Μπορεί τα stealth χαρακτηριστικά να θεωρούνται πλέον σημαντικότατο κομμάτι μιας σύγχρονης πολεμικής αεροπορίας, ωστόσο αποτελούν ακόμα δύσκολη τεχνολογία: Ακόμα και υπερσύγχρονα μαχητικά όπως το F-22 Raptor και το (προβληματικό) F-35 «πάσχουν» από αδυναμία μεταφοράς μεγάλου όγκου οπλισμού, καθώς τα βλήματα και οι βόμβες πρέπει να μεταφέρονται εσωτερικά, έτσι ώστε να μην αυξάνεται το ίχνος του αεροσκάφους στο ραντάρ.
Για την επίλυση αυτού του προβλήματος, η αμερικανική πολεμική αεροπορία φαίνεται να δανείζεται μια ιδέα από το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό, που τη δεκαετία του 1990 εξέταζε το ενδεχόμενο δημιουργίας «πλοίων – οπλοστασίων» (arsenal ships) που στην ουσία ήταν μεγάλα πλοία με μικρά πληρώματα και μεγάλο αριθμό πυραύλων που εκτοξεύονταν κάθετα.
Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Ars Technica, η USAF εξετάζει κάτι αντίστοιχο για λογαριασμό της, καθώς η ιδέα ανάπτυξης αεροσκαφών-οπλοστασίων (ένα μεγάλο αεροσκάφος, φορτωμένο με πολλά οπλικά συστήματα, που θα είναι διασυνδεδεμένο με τα φιλικά μαχητικά αεροσκάφη και θα τα υποστηρίζει εξ αποστάσεως με τους πυραύλους του) συναντάται στον αίτημα για προϋπολογισμό το 2017.
Στην ουσία, το αεροσκάφος αυτό θα λειτουργεί ως «κύριο όπλο», με τα μαχητικά ως προωθημένους αισθητήρες/ ανιχνευτές στόχων.
Βασικό πλεονέκτημα του concept αυτού είναι τό ότι τέτοια αεροπλάνα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν με βάση παλαιότερα αεροσκάφη στο οπλοστάσιο της USAF, αλλάζοντάς τους ρόλο και εξοικονομώντας χρήματα.
Μεταξύ των υποψηφίων επικρατέστερο φαίνεται να είναι το διάσημο βομβαρδιστικό Β-52, που είναι σε υπηρεσία εδώ και πολλές δεκαετίες- ειδικότερα από τη δεκαετία του 1950. Ικανό να μεταφέρει πολλούς τόνους οπλισμού, και σε συνδυασμό με τη χρήση ενός νέου συστήματος της Boeing, εκτιμάται ότι θα μπορούσε κάλλιστα να παίξει τέτοιον ρόλο, μεταφέροντας σειρά όπλων σε μεγάλες ποσότητες, αέρος-εδάφους και αέρος-αέρος.
Άλλα υποψήφια μαχητικά για τον ρόλο του «αεροσκάφους-οπλοστασίου» είναι το Β-1Β Lancer (επίσης στρατηγικό βομβαρδιστικό), το C-130 Hercules και το C-17 Globemaster III.