(περιγραφή εικόνας: Η Θεσσαλονίκη στις φλόγες μετά από αεροπορικό βομβαρδισμό. Η απεικόνιση έγινε από την βρετανική αεροπορία. Πηγή: Europeana: 1914-1918)
Υπό φυσιολογικές συνθήκες το 1914 θα ήταν ένα έτος ευφορίας για τον ελληνισμό. Οι πρόσφατες μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913 είχαν διπλασιάσει σχεδόν τα εδαφικά όρια της χώρας δικαιώνοντας όσους πίστευαν στην ελληνική Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή την εδαφική, πολιτική και οικονομική ανάδειξη της Ελλάδας σε περιφερειακή δύναμη στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Ωστόσο στην Αθήνα ο σκεπτικισμός για το αύριο ήταν έκδηλος μετριάζοντας τις θριαμβολογίες και τους πανηγυρισμούς. Η βασική αιτία γι’ αυτό ήταν η αβεβαιότητα για τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, αφού οι δύο ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες, ο βασιλιάς και Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, οι οποίοι είχαν εξέλθει με ενισχυμένο γόητρο από τα μέτωπα του πολέμου, δεν έκρυβαν την μεταξύ τους ψυχρότητα. Η απώλεια του «αγαθού» και μετριοπαθούς βασιλιά, Γεωργίου του Α’, ο οποίος είχε δολοφονηθεί τον Μάρτιο του 1913 στη Θεσσαλονίκη ήταν κάτι παραπάνω από ορατή. Ο Κωνσταντίνος δεν διέθετε ούτε την ωριμότητα ούτε τις διπλωματικές αρετές του πατέρα του. Ο Βενιζέλος από την άλλη δεν μπορούσε να καυχηθεί ούτε για την μετριοπάθεια ούτε και για την πραότητά του. Οι εξελίξεις στο ζήτημα της Βορείου Ηπείρου και στο καθεστώς των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου που αμφισβητούνταν από τους Οθωμανούς δημιουργούσαν περεταίρω διπλωματικούς περισπασμούς επιτείνοντας τη νευρικότητα στην Αθήνα.
Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η κατάσταση στην Ελλάδα όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος το καλοκαίρι του 1914. Την ίδια στιγμή στα Βαλκάνια οι πρόσφατες εδαφικές διευθετήσεις αμφισβητούνταν από τους ηττημένους, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις επιχειρούσαν να διευρύνουν τα ερείσματά τους συνάπτοντας συμμαχίες και μοιράζοντας υποσχέσεις. Στη διελκυστίνδα των ισχυρών βρέθηκε αναπόφευκτα και η Ελλάδα. Ο πρωθυπουργός Βενιζέλος είχε επιλέξει το στρατόπεδο των δυνάμεων της Αντάντ, αφού ήταν ευρέως γνωστό πως παραδοσιακά ευνοούσε τη σύμπραξη της χώρας με τη Βρετανία, τη μεγαλύτερη ναυτική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο Κωνσταντίνος από την άλλη, αν και πίστευε στην επικράτηση της Γερμανίας στον μεγάλο πόλεμο, προωθούσε την διαρκή ουδετερότητα της χώρας φοβούμενος βρετανικά αντίποινα.
