«28η Οκτωβρίου 1940.
Έδρα της Μοίρας εις Αγίαν Μαρίνα Ρεπετίστης. Η Μοίρα έχει υπό την Δ/νσιν της 1ης Πυρ/χιας,VIII Συν/τος Πυροβολικού Ιωαννίνων υπό υπ/γον Φωτίου διαμετρήματος 7,5 Σκόντα και την 5η Πυρ/χιαν των 10,5 Σνάιδερ.21η Αθηνών υπό λοχαγόν Δημόπουλο Παναγιώτην. Επίσης δύο ουλαμούς συνοδείας των 6,5 του 40ου και 42ου Συν/τος Πεζικού.
Περί ώραν 4.30 πρωινήν ειδοποιήθη ο Ταγ/χης κ. Κωστάκης Δ. ότι εκυρήχθη ο πόλεμος στη χώρα να καταληφθώσι υπό των Πυρ/χιων αι πολεμικαί των θέσεις. Ο λοχαγός Δημόπουλος έταξε την Πυρ/χιαν του εις Αγίαν Μαρίναν, οι παρατηρηταί ανθ/γος Ευρυσθένης Δάλλας επί υψώματος Μονής Σωσίνου.
Ο Ταγματάρχης ανεχώρησε αμέσως με ανθ/γον Παπαιωάννου Αλ. και ιατρόν Μπέσαν Ιωάννη ακολουθούμενοι υπό των λοχιών(συνδέσμου και παρατηρητού) διάθεσιν 1ης Πυρ/χίας εχόμενης κατ’ ουλαμούς του μεν πρώτου εις θέσιν αριστεράν υψώματος Χάνι Δελβινακίου υπό ανθυπασπιστή Παπαχρήστο, του δε δευτέρου ουλαμού η θέσις παρά την διακλάδωσιν Δελβινακίου Πωγωνιανής…».
Ο «κανονιέρης του ‘40», αφανής ήρωας του ελληνοαλβανικού μετώπου, ο έφεδρος εκ μονίμων, ταγματάρχης ορεινού πυροβολικού, Δημήτριος Κωστάκης, στο προσωπικό του στρατιωτικό ημερολόγιο, αποτυπώνει με λεπτομέρεια μια από τις γραμμές της αμυντικής διάταξης του ελληνικού στρατού στο Καλπάκι το 1940.
Ο ταγματάρχης Κωστάκης, μαζί με τον υποστράτηγο Κατσιμήτρο και τον Συνταγματάρχη Μαυρογιάννη, ήταν η ψυχή του Έπους του 1940, καθώς έπαιρναν τις επιτελικές αποφάσεις για την 8η Μεραρχία στο μέτωπο του ελληνοϊταλικού πολέμου. Μάλιστα, αντιλαμβανόμενοι έγκαιρα τις προθέσεις των Ιταλών, είχαν καταγράψει τα πιθανά περάσματα της ελληνοαλβανικής μεθορίου και γνώριζαν που θα αντιπαραταχθούν οι ελληνικές δυνάμεις.
«2 Νοεμβρίου 1940.
Ζωηρή κίνησις εχθρών εις Παρακάλαμον. Αυτοκίνητα. Πεζικό, τανκς, μοτοσικλέτες. Εγένοντο βολές επιτυχώς Φωτίου-Δημόπουλου. Αναχαίτησις οχημάτων. Εβλήθησαν ποδηλατισταί οίτινες διελύθησαν με απώλειες πολλών νεκρών και τραυματιών… ‘Αλλη φάλαγγα κατερχόμενη δεξιά εβλήθη επιτυχώς και διέκοψε προέλαση προς οδόν Γορίτσας. Διεσκορπίσθησαν εντός δάσους προς Ζαραβίναν. Βλήματα Δημοπούλου 2.237 καθ όλην την ημέρα…».
Το ημερολόγιο του θρυλικού ταγματάρχη, καθώς και τα προσωπικά του αντικείμενα, φυλάσσονται με σεβασμό και υπερηφάνεια από την οικογένεια του. Ο γιος του Ελευθέριος Κωστάκης και η κόρη του Ασπασία Κωστάκη-Γκόρου, μίλησαν στο Αθηναικό Πρακτορείο Ειδήσεων για τον σεμνό άνθρωπο, τον πατέρα, τον πατριώτη, τον πολεμιστή. «Ο πατέρας, μάς έδωσε ηθικές αρχές και αξίες. Ήταν άνθρωπος μετρημένος στη ζωή του. Ήταν γενναίος πολεμιστής. Ποτέ δεν υπερέβαλε για τις επιτυχίες του στα πεδία των μαχών. Αγαπούσε την πατρίδα του» λέει με συγκίνηση η 83χρονη κόρη του Ασπασία.
«Γνώρισα τον πατέρα μου όταν ήμουν 5 ετών. Αυτό γιατί μετά την συνθηκολόγηση συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Ιταλία και από εκεί στην Γερμανία και τα σύνορα με την Πολωνία ως όμηρος» αναφέρει ο 73χρονος Λευτέρης Κωστάκης και συνεχίζει: « Από το πεδίο της μάχης έφυγε μόνο λίγες ώρες, για να έρθει στο σπίτι μας, την ημέρα που γεννήθηκα. Ήταν Μάρτιος του 1941. Από τότε και εκείνος δεν με είχε ξαναδεί». Ο Λευτέρης Κωστάκης, περιγράφει τον ταγματάρχη, ως άνθρωπο σεμνό και αυστηρό μαζί.
