Γράφει ο Γιάννης Σιατούφης
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος υπήρξε μία από τις ηρωικότερες μορφές της Επανάστασης, ευφυής, με ηγετικές ικανότητες, αλλά και παράφορος, στο πρόσωπο του οποίου συνυπήρχαν και η εκρηκτικότητα του πατέρα του αλλά και η πανουργία του προστάτη του Αλή πασά. Το όνομα του σπιλώθηκε και έπεσε θύμα του εμφυλίου. Το ελληνικό κράτος άργησε να αποκαταστήσει τη μνήμη του.
Ήταν γιος της Ακριβής Τσαρλαμπά, κόρης του κοτζάμπαση από την Πρέβεζα, και του «λιονταριού της Ρούμελης» του Ανδρέα Βερούση, που ήταν διώκτης των τοπικών αφεντάδων, αλλά και αδελφικός φίλος του Αλή πασά. Ο πατέρας του αποκεφαλίστηκε από τους Τούρκους και έμεινε ορφανός σε ηλικία 7 ετών.
Όταν ο Οδυσσέας έγινε 13 χρόνων, η μάνα του παρουσιάστηκε στον Αλή πασά, τον αδελφικό φίλο του άντρα της. Εκεί, στην αυλή του πασά, μέσα σε ένα περιβάλλον σκληρό, που κυριαρχούσε η ραδιουργία και η καχυποψία, μεγάλωσε ο Οδυσσέας και διαπλάστηκε ο χαρακτήρας του. Έμαθε τα αρβανίτικα και τα ιταλικά, τη γλώσσα των μορφωμένων Ελλήνων της εποχής και βελτίωσε τα ελληνικά του. Εκεί γνώρισε και τη γυναίκα του, την Ελένη, κόρη του προεστού Καρέλη από το ορεινό χωριό της Ηπείρου, τους Καλαρρύτες, η οποία ήταν θαλαμηπόλος της κυρά-Βασιλικής, στο χαρέμι του Αλή πασά.
Η εξυπνάδα της μάνας του την οδήγησε να τον γράψει στο τάγμα των μπεκτασήδων στα Γιάννενα, για να τον προστατεύσει από τις αυθαιρεσίες των Τούρκων. Αυτό ήταν ένα γεγονός που το χρησιμοποίησαν οι εχθροί του για να τον κατηγορήσουν ότι αλλαξοπίστησε κι έγινε μουσουλμάνος. Ήταν όμως γεγονός ότι το τάγμα αυτό ήταν μια αίρεση που είχε ακόμη και τον Χριστό για προφήτη τους. Μάλιστα στην Φιλική Εταιρεία είχαν ενταχθεί και άτομα μουσουλμανικής προέλευσης μπεκτασήδες.
Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Όταν το 1820 ήρθε η ρήξη του Αλή πασά με τον Σουλτάνο, ο Οδυσσέας βοήθησε στην προετοιμασία της επανάστασης στη Ρούμελη και στη συνέχεια για 3 χρόνια μετείχε στον επαναστατικό αγώνα με ένδοξη στιγμή την ηρωική μάχη στο Χάνι της Γραβιάς (Μάιος 1821). Στις 27 Αυγούστου 1822 η γερουσία του Αρείου Πάγου του αναθέτει τη Διοίκηση της Αθήνας και εισέρχεται θριαμβευτής Φρούραρχος στην Ακρόπολη, συνοδευόμενος από τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, τον Ιωάννη Γκούρα, τον Ιωάννη Μαμούρη, τον Κατσικογιάννη και 300 ένοπλους επαναστάτες.
Ο Γιάννης Γκούρας ήταν το μοιραίο πρόσωπο για τον Οδυσσέα. Ο Γκούρας ήταν βοσκός του Πανουριά στα Σάλωνα. Τον πήρε ο Ανδρούτσος ψυχογιό και μετά τον έκανε πρωτοπαλίκαρο, πρώτο καπετάνιο και υποφρούρχο στην Ακρόπολη. Μάλιστα πριν καιρό ο Οδυσσέας του είχε σώσει τη ζωή, όταν τον πήγαιναν για κρέμασμα στη Χαλκίδα. Ο Ανδρούτσος απήγαγε τον Μπας Αγά, αυλάρχη του πασά του Ευρίπου και τον αντάλλαξε με τον Γκούρα. Όμως οι αρχοντικές οικογένειες της Αθήνας, επειδή μισούσαν τον Οδυσσέα, πήραν το πρωτοπαλίκαρό του με το μέρος τους. Τον πάντρεψαν με την κόρη του προύχοντα Αναγνώστη Λιδορίκη. Ο άξεστος γιδοβοσκός Γκούρας μεγαλοπιάστηκε και γύρισε την πλάτη του στον πρώην ευεργέτη του, Ανδρούτσο. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει ότι ο Γκούρας του λέει: «η Διοίκηση θέλει να με κάμη χιλίαρχον κι αρχηγόν της Λιβαδιάς εις το ποδάρι του Δυσσέα, φτάνει να σκοτώσω τον Δυσσέα».
Οι κόντρες με τους πολιτικούς τον έβαλαν στο στόχαστρο του Ι. Κωλέττη. Ο Κωλέττης, όπως αναφέρει ο Μακρυγιάννης, τον γνώριζε τον Οδυσσέα από την αυλή του Αλή πασά. Ήξερε ότι ήταν ο καλύτερος από όλους τους στρατιωτικούς και «δεν μπορούσε να τον παίξει αυτόν», δηλαδή να τον έχει του χεριού του. Γι’ αυτό συνωμοτεί με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον εκλαμπρότατο, όπως του άρεζε να τον προσφωνούν, και βάζουν μπροστά το σχέδιο να ξεκάνουν τους στρατιωτικούς, που ήταν πολύ δημοφιλείς στο λαό με μεγάλη επιρροή και να έχουν αυτοί τον έλεγχο της Ρούμελης.
Σε όλα τα παραπάνω εμπλέκεται και ο περίφημος θησαυρός του Οδυσσέα. Λεγόταν ότι ο Ανδρούτσος είχε θάψει στη σπηλιά έναν τεράστιο θησαυρό που τον είχε αποκτήσει από την προίκα που του είχε δώσει ο Αλή πασάς, όταν παντρεύτηκε (ένα τσεκίνι για κάθε άτομο στο αρματολίκι της Λιβαδειάς και της Ανατολικής Στερεάς) και από ληστείες σε χρηματαποστολές του Σουλτάνου. Ήθελαν να καταλάβουν το λημέρι του και να ψάξουν να βρουν που είχε θάψει τον θρυλικό αμύθητο θησαυρό του. Κάποιοι άλλοι έλεγαν ότι ο ίδιος ο Αλή πασάς του εμπιστεύτηκε ένα μέρος του μεγάλου θησαυρού του να το θάψει, όταν είδε ότι ερχόταν το τέλος του. Όμως τελικά δεν βρέθηκε τίποτε πουθενά.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν ένα άτομο υψηλής ευφυΐας. Και να είχε το θησαυρό, δεν θα τον έθαβε στη Μαύρη Τρούπα, το λημέρι του. Άλλωστε με την εκτέλεση του Αλή πασά, ο θησαυρός έπεσε στα χέρια των Τούρκων αρχηγών. Νωρίτερα λέγεται ότι ένα μέρος το έστειλε ο γιος του, ο Βελή πασάς, σε αγγλική τράπεζα στη Λευκάδα κι από εκεί στη Μάλτα, αλλά τελικά τα «έφαγε» η Αγγλία και ένα μέρος το εμπιστεύθηκε η ίδια η κυρα-Βασιλική σε Έλληνες καπεταναίους για να χρησιμοποιηθεί στην Επανάσταση.
Στέλνει, λοιπόν, ο Κωλέττης απεσταλμένους στο λημέρι του, τη Μαύρη Τρούπα στον Παρνασσό, τον Αλέξανδρο Νούτσο και τον Χρήστο Παλάσκα, δήθεν για διαπραγματεύσεις, αλλά με την εντολή να σκοτώσουν τον Οδυσσέα. Ταυτόχρονα ο Κωλέττης ειδοποίησε τον Οδυσσέα ότι έρχονται οι Νούτσος-Παλάσκας για να τον σκοτώσουν! Επίσης ειδοποίησε και τους φίλους του Ανδρούτσου, τους Αντώνη Γεωργαντά και Μάρκο Μπότσαρη ότι κάποιοι πάνε να «φάνε» το φίλο τους, για να σιγουρέψει ακόμη περισσότερο τη συνωμοσία και το φονικό.
