Το Ιράν παρέδωσε στο Ιράκ τα πολεμικά αεροσκάφη που είχε μεταφέρει στην χώρα ο Σαντάμ Χουσεΐν, το 1990,πριν την επίθεση των συμμαχικών δυνάμεων με επικεφαλής τις ΗΠΑ λόγω της κατάληψης του Κουβέιτ από τις ένοπλες δυνάμεις της Βαγδάτης.
Σε σχετική ανακοίνωση του εκπροσώπου των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων Qasım Ata υπογραμμίστηκε ότι το Ιράν παρέδωσε τα 130 πολεμικά αεροπλάνα τα οποία, όπως ανέφερε ο Qasim Ata θα εκσυχρονιστούν και θα χρησιμοποιηθούν κατά της ακραίας οργάνωσης «Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και στο Λεβάντε» (ΙΚΙΛ). Δεν δόθηκαν αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με το θέμα.
Διαφορές στον αριθμό μαχητικών
Μέχρι το 1988, στο τέλος του Πολέμου Ιράν-Ιράκ, ο Ιρακινός στρατός ήταν ο 4ος μεγαλύτερος στρατός του κόσμου και σύμφωνα με τους John Childs και André Corvisier, διέθετε, μεταξύ άλλων 484 μαχητικά αεροσκάφη και 232 μαχητικά ελικόπτερα. Σύμφωνα με τον Michael Knights η αεροπορική δύναμη ήταν 700 μαχητικά αεροσκάφη και ελικόπτερα. Από τις αμερικανικές και γενικά συμμαχικές επιθέσεις κατά τον Πόλεμου του Κόλπου το 1990 από το σύνολο των ενόπλων δυνάμεων του Ιράκ σχεδόν ανέπαφη έμεινε μόνο η Πολεμική Αεροπορία καθώς γιατί μετακόμισε στο γειτονικό Ιράν. Για τον ακριβή αριθμό των αεροπορικών μέσων του Σανταμ Χουσεΐν δεν υπάρχει συμφωνία πηγών- οι πληροφορίες τα φέρουν από 649 μέχρι 716. Ούτε για τα πόσα κατεστράφησαν, πόσα πήγαν στο Ιράν και πόσα είναι σε πτήσιμα από τότε. Η τουρκική τηλεόραση ανέφερε ότι επιστρέφονται – μετά από εκσυγχρονισμό – 130.
Το χρονικό της Καταιγίδας της Ερήμου
Να θυμίσουμε, συνοψίζοντας, ότι τις 2 Αυγούστου 1990 το Ιράκ εισέβαλε και κατέλαβε το Κουβέιτ με το πρόσχημα ότι του κλέβει πετρέλαιο με γεωτρήσεις από κλίση. Σχεδόν αμέσως σχηματίστηκε μια συμμαχική δύναμη 35 κρατών, με πρωτοβουλία των ΗΠΑ και υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, η οποία απελευθέρωσε το Κουβέιτ στις 27 Φεβρουαρίου 1991. Αυτός είναι με δυο λόγια ο Α’ Πόλεμος του Κόλπου (Περσικού), η «Μητέρα όλων των Μαχών» για τον ηγέτη του Ιράκ, Σαντάμ Χουσεΐν, η «Επιχείρηση: Καταιγίδα της Ερήμου» (Operation Desert Storm – φωτογραφία), σύμφωνα με τη στρατιωτική ορολογία.
Αναλυτικότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση, εξαιτίας του 10ετούς ιρανο-ιρακινού πολέμου και των χαμηλών τιμών του πετρελαίου. Όταν το Κουβέιτ ανακοίνωσε την αύξηση της παραγωγής του κατά 40%, το Ιράκ ξεσήκωσε τον κόσμο ότι οι γείτονές του κάνουν γεωτρήσεις για πετρέλαιο υπό κλίση κι έτσι κλέβουν το δικό του πετρέλαιο. Ήταν η αφορμή για την εισβολή και την κατάληψη του μικροσκοπικού εμιράτου από το Ιράκ. Ο Σαντάμ προχώρησε στο σχέδιο, πιστεύοντας ότι έχει την ανοχή των Αμερικανών, αφού, όπως αποκάλυψαν αργότερα οι New York Times, σε συνάντησή του με την αμερικανίδα πρεσβευτή στη Βαγδάτη κ.Έιπριλ Γκιλέσπι, αυτή δεν έδειξε ενδιαφέρον για τη διαμάχη Ιράκ – Κουβέιτ.
Αμέσως μετά την εισβολή των Ιρακινών στο Κουβέιτ, οι ΗΠΑ προσέφυγαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και πέτυχαν την έκδοση της Απόφασης 660, με την οποία καταδικαζόταν η εισβολή και αξιωνόταν η απόσυρση των ιρακινών δυνάμεων (3 Αυγούστου 1990). Ανάλογη απόφαση πήρε και ο Αραβικός Σύνδεσμος την ίδια μέρα, ενώ στις 6 Αυγούστου με νεώτερη απόφασή του (661) το Συμβούλιο Ασφαλείας επέβαλε οικονομικές κυρώσεις στη Βαγδάτη. Παράλληλα με τις διπλωματικές προσπάθειες, οι ΗΠΑ άρχισαν να αναπτύσσουν στρατιωτικές δυνάμεις στη Σαουδική Αραβία, φοβούμενες νέα εισβολή του Ιράκ στην πρώτη πετρελαιοπαραγωγό χώρα του κόσμου..
Στις 29 Νοεμβρίου 1990, το Συμβούλιο Ασφαλείας άναψε το «πράσινο φως» για στρατιωτική επέμβαση στο Κουβέιτ, δίνοντας προθεσμία έως τις 15 Ιανουαρίου 1991 στο Ιράκ να αποσύρει τις δυνάμεις του από το εμιράτο. Την ίδια ώρα, οι ΗΠΑ δια του Υπουργού Εξωτερικών Τζέιμς Μπέικερ συγκροτούσαν μία στρατιωτική δύναμη από 35 χώρες για να επιβάλλουν με τη χρήση βίας τις αποφάσεις του ΟΗΕ.
Μέχρι τις 15 Ιανουαρίου 1991 που έληγε το τελεσίγραφο του ΟΗΕ έγιναν κάποιες χλωμές ειρηνευτικές προσπάθειες, αλλά προσέκρουσαν στην άρνηση του Ιράκ, που ήθελε να εξαργυρώσει τη δική του αποχώρηση από το Κουβέιτ με την απόσυρση των Ισραηλινών από τα κατεχόμενα συριακά και παλαιστινιακά εδάφη. Στις 12 Ιανουαρίου 1991 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος έλαβε από το Κογκρέσο την εξουσιοδότηση για την εμπλοκή στον επικείμενο πόλεμο, με αρκετούς εθνοπατέρες να διαφωνούν (52 – 47 στη Γερουσία και 250 – 183).
Όπως αναφέρει η Βικιπαίδεια,τις παραμονές του πολέμου η Συμμαχία είχε αναπτύξει στον Κόλπο μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη, με όπλα νέας τεχνολογίας, τα λεγόμενα «έξυπνα» όπλα, για χειρουργικά πλήγματα ακριβείας. Με αρχηγό τον αμερικανό στρατηγό Νόρμαν Σβάρτζκοπφ, η συμμαχική δύναμη αριθμούσε 1.000.000 στρατιώτες, 1.820 αεροσκάφη, 3.318 τανκς, 8 αεροπλανοφόρα και μεγάλο αριθμό πολεμικών πλοίων. Στην αντίπερα όχθη, ο Σαντάμ είχε στη διάθεσή του 260.000 μάχιμους άνδρες και άλλους 800.000 σε εφεδρεία, 649 αεροσκάφη και 5.000 τανκς. Η υπεροχή των συμμαχικών δυνάμεων υπερτερούσε ποσοτικά, αλλά κυρίως ποιοτικά.
