Κυρίαρχο θέμα σε όλα τα αλβανικά ΜΜΕ , είναι η χθεσινή αντιπαράθεση στο Αλβανικό Κοινοβούλιο μεταξύ του πρωθυπουργού Ράμα και του Προέδρου του ΚΕΑΔ Βαγγέλη Ντούλε για το θέμα της κατεδάφισης της ορθόδοξης εκκλησίας στους Δρυμμάδες.
Συγκεκριμένα ο Ράμα απαντώντας σε επερώτηση που είχε καταθέσει προ ημερών ο πρόεδρος του ΚΕΑΔ και βουλευτής Βαγγέλης Ντούλες, για τη νομική βάση στην οποία στηρίχθηκε η κατεδάφιση της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου στους Δρυμμάδες Χειμάρρας στις 26 Αυγούστου 2015, τόνισε ότι κακώς ο κ. Ντούλες απηύθυνε την επερώτηση στον πρωθυπουργό, διότι το θέμα δεν έχει σχέση με τα καθήκοντά του.
Σύμφωνα με το Αλβανό πρωθυπουργό, στους Δρυμμάδες κατεδαφίστηκε ένα αυθαίρετο κτίσμα, το οποίο ποτέ δεν ήταν εκκλησία . Όχι, κάθε χώρος λατρείας, σύμφωνα με το Ράμα, δεν θα πρέπει να ονομάζεται εκκλησία. «Περίεργο πως ένας άνθρωπος όπως εσείς, που εκμεταλλεύεται τη θρησκεία για να κάνει πολιτική, ονομάζει εκκλησία εκείνο το κτίριο. Ποτέ οι Εκκλησιαστικές αρχές δεν προχώρησαν σε αγιασμό εκείνου του κτίσματος και της γωνίας εκείνης που χρησίμευε ως βωμό. Αυτό και μόνο καθιστά ανύπαρκτο το αντικείμενο της επερώτησης. Η Οικοδομική Αστυνομία δεν κατεδάφισε κάποια εκκλησία, το αντικείμενο εκείνο ήταν απλώς ένα αυθαίρετο και κακόγουστο κτίσμα, ένα είδος γκαράζ ή στάβλου, που κτίστηκε από τη βαναυσότητα της δεκαετίας του 1990 πάνω σε ένα ιστορικό μνημείο. Η κατεδάφιση αυτού του κτιρίου ήταν απλώς η εφαρμογή του νόμου για μια πολεοδομική αναγέννηση, σε μια περιοχή με σπάνια φυσική ομορφιά, μετά από πολλά χρόνια καταχρήσεων και εγκατάλειψης. Σε περιοχές ιστορικής σημασίας απαγορεύεται η νομιμοποίηση αυθαίρετων κτισμάτων» – δήλωσε μεταξύ των άλλων ο Ράμα.
Σύμφωνα με το Ράμα, «η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν σύμφωνοι να κατεδαφιστεί το κτίριο αυτό, σε ένα χωριό που έχει 38 εκκλησίες, παλαιές και νεότερες. Θα κτιστούν και άλλες εάν παραστεί ανάγκη. Θα πρέπει όμως να τρέφουμε σεβασμό για τους χώρους λατρείας, σεβασμό στην προκειμένη περίπτωση για ένα χώρο όπου βρίσκονται τα ερείπια της πραγματικής εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου, η οποία είχε κηρυχθεί μνημείο πολιτισμού το 1963 και αφαιρέθηκε από την λίστα των μνημείων το 1969, για να αφεθεί στα χέρια του αθεϊσμού. Κατά την άποψή μου, η κατεδάφιση του κτίσματος εκείνου , που δεν έμοιαζε με εκκλησία αλλά με στάβλο, έγινε για να ανοίξει ο
δρόμος των επαφών των ανθρώπων με την ιστορία. Θα ήθελα, αγαπητέ Βαγγέλη, και εσείς να στηρίζατε αυτή την πρωτοβουλία. Με πρωτοβουλία του Δήμου Χειμάρρας, άνοιξε ο δρόμος να κτισθεί η εκκλησία, όχι για θρησκευτικές λειτουργίες, αλλά για την μετατροπή της σε ένα χώρο που ακτινοβολεί και που εμείς δεν μπορούσαμε να δεχθούμε ότι έμενε θαμμένος κάτω από εκείνο το κτίσμα».