Θάνος Π. Ντόκος,
Γενικός Διευθυντής στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου τίθενται συχνά δύο ερωτήματα: α) Είναι πλέον απαραίτητη η Βορειο-Ατλαντική Συμμαχία και (β) Αν ναι, ποιος θα είναι ο μελλοντικός ρόλος του ΝΑΤΟ; Για να απαντηθεί το πρώτο ερώτημα, ας θυμηθούμε μια ρήση για τους λόγους δημιουργίας της Συμμαχίας: «Για να κρατήσει τους Αμερικανούς μέσα, τους Σοβιετικούς έξω και τους Γερμανούς κάτω». Ασφαλώς πολλά έχουν αλλάξει μέσα σε 64 χρόνια. Ωστόσο, το ΝΑΤΟ παραμένει το σημαντικότερο διατλαντικό φόρουμ σε θέματα ασφάλειας, ενώ αρκετές χώρες θεωρούν ότι πρέπει να διατηρηθεί έστω και υπό τη μορφή ασφαλιστηρίου υγείας: το πληρώνεις, ελπίζοντας ότι δεν θα σου χρειαστεί ποτέ.
Αν δεχθούμε λοιπόν ότι το ΝΑΤΟ είναι κάτι που θα συνεχίσει να υπάρχει διότι τα κράτη-μέλη του –πιθανώς για διαφορετικούς λόγους το καθένα- το θεωρούν χρήσιμο σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από υψηλή ρευστότητα και αβεβαιότητα, ποιος είναι ο ρόλος που σκιαγραφείται στη νέα στρατηγική αντίληψη που υιοθετήθηκε το 2010 αλλά και τις διάφορες εσωτερικές συζητήσεις στο πλαίσιο της Συμμαχίας; Ορισμένα κράτη-μέλη, κυρίως από την πρώην Ανατολική Ευρώπη, επιθυμούν την επαναδιατύπωση του παραδοσιακού ρόλου της Συμμαχίας, δηλαδή της υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας των μελών της, έχοντας προφανώς κατά νουν τη Ρωσία. Παράλληλα, άλλα κράτη, όπως η Ελλάδα, υποστηρίζουν ότι το ΝΑΤΟ πρέπει να προσπαθήσει να βελτιώσει τις σχέσεις του με τη Μόσχα, αναζητώντας τρόπους ενίσχυσης της στρατηγικής εταιρικής σχέσης.
Ένα άλλο ζήτημα διαφωνίας είναι η δραστηριοποίηση του ΝΑΤΟ εκτός περιοχής ευθύνης. Η εξέλιξη της επιχείρησης στο Αφγανιστάν μάλλον θα λειτουργήσει αποτρεπτικά. Δεν αποκλείεται βεβαίως μια νέα εμπλοκή του ΝΑΤΟ εκτός Ευρώπης, αλλά τα επιχειρήματα θα πρέπει να είναι εξαιρετικά πειστικά. Το ΝΑΤΟ συνεχίζει μια σειρά από δραστηριότητες για τις οποίες έχει την απαραίτητη τεχνογνωσία και εμπειρία, όπως οι ειρηνευτικές επιχειρήσεις (με εξουσιοδότηση του ΟΗΕ ή άλλων περιφερειακών οργανισμών), η μεταρρύθμιση του τομέα ασφαλείας μετά τον τερματισμό συγκρούσεων και η αντιμετώπιση της πειρατείας. Αλλά ανοιχτά ζητήματα αποτελούν η διεύρυνση (όχι ιδιαίτερα πιθανή για το ορατό μέλλον), η αντιπυραυλική ασπίδα και ο καταμερισμός έργου με την ΕΕ.
