Του Δημήτρη Καιρίδη
Το ρεπορτάζ με τίτλο «Οι Σλάβοι Μακεδόνες: Η αόρατη μειονότητα της Ελλάδας», το οποίο εμφανίστηκε προχθές στην πρώτη σελίδα του ιστοτόπου του BBC στο διαδίκτυο, δημοσιεύτηκε στη χειρότερη δυνατή στιγμή για τους Έλληνες υποστηρικτές της Συμφωνίας των Πρεσπών και για την ελληνική κυβέρνηση. Την ώρα που τα πνεύματα, ιδίως στην ελληνική Μακεδονία, παραμένουν οξυμένα, το ρεπορτάζ επιβεβαιώνει τους χειρότερους φόβους των σοβαρών και μετριοπαθών επικριτών της Συμφωνίας, που, σε αντίθεση με τους υποστηρικτές της, έκαναν τον κόπο να τη διαβάσουν και να αντιληφθούν τα σοβαρά προβλήματά της.
Πριν «αλλέκτωρ λαλήσει τρεις», αποδεικνύεται ότι η Συμφωνία δεν κλείνει το Μακεδονικό αλλά το ξανα-ανοίγει, αφού η Ελλάδα εμφανίζεται να αποδέχεται και, διά της υπογραφής της, να επικυρώνει τον μακεδονισμό. Η συζήτηση για καταπιεσμένες μειονότητες, μόνο κακό κάνει για τη σταθερότητα της νότιας Βαλκανικής και τις διμερείς σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας. Η μετατροπή της Ελλάδας από κατήγορο του αλυτρωτισμού των Σκοπίων σε κατηγορούμενη για καταπίεση της «σλάβο-μακεδονικής μειονότητας» μόνο επιτυχία της εξωτερικής μας πολιτικής δεν είναι.
Τέτοια ρεπορτάζ μπορεί να πυροδοτήσουν αχρείαστες εντάσεις μεταξύ των Ελλήνων Μακεδόνων και των λιγοστών δίγλωσσων σλαβόφωνων συμπολιτών τους, των οποίων τα ατομικά δικαιώματα είναι απαραβίαστα, χωρίς αυτό να οδηγεί, σε καμία περίπτωση, σε αναγνώριση ξεχωριστών συλλογικών δικαιωμάτων. Είναι άλλο πράγμα ο απόλυτος σεβασμός στα ατομικά δικαιώματα του καθένα και άλλο η αναγνώριση «μειονοτικών» δικαιωμάτων σε μια λιγότερο ή περισσότερο υπαρκτή ομάδα του πληθυσμού. Τέτοια δικαιώματα κανένα ευρωπαϊκό κράτος, όσο «προηγμένο» κι αν είναι, δεν αναγνωρίζει αψήφιστα και, κάτι τέτοιο, με δεδομένο το ισχνό μέγεθος και τη μεγάλη αστάθεια της Βαλκανικής θα ήταν αδιανόητο για την Ελλάδα σήμερα.
Όπως, κατ’ επανάληψη γράψαμε σε αυτήν εδώ τη στήλη, αντί η ελληνική κυβέρνηση να πάρει τη σύνθετη ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» και να δώσει την ένταξη στο ΝΑΤΟ, επέτρεψε τη διεύρυνση της διαπραγμάτευσης στα ταυτοτικά ζητήματα, όπου ηττήθηκε κατά κράτος. Αντάλλαξε τη σύνθετη ονομασία του κράτους με την αναγνώριση μακεδονικής εθνικής ταυτότητας. Όμως το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ η ονομασία του κράτους αλλά το ιδεολόγημα του μακεδονισμού που αυτή υπέκρυπτε και που τώρα φαίνεται η Ελλάδα να επικυρώνει.
Η δημοσίευση των οδηγιών του Υπουργείου Εξωτερικών της Βόρειας Μακεδονίας για τη σωστή χρήση και αναφορά στη Μακεδονία και του επιθέτου μακεδονικός/ή/ό περιγράφουν με σχεδόν κωμικό τρόπο τη σύγχυση που η Συμφωνία των Πρεσπών φέρνει στις σχέσεις των δυο χωρών. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών απέφυγε να διαψεύσει τις αρχές της γείτονος και, με εξίσου κωμικό τρόπο, επέλεξε να πετάξει τη μπάλα στην εξέδρα. Η κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή που δημοσιεύτηκε η Συμφωνία παίζει το κρυφτούλι και δεν απαντά στο απλό: ποιος θα είναι ο επιθετικός προσδιορισμός που θα χρησιμοποιούμε για ότι προέρχεται από τη γείτονα, αφού το «βορειο-μακεδονικός/ή/ό» δεν προβλέπεται στη Συμφωνία;