Ο διαφορετικός προσανατολισμός των δύο Ελλήνων ηγετών δεν άργησε να εξελιχθεί σε ρήξη μεταξύ τους. Στη διάρκεια των ετών 1915-1917 η ελληνική πολιτική ζωή τραυματίσθηκε πολύ σοβαρά, αφού το Σύνταγμα καταπατήθηκε αρκετές φορές και οι παρακρατικοί των δύο πλευρών ανέλαβαν δράση τρομοκρατώντας όσους εξέφραζαν διαφορετική άποψη. Λάδι στη φωτιά έριξαν και οι Μεγάλες Δυνάμεις, κυρίως οι Γάλλοι, οι Γερμανοί και οι Βρετανοί που με την απροκάλυπτη προπαγανδιστική δράση τους επί ελληνικούς εδάφους, με εισαγόμενους και εγχώριους καλοθελητές, διέφθειραν συνειδήσεις και σπίλωσαν αντιπάλους. Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν θεωρούνταν ως πρώτη προτεραιότητα για τα συμφέροντά τους σε σύγκριση με την Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η σύγκρουση Βενιζελικών και Κωνσταντινικών, η οποία έχει μείνει γνωστή, ως ο Πρώτος Εθνικός Διχασμός, έλαβε δραματικές διαστάσεις από το φθινόπωρο του 1915 και εξής. Οδήγησε μάλιστα το καλοκαίρι του 1916, στο σχηματισμό δύο κυβερνήσεων, μια υπό την επιρροή του Κωνσταντίνου στην Αθήνα και μια άλλη με επικεφαλής τον Βενιζέλο στη Θεσσαλονίκη, μετά την εκδήλωση του κινήματος της Εθνικής Άμυνας. Η επιλογή της Θεσσαλονίκης μόνο τυχαία δεν ήταν. Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1915 στην πόλη είχαν αποβιβαστεί περισσότεροι από 200 στρατιώτες των δυνάμεων της Αντάντ προκειμένου να παραταχθούν κατά μήκος του Μακεδονικού Μετώπου, σε μια προσπάθεια να συνδράμουν τους Σέρβους έναντι βουλγαρικής επίθεσης. Η μακεδονική ενδοχώρα μετατράπηκε σύντομα σε πεδίο ένοπλων συγκρούσεων, ενώ η εισβολή γερμανικών και βουλγαρικών στρατευμάτων στην Ανατολική Μακεδονία στη διάρκεια του 1916 προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από ελληνικής πλευράς επιταχύνοντας τις πολιτικές εξελίξεις. Στη Θεσσαλονίκη οι στρατιωτικές δυνάμεις της Εθνικής Άμυνας ενισχύθηκαν σημαντικά έως τα τέλη του έτους, ενώ κλιμακώθηκε και η αντιπαράθεσή της με την κυβέρνηση των Αθηνών. Μάλιστα ισχυρές γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις προχώρησαν σε αποκλεισμό πολλών λιμανιών στη νότια Ελλάδα με αποτέλεσμα να προκληθεί σοβαρό επισιτιστικό πρόβλημα. Επιπλέον, Γάλλοι στρατιώτες αποβιβάστηκαν στον Πειραιά και συμμετείχαν σε ένοπλες συγκρούσεις εναντίον ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων, πιστών στο βασιλιά Κωνσταντίνο. Τα θλιβερά εκείνα επεισόδια που έχουν μείνει γνωστά ως Νοεμβριανά είχαν ως αποτέλεσμα, στις αρχές Ιουνίου 1917, την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου από το θρόνο και τη διαφυγή της βασιλικής οικογένειας στο εξωτερικό. Η επικράτηση του Ελευθέριου Βενιζέλου ήταν συντριπτική. Λίγες ημέρες αργότερα ο ίδιος επέστρεψε στην Αθήνα και σχημάτισε αμέσως κυβέρνηση. Η πρώτη επίσημη κυβερνητική πράξη ήταν η κήρυξη του πολέμου στις Κεντρικές Δυνάμεις και η ενίσχυση, με επιστράτευση, των στρατιωτικών δυνάμεων της Εθνικής Άμυνας που πολεμούσαν ήδη στο Μακεδονικό Μέτωπο. Από τις αρχές κιόλας του 1918 ήταν σαφές πως οι μάχες στο Μακεδονικό Μέτωπο είχαν εισέλθει στην πλέον κρίσιμη φάση τους. Οι ελληνικές μεραρχίες συμμετείχαν σε εκτεταμένες πολεμικές επιχειρήσεις, με κορυφαία, ίσως, εκείνη για την ανακατάληψη του Σκρα ντι Λέγκεν τον Μάιο του 1918, συνέδραμαν επίσης καθοριστικά με δέκα μεραρχίες τις συμμαχικές δυνάμεις στην τελική τους επίθεση, το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, η οποία οδήγησε στην ήττα και τη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας. Οι ελληνικές απώλειες υπήρξαν μεγάλες και ανήλθαν σε περισσότερους από οχτακόσιους νεκρούς και γύρω στους τέσσερις χιλιάδες τραυματίες.
Ωστόσο, οι επιπτώσεις του μεγάλου πολέμου, λόγω του Εθνικού Διχασμού, στον ψυχισμό και την ενότητα του έθνους υπήρξαν πολύ μεγαλύτερες.
Του καθηγητή ΙΑΚΩΒΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ: