Εν αναμονή σωρείας δικαστικών αποφάσεων επί αιτήσεων αναστολής (δικάζονται εν είδει ασφαλιστικών μέτρων), βρίσκεται μεγάλος αριθμός στελεχών που έχει προσφύγει στα Διοικητικά Δικαστήρια, παραπονούμενοι για νομικούς και πραγματικούς λόγους, κατά αποφάσεων μεταθέσεων που δεν τήρησαν τις νέες διατάξεις που προβλέφθηκαν το πρώτον από το νόμο, κατά τις τρέχουσες μεταθέσεις έτους 2011.
Τα μέχρι σήμερα όμως δείγματα δείχνουν ότι το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών δεν έχει ενστερνιστεί το νέο πνεύμα των διατάξεων και εξακολουθεί να είναι ανεξήγητα φειδωλό ακόμα και σε κραυγάζουσες περιπτώσεις.
Είναι ευνόητο, όπως και σε προηγούμενη ανάρτηση έχουμε σημειώσει, ότι ο νομοθέτης επεδίωξε με τις νέες ρυθμίσεις περί μεταθέσεων να εξαλείψει τα φαινόμενα κατάχρησης των διοικητικών οργάνων που κατά κοινή ομολογία διενεργούσαν τις μεταθέσεις των στελεχών με αδιαφανή κριτήρια (βλπ μέσον κλπ), με σκοπιμότητες, με βάση τη λογική του ρουσφετίου, και κυρίως με πολιτικά κριτήρια ιδιαίτερα σε σημαντικές θέσεις (ευθύνης, εξωτερικού κλπ). Αυτά τα φαινόμενα μεταξύ άλλων, οδήγησαν στην τρέχουσα πολιτικοοικονομική κρίση και φαίνεται ότι η επίλυση αυτών των προβλημάτων είναι επιτακτική απαίτηση όχι μόνο του Ελληνικού Λαού, και ειδικά των διοικουμένων, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που δια των οργάνων της προσπαθεί να τιθασεύσει την άκρατη και άλογη, αδιαφανή και αντιπαραγωγική, λειτουργία των οργάνων του Δημοσίου.
Για τον έλεγχο της τήρησης των νέων διατάξεων που επιβάλλουν διαφάνεια και ορθή χρήση των κριτηρίων, τόσο ο συνταγματικός, όσο και ο κοινός νομοθέτης, αλλά και κατ’ επέκταση ο ελληνικός λαός, επαφίεται στα ακυρωτικά Διοικητικά Δικαστήρια και στους δικαστικούς λειτουργούς που τα απαρτίζουν, οι οποίοι και μόνον ως καθ’ ύλην αρμόδιοι, μπορούν να ελέγξουν και να επιβάλλουν τη νομιμότητα, στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στα όργανα της διοικήσεως.
Οι διοικητικοί δικαστές όμως, κομίζοντας μία πεπαλαιωμένη και αναχρονιστική αντίληψη, συνεχίζουν, όπως τα πρώτα δείγματα μάς δείχνουν, να θεωρούν ανέλεγκτο το Δημόσιο τουλάχιστον σε επίπεδο αιτήσεων αναστολής, και δεν παρέχουν στοιχειώδη προσωρινή δικαστική προστασία όπως θα αναμένετο σε ευνομούμενη πολιτεία.
Έτσι όμως γίνονται συμπράττοντες στην ανομία των διοικητικών οργάνων και στην εκμετάλλευση τού ανέλεγκτου, τουλάχιστον προσωρινώς, των διοικητικών πράξεων.
Από τις ελάχιστες περιπτώσεις προσβολής μεταθέσεων στελεχών, που έφτασαν ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, οι οποίες δεν ξεπέρασαν το 1% του συνόλου των μεταθέσεων, οι αιτήσεις που επεδίωκαν αναστολή μεταθέσεως για ευθεία παραβίαση του νέου νόμου, το Δικαστήριο υπό τη γνωστή εντελώς αναποτελεσματική τακτική ότι αναστέλλονται μόνο οι διοικητικές πράξεις που προκαλούν ανεπανόρθωτη βλάβη (χωρίς να εξετάζεται η παραβίαση του νόμου), σχεδόν ουδέποτε αναγνωρίζουν ανεπανόρθωτη βλάβη, και συλλήβδην απορρίπτονται.