Και η Ελλάδα; Είναι σήμερα σημαντικό το ΝΑΤΟ για την ελληνική ασφάλεια; Έχουμε κάτι ουσιαστικό να κερδίσουμε από την παραμονή μας; Η σχετικά υποτονική παρουσία μας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ καθιστά ακόμη πιο καίριο είναι το ερώτημα αν υπάρχουν δυνατότητες οφελών μέσω επανα-δραστηριοποίησης. Αν ναι, ποιες θα πρέπει να είναι οι ελληνικές προτεραιότητες και στοχεύσεις για να αξιοποιήσουμε με το βέλτιστο τρόπο τη συμμετοχή μας σε μια περίοδο σημαντικών δυσκολιών για την ελληνική οικονομία (και κατά προέκταση και για την ελληνική άμυνα);
Μια αντικειμενική και ψύχραιμη ιστορική θεώρηση θα οδηγούσε πιθανότατα στο συμπέρασμα ότι κάναμε για πολλά χρόνια το λάθος να θεωρήσουμε το ΝΑΤΟ υπεύθυνο για τη μη-αντίδρασή του στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο και την υιοθέτηση ουδέτερης στάσης στα ζητήματα τριβής ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία (το συμπέρασμα περί μη-ευθύνης δεν ισχύει υποχρεωτικά και για συγκεκριμένα κράτη-μέλη). Ωστόσο, εκ φύσεως και καταστατικού το ΝΑΤΟ δεν είχε και δεν έχει τη δυνατότητα οποιασδήποτε θεσμικής παρέμβασης σε διαφωνίες μεταξύ χωρών-μελών του. Η ενόχλησή μας μάς οδήγησε στο να μην εκμεταλλευθούμε στο μέγιστο βαθμό αυτό που το ΝΑΤΟ μπορεί να προσφέρει: την εκπαίδευση των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και τη μεταβίβαση τεχνογνωσίας όσον αφορά στα επιχειρησιακά δόγματα και τη δομή και οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων.
Αλλά το παρελθόν δεν αλλάζει και σε κάθε περίπτωση αυτό που έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία είναι το μέλλον. Με δεδομένο ότι η ΕΕ δεν έχει δυστυχώς καταφέρει να αναπτύξει μια αυτόνομη αμυντική ικανότητα, ούτε διαφαίνεται η απαραίτητη δυναμική, τουλάχιστον για το εγγύς μέλλον, και το ΝΑΤΟ –εκτός δραματικών εξελίξεων- θα συνεχίσει να διαδραματίζει λίαν κεντρικό ρόλο σε θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας, η Ελλάδα θα πρέπει να είναι παρούσα στις εξελίξεις.
Οι σημαντικές οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η χώρα μας οδήγησαν στην απόφαση για σημαντική μείωση ή και απόσυρση της ελληνικής συμμετοχής σε πολυεθνικές επιχειρήσεις (ΙSAF/Αφγανιστάν, KFOR/Κόσοβο, Active Endeavour και Operation Ocean Shield/ναυτική επιχείρηση για την καταπολέμηση της πειρατείας στην Ερυθρά Θάλασσα). Η απόφαση είναι κατανοητή και σε γενικές γραμμές αποδεκτή χωρίς σοβαρές αντιρρήσεις από τη στιγμή που οι ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια δεν έχουν ουσιαστικά μεταβληθεί και φυσικά δεν τίθεται ζήτημα προτεραιοτήτων όσον αφορά στις αποστολές των Ενόπλων Δυνάμεων. Ωστόσο, αναρωτιέται κανείς αν η Ελλάδα, με την πρώτη εμπορική ναυτιλία στον κόσμο, έχει την «πολυτέλεια» να είναι απούσα από τις προσπάθειες αντιμετώπισης της πειρατείας, έστω και αν η συμμετοχή έχει κυρίως συμβολικά οφέλη;
Ποια πρακτικά οφέλη θα μπορούσε να μας προσφέρει η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ;
- Σε πολιτικό επίπεδο, σε μια εποχή όπου δεν αποκλείονται αλλαγές ακόμη και στον πολιτικό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής, η Ελλάδα πρέπει να κάθεται σε όσο το δυνατόν περισσότερα «τραπέζια λήψης αποφάσεων», με δυνατότητα ισότιμης συμμετοχής (αξιοποιώντας τη γεωγραφική θέση και γεωστρατηγική σημασία, καθώς και τις προσφερόμενες στρατιωτικές εγκαταστάσεις). Εξάλλου, το ΝΑΤΟ μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο διαχείρισης κρίσεων στη νότια γειτονιά της χώρας μας, σε περίπτωση που η κατάσταση εξελιχθεί με ιδιαίτερα αρνητικό τρόπο.