Τα ελικόπτερα «Apachee» έδωσαν το σύνθημα της επίθεσης στις 2:38 π.μ. ώρα Βαγδάτης της 17ης Ιανουαρίου 1991, καταστρέφοντας εγκαταστάσεις ραντάρ των Ιρακινών. Ακολούθησαν συνεχείς έξοδοι πολεμικών αεροσκαφών, που βομβάρδισαν αεροδρόμια και στρατηγικούς στόχους. Την ίδια στιγμή, η Βαγδάτη βομβαρδιζόταν με πυραύλους «Τόμαχοουκ» και η εικόνα αυτή έκανε το γύρο του κόσμου μέσω του CNN. Πέντε ώρες μετά την πρώτη συμμαχική επίθεση, ο Σαντάμ Χουσεΐν σε ραδιοφωνικό μήνυμά του διακήρυττε ότι «η μεγάλη μάχη, η μητέρα όλων των μαχών ξεκίνησε. Η αυγή της νίκης πλησιάζει».
Την πρώτη εβδομάδα των αεροπορικών επιχειρήσεων, το μεγαλύτερο μέρος της στρατιωτικής υποδομής του Ιράκ είχε καταστραφεί. Σχεδόν ανέπαφη έμεινε μόνο η Πολεμική Αεροπορία και αυτό γιατί μετακόμισε, όπως προαναφέραμε, στο Ιράν. Πονοκέφαλο για τους Συμμάχους αποτελούσαν οι πύραυλοι «Σκουντ», οι οποίοι, παρότι απαρχαιωμένης τεχνολογίας, έκαναν τη δουλειά τους. Την πρώτη βραδιά της επίθεσης έπληξαν το Ισραήλ και προκάλεσαν τον θάνατο δύο ατόμων και πολλές ζημιές. Ήταν μια προσπάθεια του Σαντάμ να βγάλει το Ισραήλ στον πόλεμο και να διασπάσει τη Συμμαχία, που είχε στις τάξεις της και αραβικές χώρες. Στις 25 Φεβρουαρίου έπληξαν μια αμερικανική στρατιωτική βάση στη Σαουδική Αραβία και προκάλεσαν το θάνατο 28 στρατιωτικών.
Μετά την επιτυχία των εναέριων επιθέσεων ήλθε η σειρά των χερσαίων επιχειρήσεων για την ανακατάληψη του Κουβέιτ. Διήρκεσαν μόλις 100 ώρες (24 – 27 Φεβρουαρίου 1991), προς μεγάλη έκπληξη των αμερικανών στρατιωτικών, δείγμα της ανυπαρξίας της πολυδιαφημισμένης στρατιωτικής μηχανής του Σαντάμ. Στο διάστημα αυτό οι χερσαίες δυνάμεις των Συμμάχων απελευθέρωσαν το Κουβέιτ και έφθασαν 240 χιλιόμετρα από τη Βαγδάτη.
Στο σημείο αυτό, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους κήρυξε κατάπαυση του πυρός και ο πόλεμος έλαβε τέλος (27 Φεβρουαρίου 1991). Στην απορία πολλών γιατί δεν κατέλαβε τη Βαγδάτη για να ανατρέψει τον Σαντάμ Χουσεΐν, ο πατήρ Μπους απάντησε ότι ήθελε να κρατήσει ζωντανή τη Συμμαχία και δεν επιθυμούσε περαιτέρω ανθρώπινες απώλειες, που θα ήταν αχρείαστες. Άλλωστε και η εντολή που είχε από τον ΟΗΕ ήταν να απελευθερώσει μόνο το Κουβέιτ. Η ανατροπή του Σαντάμ θα ήταν έργο του γιου του, στον Β’ Πόλεμο του Κόλπου (2003).
Η σημερινή συγκρότηση λόγω απειλής από ΙΚΙΛ
Τώρα καθώς οι αμερικανοί έχουν αποχωρήσει από το Ιράκ και η κυβέρνηση που διοικεί την χώρα απειλείται από την ακραία Ισλαμιστική οργάνωση ΙΚΙΛ, οι Ιρακινοί συγκροτούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αεροπορική δύναμη για να επιφέρουν άμεσα τα αναγκαία από αέρος χτυπήματα.