Γιατί, όμως, ο Κωλέττης έστειλε αυτούς τους δύο στην Μαύρη Τρούπα; Από τη μια μεριά είχε βάλει στο μάτι την όμορφη γυναίκα του Χρήστου Παλάσκα. Στέλνοντάς τον στην Τρούπα του Οδυσσέα ή θα τον σκότωνε ή θα σκοτωνόταν και θα είχε τη γυναίκα του δική του. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι πράγματι πήρε μετά στο «χαρέμι» του την όμορφη χήρα του Παλάσκα. Από την άλλη πλευρά δεν συμπαθούσε τον συμπατριώτη του, Αλέξανδρο Νούτσο. Αυτός ήταν, ας πούμε, επιθεωρητής της Ανατολικής Στερεάς. Παλιά στην αυλή του Αλή πασά ο Νούτσος ήταν το «δεξί χέρι» του, ο πολιτικός σύμβουλός του, ενώ ο Κωλέττης ήταν ένας άσημος γιατρός του γιου του πασά, Μουχτάρ. Επομένως όσο υπήρχε ο Νούτσος, ο Κωλέττης θα είχε πάντα δεύτερο ρόλο. Γι’ αυτό με τη συνωμοσία που έστησε ή θα γλίτωνε από τον Ανδρούτσο ή από τους δύο παραπάνω.
Τα παλικάρια του Οδυσσέα σκοτώνουν τους δύο απεσταλμένους της κυβέρνησης. Επειδή ο κλοιός στένευε όλο και περισσότερο γύρω του, για να κερδίσει χρόνο, γράφει την 1 Σεπτεμβρίου 1824 με τον φίλο του, τον γραμματικό, Αντώνη Γεωργαντά 3 γράμματα από τη Μαύρη Τρούπα στο εξωτερικό, για να ασκήσουν πίεση στην κυβέρνηση. Το ένα γράμμα είχε παραλήπτη τον Στάνχοπ στην Αγγλία. Του αναφέρει ότι έγιναν 3 απόπειρες δολοφονίας του στο Ναύπλιο και του τονίζει ότι: «σας λέγω δε ότι προς ασφάλειαν της ζωής μας ως τελευταίον καταφύγιον δεν έχομε άλλο μέσον παρά να προσπέσωμεν εις το έλεος των Τούρκων, τόσο ημείς όσο και ο ατυχέστατος λαός της Ελλάδος, όστις φεύγων από τον ένα ζυγόν και βλέπων ότι θα πέση εις χειρότερον, προτιμά τον πρώτον από τον δεύτερον». Είναι η μόνη γραπτή μαρτυρία, την οποία χρησιμοποίησαν οι εχθροί του, στην οποία αφήνει υπαινιγμό ότι ετοίμαζε «καπάκια» με τον Ομέρ, τον πασά της Εύβοιας.
Τα καπάκια ήταν οι μυστικές συμφωνίες των οπλαρχηγών της Ρούμελης με τους Τούρκους. Ήταν αποδεκτή πρακτική, γιατί όποιος έβαζε καπάκι ή ψευτο-κάπακο επέβαλε ανακωχή, έσωζε τους πληθυσμούς από τη σφαγή και τη λεηλασία και συνάμα κέρδιζε πολύτιμο χρόνο. Ωστόσο η έλευση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και η δυναμική εμπλοκή του στον ξεσηκωμό της Δυτικής Ελλάδας κατέστησε τα καπάκια πέτρα σκανδάλου και πανίσχυρο πολιτικό επιχείρημα· με πρόσχημα τις επαφές με τον εχθρό, ο φαναριώτης πολιτικός είχε την ευχέρεια να διαχωρίζει τους καπετάνιους σε «πατριώτες» και «προδότες» ανάλογα με την τροπή των πραγμάτων και τις ατομικές του επιδιώξεις.
Χρόνο ήθελε να κερδίσει ο Οδυσσέας, γιατί έβλεπε ότι ήθελαν το κεφάλι του και ο κλοιός γύρω του στένευε. Άλλωστε αν ήθελε πραγματική συνεργασία με τους Τούρκους, όταν στράφηκε εναντίον του ο Γκούρας, στη Χαιρώνεια και στις Λιβανάτες, δεν κάλεσε βοήθεια από τους Τούρκους, αλλά ζήτησε συνάντηση με το πρώην πρωτοπαλίκαρό του. Ο Γκούρας αρνήθηκε και τότε ο Οδυσσέας παραδίδεται. Ήταν 7 Απριλίου 1825 με εγγυήσεις από τον υπαρχηγό του Γκούρα, τον Κριεζώτη, ότι όλα είναι «περασμένα ξεχασμένα».
Η υπόσχεση δεν τηρήθηκε και ο Ανδρούτσος οδηγείται αλυσοδεμένος, κουρελής και ανήμπορος στην Αθήνα. Ο κόσμος, ενώ τον αποθέωνε λίγο καιρό πριν ως απελευθερωτή, τώρα τον αποδοκιμάζει αποκαλώντας τον «τουρκοδυσσέα». Κάποια, μάλιστα, Αθηναία τον πλησίασε και τον έφτυσε κατάμουτρα. Τον φυλάκισαν με αλυσοδεμένα τα πόδια του στον φράγκικο πύργο του 12ου αιώνα στη νοτιοδυτική πλευρά των Προπυλαίων της Ακρόπολης. Άρχισαν τα βασανιστήρια με ξύλο, πείνα, δίψα και αϋπνία ρωτώντας τον πού έχει κρύψει τον θησαυρό.
Όμως οι συνθήκες άλλαξαν. Ενώ δίνεται η εντολή ο Ανδρούτσος να μεταφερθεί στην Ακροκόρινθο να δικαστεί, ο Ιμπραήμ εισβάλλει στην Πελοπόννησο. Η επανάσταση κινδυνεύει. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη-Κωλέττη απελευθερώνει τον Κολοκοτρώνη, τον αμνηστεύει και τον διορίζει αρχιστράτηγο του Μοριά. Ο Γκούρας οργίζεται. Στέλνει επιστολή στην κυβέρνηση και τους λέει: «Με βάλατε στον χορό να φάω τους φίλους μου, να κάνω οχτρούς και τώρα εσείς βιάζεστε να τους κάνετε πάλι φίλους. Θα σιγουράρω κι εγώ τη φαμίλια μου στην Ευρώπη και θα φυλάξω το κεφάλι μου, αφού θα ζήσουν ο Κολοκοτρώνης και οι άλλοι».
Για να προλάβει τη γενική αμνηστεία, με ένα συνθηματικό σημείωμα στον Μαμούρη («πούλα το λάδι πριν πέσει η τιμή») έδωσε το μήνυμα για δολοφονία του Οδυσσέα. Τα μεσάνυχτα 3 προς 4 Ιουλίου 1825 τρεις φιγούρες εισέρχονται στο μπουντρούμι του Ανδρούτσου. Οι δύο τον ακινητοποιούν και ο τρίτος, ένας παπάς (!), τον πλησιάζει και στρίβει τους όρχεις του Οδυσσέα με όση δύναμη είχε! Σύνθλιψη όρχεων! Ύστερα πετάνε το κουφάρι του από τον πύργο και κρέμασαν κι ένα κομμένο σκοινί, για να δείξουν ότι τάχα πήγε να δραπετεύσει και αυτό κόπηκε.
Ο Γκούρας θα σκοτωθεί 3,5 χρόνια μετά σε μία συμπλοκή με Τούρκους και θα θαφτεί μπροστά στην Ακρόπολη! Παρά τα κατορθώματά του στην επανάσταση, η φιλαργυρία του και η δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου θα σπιλώσουν το όνομά του.
Η μάνα του και η γυναίκα του, που στο μεταξύ είχε γεννήσει στη σπηλιά τον μικρό Λεωνίδα, θα παραδώσουν σε εκπροσώπους της κυβέρνησης τη Μαύρη Τρούπα, με λίγα τρόφιμα, όπλα και πολεμοφόδια αλλά κανένα θησαυρό, στις 3 Σεπτεμβρίου 1825. Η Ανδρούτσαινα θα βρει καταφύγιο στις Λιβανάτες, τον τόπο καταγωγής του πρώτου συζύγου της. Η παλιά αρχόντισσα της Πρέβεζας πέθανε το 1833 πάμφτωχη ζώντας με το ελάχιστο βοήθημα των 80 φοινίκων που είχε εγκρίνει η κυβέρνηση. Η σύζυγός του, Ελένη, πήγε στη Ζάκυνθο στην κουνιάδα της Ταρσίτσα. Έπειτα πήγε στην Αίγινα σε κατάσταση απόλυτης φτώχιας πουλώντας ό,τι κειμήλιο είχε από τον Οδυσσέα. Με την έλευση του Καποδίστρια πήρε ένα μικρό βοήθημα, ενώ ο φιλέλληνας βασιλιάς της Βαυαρίας, ο Λουδοβίκος, πατέρας του βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα, τους κάλεσε στο Μόναχο για να σπουδάσει ο μικρός Λεωνίδας μαζί με άλλα παιδιά Ελλήνων. Όμως ο Λεωνίδας αρρώστησε βαριά και πέθανε. Η Ελένη επέστρεψε στην Ελλάδα ζώντας σε εξαθλίωση προσπαθώντας να αποκαταστήσει την τιμή και το όνομα του άντρα της, Οδυσσέα. Πέθανε σε ηλικία 86 ετών στις 21 Ιουνίου 1879.
Τελικά το κράτος δικαίωσε τον Ανδρούτσο το 1865, όταν κι έγινε με μεγάλη επισημότητα και στρατιωτικές τιμές η μετακομιδή των οστών του στο Α” Νεκροταφείο Αθηνών, όπου σήμερα υπάρχει ο τάφος του.
Πηγή: eranistis.net