Με πραγματική μας λύπη ως συμπράττοντες λειτουργοί της δικαιοσύνης, διαπιστώνουμε ότι οι διοικητικοί δικαστές δεν τολμούν το αναμενόμενο, και με την τακτική τους επικροτούν την αδιαφάνεια και την μη τήρηση του νόμου. Αυτό δίνει λαβές για σχόλια, του τύπου ότι από πρόθεση ενεργούντες επιδιώκουν να απογοητεύσουν τους διοικουμένους από την άσκηση των ενδίκων μέσων, ώστε να περιοριστεί το αντικείμενο της ενασχολήσεως των τμημάτων, δηλαδή για να αποφορτιστεί ο όγκος της εργασίας τους. Σημειωτέον ότι αυτά δεν τα λέμε εμείς, αυτά μας μεταφέρονται από τους διοικούμενους και τα στελέχη.
Και πράγματι, αν κανείς προβεί σε απλή λογική ανάλυση των πραγμάτων θα καταλάβει ότι με την τακτική αυτή κανείς δεν μπορεί για νομικού λόγους και μόνον να προστατευτεί. Η απόρριψη της αιτήσεως αναστολής κατά μίας διοικητικής πράξεως, που αυτομάτως επισύρει την εκτέλεσή της, καθιστά στην συντριπτική πλειοψηφία ως άνευ αντικειμένου την αίτηση ακυρώσεως δηλαδή την επί της ουσίας εξέταση της παρανομίας. Έτσι συμβαίνει ανεξαιρέτως και σε όλες τις περιπτώσεις των μεταθέσεων. Εάν δηλαδή κάποιος μετατεθεί σε κάποια θέση παρά του ότι δεν επιτρέπετο, πχ πολύτεκνος ή διότι δεν είχε τα ανάλογα μόρια, μπορεί να ελεγχθεί μόνο με την αίτηση ακυρώσεως. Με την αίτηση αναστολής μπορεί να ελεγχθεί κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστού η τυχόν ανεπανόρθωτη βλάβη από τη μετάθεση, που σχεδόν ποτέ ο δικαστής δεν την εκτιμά πιθανή.
Όταν λοιπόν το στέλεχος πάει στη μετάθεση, η αίτηση ακυρώσεως εκ των πραγμάτων καθίσταται άνευ αντικειμένου, αφού ώσπου να τελεσιδικήσει η υπόθεση – δεδομένης της υπερβολικής ευχέρειας που παρέχει το δικαστήριο στη διοίκηση (να επαναλάβει το δικαστήριο, έφεση κλπ)- δεν θα έχει εκτελεστεί μόνο η υπό κρίση μετάθεση, αλλά πιθανό και η επόμενη. Αυτό, σε συνδυασμό και με το υπερβολικό κόστος, που ιλιγγιωδώς αυξήθηκε τα τελευταία έτη, για την εκδίκαση των υποθέσεων στα διοικητικά δικαστήρια, στερεί στους διοικουμένους την στοιχειώδη δικαστική προστασία έναντι των παρανόμων πράξεων των διοικητικών οργάνων.
Η άποψή μας αυτή μπορεί να ξενίζει τους διοικητικούς δικαστές, όμως θα πρέπει να αναλογιστούν και αυτοί τις δικές τους ευθύνες, και να αναλάβουν την επιβεβλημένη από το νόμο πρωτοβουλία και ευθύνη του πραγματικού ελέγχου της διοίκησης. Οι πολίτες φέρονται αγανακτισμένοι από την κακή λειτουργία της διοικήσεως, από τα υπερβολικά φαινόμενα αδιαφάνειας, ρουσφετίου και πολιτικού βολεψίματος. Σε αυτή την κατάσταση, που τα πάντα βρίσκονται σε οριακό σημείο, η επίπλαστη κρίση των δικαστών ότι δεν θα υπάρχει ανεπανόρθωτη βλάβη και άρα έτσι συγχωρείται η καταφανής παρανομία, που είναι αντιληπτή και από τον τελευταίο στρατιώτη, κανέναν δεν μπορεί να πείσει, πόσο μάλλον τα έμπειρα στελέχη, τα οποία και αποδίδουν τέτοιες κρίσεις σε άλλες σκοπιμότητες. Οι δικαστές βέβαια δεν αρνούνται γενικώς να ελέγξουν την νομιμότητα αλλά δεν το πράττουν τουλάχιστον προσωρινά, μεταθέτοντάς την κατά την εξέταση της αιτήσεως ακυρώσεως σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο, που ουσιαστικά είναι άνευ ουσίας και αντικειμένου.
