θεωρία, αυτή η ενισχυμένη συνεργασία μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός επιχειρησιακού αρχηγείου για τις μονάδες μάχης της ΕΕ ή μιας επιμελητειακής πλατφόρμας επιχειρήσεων.
Όμως αρχικά αναμένεται να λάβει τη μορφή πρότζεκτ –για μερικούς– ανάπτυξης υλικού (αρμάτων μάχης, μη επανδρωμένων αεροσκαφών, δορυφόρων ή μεταγωγικών αεροσκαφών) ή ακόμη ενός ευρωπαϊκού νοσοκομείου εκστρατείας.
Περισσότερα από 50 πρότζεκτ έχουν κατατεθεί, διευκρίνισε η Μογκερίνι που ελπίζει πως η CSP θα επιτρέψει την πραγματοποίηση «οικονομιών κλίμακας» για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία που σήμερα είναι «κατακερματισμένη» σε σχέση με τον αμερικανικό ανταγωνιστή.
Για τους περισσότερους διπλωμάτες και ειδικούς, το γαλλικό όραμα της CSP, απαιτητικό, καθώς στρέφεται προς τη συμμετοχή σε δυνητικά επικίνδυνες αποστολές, υποσκελίστηκε από το γερμανικό όραμα, που αγωνιά πάντοτε να συμμετέχει ο μεγαλύτερος δυνατός αριθμός χωρών.
Ο μεγάλος αριθμός συμμετεχόντων και η επιλογή των πρότζεκτ, που θα γίνεται ομόφωνα, κάνει ώστε «να μην έχει καμία πιθανότητα να προχωρήσει» το σχέδιο αυτό, εκτιμά ο Φρεντερίκ Μάουρο, ειδικός σε θέματα άμυνας τον οποίο ερωτά συχνά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Όμως, υπογραμμίζει, οι χώρες που συμμετέχουν στη CSP δεσμεύονται να «αυξάνουν τακτικά τους αμυντικούς προϋπολογισμούς τους» και οι δεσμεύσεις τις οποίες θα ανακοινώσουν σήμερα θα είναι «νομικά δεσμευτικές».
«Υποσχόμενη ιδέα»
Οι συμμετέχοντες υπόσχονται επίσης να γεμίσουν ορισμένα «στρατηγικά κενά» των ευρωπαϊκών στρατών θέτοντας φιλόδοξους σκοπούς επένδυσης στην έρευνα (2% των προϋπολογισμών άμυνας).
Σκοπός είναι επίσης να μπορούν να θέσουν σε εφαρμογή πιο γρήγορα στρατιωτικές αποστολές της ΕΕ, οι οποίες ταλαιπωρούνται συχνά από την έλλειψη προθυμίας των κρατών να διαθέσουν στρατιώτες.
Η Βρετανία, μια παραδοσιακά ατλαντική χώρα και πρώτη σε αμυντικές δαπάνες στην ΕΕ, ήταν πάντοτε σφόδρα αντίθετη σε αυτό που μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ένας «ευρωπαϊκός στρατός», θεωρώντας πως η προάσπιση του ευρωπαϊκού εδάφους αποτελεί μοναδικό προνόμιο του ΝΑΤΟ.
Όμως το Brexit τον Μάρτιο του 2019 πλησιάζει και το Λονδίνο –που μαζί με τη Δανία αποκλείεται από την CSP– δεν ήθελε να προβάλει εμπόδια σε αυτή την πρωτοβουλία, την οποία χαρακτήρισε «υποσχόμενη ιδέα» ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον.
Η ΕΕ θέλει επίσης να έχει στη διάθεσή της σύντομα ένα ταμείο για να ενισχύσει την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, που θα προικιστεί εν καιρώ με 5,5 δισεκ. ευρώ τον χρόνο. Δημιούργησε επίσης την άνοιξη το πρώτο στρατιωτικό αρχηγείο της που διαχειρίζεται τρεις μη μάχιμες επιχειρήσεις στην Αφρική.
Η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Μάλτα δεν συμμετέχουν σε αυτό το στάδιο στην CSP, που θα ξεκινήσει επίσημα τον Δεκέμβριο.