Μια ακόμη εξαιρετική ανάλυση του Δρ Κωνσταντίνου Φίλη για την Ελλάδα και την στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει ώστε να εκμεταλλευθεί στο έπακρο τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στο νέο ενεργειακό πεδίο της Ανατολικής Μεσογείου.
Διαβάστε ΕΔΩ ΟΛΗ ΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ . Ακολουθεί το πρώτο μέρος της που αναφέρεται στην Ελλάδα:
Γράφει ο
Δρ. Κωνσταντίνος Φίλης
Διευθυντής Ερευνών
Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων
Οι εξελίξεις τα τελευταία τρία χρόνια στην Ανατολική Μεσόγειο είναι καταιγιστικές. Από την εξεύρεση υδρογονανθράκων στις αραβικές εξεγέρσεις
και την οικονομική κρίση Ελλάδας και Κύπρου και από τον εμφύλιο σπαραγμό στη Συρία στις μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη, που φαλκιδεύουν τη συνοχή της. Παράλληλα, Τουρκία και Αίγυπτος φαίνεται να επαναοριοθετούν θέσεις, σχέσεις και προτεραιότητες, ο Λίβανος να γίνεται θύμα της Συρίας, ενώ εσχάτως αναπτύσσεται μία δυναμική –ή τουλάχιστον προσδοκία- αποκλιμάκωσης, και γιατί όχι επίλυσης ζητημάτων (χρόνιων και μη), που ταλανίζουν την περιοχή.
Επειδή, ωστόσο, ορισμένα από αυτά μας αφορούν άμεσα και κάποια έμμεσα, ναι μεν γνώμονας της πολιτικής μας είναι η ομαλοποίηση αρχικά και κατόπιν η σταθερότητα και μακροπρόθεσμα η ευημερία, εντούτοις, όποιες πρωτοβουλίες και κινήσεις αναληφθούν δεν πρέπει να γίνουν ούτε με εκβιαστικές λογικές μηδενικού αθροίσματος σε περίπτωση μη συναίνεσης, ούτε με τελεσίγραφα, ούτε πολύ περισσότερο περιφρονώντας τις κοινωνικές δυναμικές. Τα λάθη του πρόσφατου παρελθόντος και οι έξωθεν λύσεις είναι συνταγές καταδικασμένες σε αποτυχία. Είναι, συνεπώς, άλλο να προωθηθούν από κοινού λύσεις για να περιοριστούν οι εστίες έντασης και άλλο να επιχειρηθεί η επιβολή τους ως αναγκαία συνθήκη για να προχωρήσουν –δήθεν- ανεμπόδιστα οι διαδικασίες εκμετάλλευσης του ενεργειακού πλούτου της περιοχής. Μέσα σε αυτό το συγκεχυμένο και γεμάτο προκλήσεις σκηνικό με
τις πολλές μεταβλητές και τις λιγότερες σταθερές, η Αθήνα έχει να αντιμετωπίσει κινδύνους αλλά και να αξιοποιήσει δυνατότητες.
Παράθυρο ευκαιρίας ανοίγεται από την ενέργεια, αλλά αν δεν γίνει ορθή, σώφρονα και πάνω από όλα ρεαλιστική διαχείριση, πέρα από μικροπολιτικές σκοπιμότητες πρόσκαιρων εντυπώσεων, με την ανάπτυξη ενός συνολικού στρατηγικού και μακροπρόθεσμου σχεδίου, τότε ενδέχεται να εξελιχθεί σε σημαία ευκαιρίας, με αποτέλεσμα, ακόμη μία φορά, να μην αξιοποιήσουμε ευνοϊκές προς τα συμφέροντα μας συνθήκες.
Η Στρατηγική της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο με Αιχμή του Δόρατος την Ενέργεια
Η ελληνική ενεργειακή ατζέντα, στην παρούσα φάση, απλώνεται από τη διαμετακόμιση και την αποθήκευση έως και την παραγωγή υδρογονανθράκων.
Πιο συγκεκριμένα, με δεδομένη τη συμβολή μας στη μεταφορά αζέρικου αερίου στην Ευρώπη μέσω του Διαδριατικού αγωγού, επιζητούμε -εδώ και τουλάχιστον τρία χρόνια- την εμπλοκή μας στη διαμετακόμιση αερίου από πηγές της Ανατολικής Μεσογείου στη Γηραιά Ήπειρο. Είτε μέσω υποθαλάσσιου αγωγού, είτε με σταθμούς αεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου στη Βόρεια Ελλάδα και κατόπιν αποστολής του στην ΝΑ Ευρώπη μέσω του εν εξελίξει αγωγού IGB (Intercoonector Greece-Bulgaria).