Αναμένουμε, λόγω και των νέων διατάξεων περί μεταθέσεων των στελεχών, να υπάρξει στοιχειώδης λειτουργική ευαισθησία των δικαστών, και να κρίνουν με βάση τα κριτήρια του νόμου και σε επίπεδο αναστολής, αν είναι νόμιμη μία μετάθεση ή όχι, καθώς κάθε άλλη μεταγενέστερη εξέταση δεν παρέχει δικαστική προστασία. Άλλως ας ξεκαθαρίσουν ότι δεν μπορεί ο διοικούμενος να προστατευτεί επαρκώς, ώστε πλέον ο Ελληνικός Λαός να γνωρίζει και να πράξει αναλόγως.
Ήδη πάντως τα πρώτα δείγματα του δικαστηρίου δεν μας πείθουν ότι το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έθεσε «τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων» και κατά την πάγια στρουθοκαμηλιστική τακτική απείχε να εξετάσει της νόμιμης βάσης της αιτήσεως αναστολής, κρίνοντας ότι αυτό παρέλκει αφού ο διοικούμενος δεν υπόκειται σε ανεπανόρθωτη βλάβη. Δηλαδή μόνο το γεγονός ότι θα υποστεί βλάβη ο διοικούμενος δεν είναι αρκετό για να του παρέχει ο νομοθέτης δικαστική προστασία έναντι παρανόμου πράξεως, προβάλλοντάς του μάλιστα τη σαθρή αιτιολογία αν όχι ευφυολόγημα, ότι ναι μέν θα υποστεί βλάβη, αλλά μπορεί εκ των υστέρων να επιδιώξει αποζημίωση από το δημόσιο και έτσι να επανορθώσει την βλάβη αυτή. Τώρα, το να επιδιώξεις αποζημίωση από το δημόσιο στα ελληνικά δικαστήρια αποτελεί πλέον ένα πολύ παλιό ανέκδοτο, που δυστυχώς συντηρείται και συνεχίζει να προκαλεί τον γέλωτα στους πολίτες μέχρι σήμερα. Σημειώνουμε μόνο ότι στα διοικητικά δικαστήρια εκκρεμούν υποθέσεις αποζημιώσεων από 15ετίας.
Τελειώνοντας, το γραφείο μας θα αναλάβει πρωτοβουλία και σε συνεργασία με άλλους συναδέλφους, να αποστείλει σχετική επιστολή προς το δικαστήριο και τους αρμοδίους φορείς, προκειμένου να αλλάξει αυτή η τακτική και επιτέλους να καταστεί δυνατή η προστασία των στελεχών που μετατίθενται παρανόμως, ανεξαρτήτου βλάβης ή όχι.
Τα στελέχη παρακαλούνται να ενημερώνουν με κάθε πρόσφορο τρόπο το γραφείο για τυχόν παρανομίες, παρατυπίες, και δυσερμηνείες που υποπίπτουν στην αντίληψή τους σχετικά με τις μεταθέσεις, ώστε να λαμβάνονται υπ’ όψιν κατά τη διενέργεια θεραπευτικών πρωτοβουλιών.
Source: militarylawoffice.gr
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Περικοπές-στρατιωτικοί: τι θα μπορούσε να είχε γίνει
Τι είπαν οι απόστρατοι στον πρωθυπουργό στην συνάντηση του Μαξίμου και τι τους απάντησε
ΜΕΤΑΘΕΣΕΙΣ: Και νέα αναστολή εφαρμογής της απόφασης Ραγκούση!