- Να είναι σε θέση να εξισορροπεί τη θέση της Τουρκίας εντός της Συμμαχίας
- Να μπορεί να προωθήσει τη συμμετοχή της Κύπρου στο Συνεταιρισμό για την Ειρήνη (PfP) και αργότερα και στο ΝΑΤΟ, εφόσον η Κύπρος λάβει τη σχετική απόφαση
- Μέσω της εποικοδομητικής στάσης σε διάφορα ζητήματα που δεν άπτονται άμεσα των εθνικών της συμφερόντων, να συγκεντρώνει διπλωματικό κεφάλαιο το οποίο θα εξαργυρωθεί την κατάλληλη στιγμή σε θέματα υψηλής σπουδαιότητας για την Ελλάδα
- Να διατηρεί ένα βαθμό επιρροής στη διαδικασία διεύρυνσης της Συμμαχίας με τρόπο που να βοηθά τη διαχείριση εθνικών ζητημάτων υψηλής σπουδαιότητας
- Να εκμεταλλευτεί τις καλές σχέσεις της με τη Ρωσία και, εφόσον το επιτρέψουν οι συνθήκες, να συμβάλλει –ενδεχομένως σε συνεργασία με άλλα ομοίως σκεπτόμενα κράτη-μέλη- στην οικοδόμηση μιας αμοιβαία επωφελούς στρατηγικής σχέσης μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας
- Σε στρατιωτικό επίπεδο, να είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί στο βέλτιστο βαθμό την όποια δυνατότητα προσφέρει το ΝΑΤΟ σε θέματα εκπαίδευσης και επιμόρφωσης στελεχών, απόκτησης τεχνογνωσίας σε ζητήματα επιχειρησιακών δογμάτων και οργανωτικών εξελίξεων, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της Έξυπνης Άμυνας (Smart Defence)
- Να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες, να αποκτήσει τεχνογνωσία στον εξαιρετικά κρίσιμο τομέα του κυβερνοπολέμου, καθώς και στην αντιμετώπιση κάθε είδους τρομοκρατικών και εξτρεμιστικών ομάδων
- Παρά τη γενικότερη οικονομική δυσπραγία που πλήττει τόσο το ΝΑΤΟ, όσο και τα περισσότερα κράτη-μέλη, να είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία συμμαχικής χρηματοδότησης στρατιωτικών υποδομών και δραστηριοτήτων ή τη δωρεάν απόκτηση αξιόμαχου στρατιωτικού εξοπλισμού.
Εν κατακλείδι, για όλους τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ μπορεί να αποτελέσει για την Ελλάδα ένα χρήσιμο αλλά όχι κεντρικό εργαλείο άσκησης εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Δεν υπάρχουν άλλωστε μαγικές λύσεις στην τρέχουσα συγκυρία. Η λύση στις προκλήσεις ασφαλείας που αντιμετωπίζει η χώρα μας θα προέλθει από την έξυπνη χρήση διαφόρων δυνατοτήτων που προσδίδει η γεωστρατηγική θέση και οι συμμαχίες της Ελλάδας, την αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού και την άσκηση ενεργητικής και διορατικής πολιτικής.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Ο «εγκέφαλος» της Έξυπνης Άμυνας του ΝΑΤΟ μιλά στο Onalert
«Έξυπνη άμυνα» και κατά της οικονομικής κρίσης – Η άποψη του Α/ΓΕΕΘΑ