Ακόμη μία προοπτική είναι η ανάπτυξη και κατόπιν διασύνδεση του ελληνικού δικτύου με την Ιταλία για την τροφοδοσία αυτής αλλά κατ’επέκταση και της Κεντρικής Ευρώπης. Κοντολογίς, η λύση της Ελλάδας «κουμπώνει» με όλες τις εναλλακτικές τροφοδοσίας της Γηραιάς Ηπείρου, προσφέροντας μεγαλύτερη αξιοπιστία, προβλεψιμότητα, άρα και ασφάλεια σε σχέση με άλλες επιλογές. Και βέβαια, όπως θα δούμε παρακάτω, αυτά απορρέουν κυρίως από τη συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια και ανάλογα πρέπει να τα αξιοποιήσουμε. Μία επιπλέον πτυχή της ενεργειακής μας πολιτικής είναι η δημιουργία αποθηκευτικών χώρων, οι οποίοι δύνανται να φιλοξενούν πλεονάζουσες ποσότητες, που θα μπορούν να διατίθενται -ειδικότερα σε περιόδους κρίσης- στις αγορές.
Σε αυτή την εξίσωση, μη λησμονούμε και τις εγχώριες παραγωγικές δυνατότητες, που είτε μπορούν να συμπληρώσουν ποσότητες αερίου
προερχόμενου από την Ανατολική Μεσόγειο, είτε κατά μόνας να τροφοδοτήσουμε την Ευρώπη.
Επειδή, εντούτοις, στο στάδιο που βρισκόμαστε κυριαρχεί η ρευστότητα, η Αθήνα πρέπει να αναπτύξει εναλλακτικά projects, ώστε να μην εξαρτά την
επιτυχή έκβαση των σχεδιασμών της από μία και μόνο επιλογή. Επί παραδείγματι, ο αγωγός που θα διασυνδέσει Ισραήλ ή/και Κύπρο με την Ελλάδα
είναι ένα έργο καθόλα βιώσιμο μεν, όμως, δαπανηρό, χρονοβόρο, και με ορισμένες τεχνικές δυσκολίες (όχι, πάντως, ανυπέρβλητες) που σε αυτή τη φάση
φαίνεται να αποθαρρύνουν δυνητικούς επενδυτές. Υπογραμμίζεται πως οι δύο εταιρείες που είναι αυτή τη στιγμή οι πλέον δραστήριες στο Ισραήλ (η μία
εξ’αυτών και στην Κύπρο), η Noble και η Delek, συζητούν είτε για τερματικό σταθμό LNG στο Βασιλικό είτε για αγωγό μέσω Τουρκίας. Επίσης, στην
περίπτωση του δικού μας project θα απαιτηθεί ευρωπαϊκή χρηματοδότηση –ελπιδοφόρο πως εντάχθηκε στα έργα κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος- αλλά και η συγκατάθεση του νέου ιδιοκτήτη της ΔΕΠΑ, εφόσον προχωρήσει η ιδιωτικοποίηση της τελευταίας. Η επιτυχία του εγχειρήματος θα εξαρτηθεί,
μεταξύ άλλων, και από τις τελικές ποσότητες με τις οποίες θα «γεμίσει» ο αγωγός, που βάσει μελετών δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα 8 δις κ.μ ετησίως. Η
πόντιση επιπλέον αγωγού για το διπλασιασμό των ποσοτήτων, όπως προτείνεται από κάποιους κύκλους, αποτελεί προσώρας όνειρο θερινής νυκτός.
Οι μεγάλοι ανταγωνιστές του έργου, εξού και η ανάγκη αναζήτησης παράλληλων σχεδίων, είναι ο σταθμός υγροποίησης (LNG) στο Βασιλικό (το
μόνο έργο που θα μπορούσε να θεωρηθεί συμπληρωματικό στον «ελληνικό» αγωγό προκειμένου να τροφοδοτηθεί η ευρωπαϊκή αγορά με 16 δις κμ σε ετήσια βάση), η πλωτή πλατφόρμα FLNG εντός ισραηλινών η κυπριακών χωρικώνυδάτων, και ο αγωγός μέσω Τουρκίας. Στις μεν δύο πρώτες περιπτώσεις η Ελλάδα, ακόμη και αν δεν προχωρήσει ο αγωγός δύναται να αναλάβει ρόλο συμπληρωματικού διαμετακομιστή –λιγότερο σημαντικός σε σχέση με τον
αγωγό, εκτός εάν γίνεται επαναεριοποίηση και τροφοδοτείται ο IGB. Στο δε τελευταίο σενάριο μένουμε εκτός νυμφώνος διότι και στο ενδεχόμενο το αέριο
της Ανατολικής Μεσογείου να μεταφέρεται στην Ιταλία μέσω Τουρκίας είναι σχεδόν βέβαιο ότι η τελευταία θα επιχειρήσει την ενδυνάμωση των σχέσεων της
με τις Βουλγαρία, FYROM και Αλβανία (πιθανόν και με τη Σερβία, ίσως και το Μαυροβούνιο) μέσω ενός βαλκανικού project, παρακάμπτοντας την Ελλάδα.
Από την άλλη, ο σταθμός υγροποίησης (LNG) στο Βασιλικό, που προωθεί μετ’επιτάσεως η κυπριακή κυβέρνηση, αποδυναμώνεται ως προοπτική λόγω
των μικρότερων του αναμενόμενου ποσοτήτων που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα στην κυπριακή επικράτεια, παρότι χθες υπογράφηκε μνημόνιο συναντίληψης με την γαλλική Total για τη δημιουργία χερσαίων εγκαταστάσεων, υπό την προϋπόθεση ότι θα βρεθούν επαρκείς ποσότητες για να υποστηριχθεί το έργο, είτε κυπριακές, είτε πιθανότερα ισραηλινές. Εδώ, ίσως απαιτηθεί δική μας παρέμβαση (αν δούμε ότι δεν «περπατάει» ή χρονοτριβεί ο αγωγός) προκειμένου να μην αναβληθεί το project. Από το οποίο, με την κατασκευή στη Βόρεια Ελλάδα σταθμών αεριοποίησης ή τερματικών LNG, ακόμη και με τις υφιστάμενες υποδομές στη Ρεβυθούσα, θα επωφεληθούμε, ενώ παράλληλα θα αποδυναμωθούν εναλλακτικές που παρακάμπτουν τη χώρα μας. Και όλα αυτά ενώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε και τον παράγοντα χρόνο, καθότι ενδέχεται όταν οι ποσότητες της Ανατολικής Μεσογείου, και πολύ περισσότερο οι εγχώριες, τεθούν προς διάθεση οι ανάγκες της αγοράς (και δη της ευρωπαϊκής) να έχουν διαφοροποιηθεί. Άρα, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και το περιβάλλον μέσα στο οποίο καλούμαστε να λειτουργήσουμε.
Μάλιστα, λόγω των δυσκολιών –πιθανόν και συνεπαγόμενων καθυστερήσεων-που παρουσιάζει το εγχείρημα της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και εξαιτίας του ότι οι τελικές επιλογές δεν επαφίονται αποκλειστικά σε εμάς, ούτε είναι στο χέρι μας, η αξιοποίηση των όποιων ίδιων πόρων αποκτά ιδιαίτερη αξία, καθότι αν αποδειχθεί ότι διαθέτουμε ικανά κοιτάσματα αυτή θα είναι η ασφαλέστερη –και χωρίς εξαρτήσεις- επιλογή. Επιταχύνοντας τις διαδικασίες αναφορικά με τα δικά μας αποθέματα, θα γνωρίζουμε εγκαίρως αν η εμπλοκή μας στην Ανατολική Μεσόγειο ως διαμετακομιστή είναι συμπληρωματική επιλογή ή η μοναδική προκειμένου να αναδειχθούμε σε ρυθμιστή των περιφερειακών ενεργειακών εξελίξεων- και ανάλογα θα ορίσουμε τις προτεραιότητές μας.
Η τόσο μεγάλη επιμονή στο ενεργειακό τρίγωνο Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, από τη στιγμή που δεν ξεκαθαρίζεται κατά πόσο αυτό είναι ανοιχτό σε προσθήκες, είναι μάλλον αχρείαστη. Και αυτό γιατί η εν λόγω συμμαχία θα έχει καλύτερες προϋποθέσεις ευόδωσης των στόχων της αν γρήγορα μετεξελιχθεί σε πολυγωνική με τη συμμετοχή περισσοτέρων κρατών της περιοχής, με κλειδί σε αυτή την εξίσωση την Αίγυπτο. Από την άλλη, βέβαια, προέχει να προχωρήσουν οι πιο ώριμες (ως προς το χρόνο παραγωγής) και πλέον πρόθυμες (ως προς τη συνεργασία) χώρες, δημιουργώντας τις συνθήκες για να ακολουθήσουν και άλλες, μακρυά από στερεοτυπικές αντιλήψεις αλλά και ταυτίσεις.
Έτσι και αλλιώς, όσοι δεν επιθυμούν να συμπράξουν θα αυτοπεριθωριοποηθούν. Αντί, όμως, να μεταθέτουν τις ευθύνες, αποδίδοντας
την απροθυμία τους στο δήθεν αποκλεισμό τους, είναι προτιμότερο να τους ωθήσουμε να «εκτεθούν» μέσω προτάσεων αντί αντεγκλήσεων. Όπλο μας η
δεδομένη ανάγκη περιφερειακής ομαλοποίησης μέσα από το κλείσιμο μετώπων, αδύναμο σημείο τους οι κινήσεις αποσταθεροποίησης που μπορεί να
εξυπηρετούν τα στενά τους συμφέροντα, ωστόσο, δεν συμβαδίζουν με τις αδήριτες πραγματικότητες που διαμορφώνονται στην περιοχή.
Διαβάστε ακόμη:
Οι ισχυρές συμμαχίες στην Ανατολική Μεσόγειο και η Ελλάδα
Τουρκία: Η μεγάλη χαμένη της συριακής κρίσης