«Ήταν λιγομίλητος χωρίς έπαρση» λέει ο γιος του. Θυμάται πως, όταν δεχόταν συγχαρητήρια για τη δράση του, «χαμογελούσε χωρίς να το δείχνει. Αγαπούσε τους φαντάρους σαν δικά του παιδιά», ενώ, όπως αναφέρει, «άσπρισαν τα μαλλιά του μέσα σε μία νύχτα γιατί ξεψύχησε στα χέρια του ένας λοχαγός, αγαπημένος του φίλος, από βολή ιταλικού πολυβόλου».
Ο λογοτέχνης ‘Αγγελος Τερζάκης, που βρέθηκε στο μέτωπο σμιλεύει στο βιβλίο του «Απρίλης 1946», στο κεφάλαιο «Νεροποντή», την προσωπικότητα του «γεροταγματάρχη»:
«…Από καιρό, προτού ακόμη μπούμε στα Αλβανικά χώματα, μας ακολουθούσε η φήμη ενός γεροταγματάρχη του πυροβολικού, εφέδρου εκ μονίμων. Είχε τη διοίκηση μιας μοίρας ορειβατικού. Σκαρφάλωνε στ΄ αρβανίτικα βουνά έστηνε τις πυροβολαρχίες του μονονυχτίς, στις πιο απίθανες κορφές που μονάχα ο ήλιος βλέπει. Και χαράματα την άλλη μέρα, ράντιζε τον σαστισμένο εχθρό με φωτιά και με σίδερο, του βούλωνε τα κανόνια. Ο τρόπος που ήξερε να χειρίζεται το πυροβολικό του χωρίς να χάνει ούτε βολή ,η λεβέντικη παλληκαριά του η δυσανάλογη με τα χρόνια που τον βάραιναν, άλλες ακόμη πολεμικές αρετές συνδυασμένες με βαθιά συναδελφικότητα για τον φαντάρο τον έφεραν στην ολόπρωτη γραμμή των αρχηγών του αγώνα…. Ήταν εγγύηση η συνεργασία του ταγματάρχη Κωστάκη , σε μίαν οποιαδήποτε επιχείρηση….
..Έφευγε χαράματα και γύριζε αργά το βράδυ αλλαγμένος, φρέσκος χαρούμενος με το ρόδισμα της γλυκιάς αμαρτίας στο γεροντικό μάγουλο του….. Θεός Εφέσιος στεκόταν και για μας εκεί στην Αλβανία, ο Κωστάκης!….
…..Μια τέτοια μέρα περνώντας με το αυτοκίνητο την κοιλάδα του Δρίνου παίρνει το μάτι του, κάπου σε χωράφι έναν ξύλινο σταυρό. Πρόσταξε να σταματήσουν. Κατέβηκε. Ήταν ο πρόχειρος τάφος κάποιου ανώνυμου πυροβολητή. Στάθηκε σκεφτικός ο Κωστάκης μπροστά στον τάφο. Στο σκαμμένο μάγουλο του κυλήσανε δύο χοντροί κόμποι δάκρυα. Την άλλη μέρα ξαναμπαίνει στο αυτοκίνητο μαζί με τον παπά του στρατηγείου. Τραβάει τον ίδιο δρόμο και φτάνοντας στον ξύλινο σταυρό σταματάει πάλι. Κατεβαίνει και βάζει τον παπά να ψάλει τρισάγιο
Θα πίστευε ίσως πως εκπληρώνει έτσι ένα θρησκευτικό του χρέος. Όμως για σένα που τον ήξερες, η πράξη του αυτή είχε άλλο νόημα. Ήτανε το μνημόσυνο ενός πατέρα στον τάφο του παιδιού του…».
Ο ταγματάρχης Κωστάκης, όπως αποκαλύπτουν τα παιδιά του, είχε πάντα μαζί του την Αγία Γραφή, καθώς και μία εικόνα της Αγίας Βαρβάρας, την οποία είχε βρει το 1923, κατά την οπισθοχώρηση στα περίχωρα του Ουσάκ σε κάποια μισοκαμένη εκκλησία.
Ο θρυλικός ταγματάρχης γεννήθηκε το 1891 στο χωριό Μπετσιά Σουλίου.
Αποφοίτησε από το Σχολαρχείο ‘Ανω Πεδινών και υπηρέτησε ως δάσκαλος σε χωριά της Λάκκας Σουλίου, τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Ήπειρο και στην συνέχεια μετανάστευσε στην Αίγυπτο.
Όταν ξεκίνησε απελευθερωτικός αγώνας εναντίον των Τούρκων, επιστρέφει στην πατρίδα, για να καταταγεί ως εθελοντής τον Ιανουάριο του 1913 στην Πρέβεζα. Παίρνει μέρος σε όλες τις μάχες και λαμβάνει το πρώτο παράσημο ανδρείας. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία της πατρίδας και γίνεται μόνιμος υπαξιωματικός του Ελληνικού Στρατού.
Το 1919 μετέχει με το ελληνικό εκστρατευτικό Σώμα στην καταστολή της Οκτωβριανής Επανάστασης και προάγεται σε ανθυπασπιστή επ’ ανδραγαθία. Στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας πολέμησε στο Εσκί-Σεχίρ και στο Αφιόν-Καραχισάρ.
Όταν επέστρεψε στην πατρίδα παντρεύτηκε στα Ιωάννινα και απέκτησε 4 κόρες και ένα γιό. Ως ανθυπολοχαγός, ανέλαβε διοικητής πυροβολαρχίας και όταν το 1937 πήρε τον βαθμό του Ταγματάρχη υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες πυροβολικού.
Ο Δημήτρης Κωστάκης αποστρατεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1940,όμως λόγω των σοβαρών εξελίξεων εκείνης της εποχής, με αίτησή του, τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς επιστρέφει στο στράτευμα ως έφεδρος εκ μονίμων. Μετά τη συνθηκολόγηση, συνελήφθη και επί 3,5 χρόνια έζησε σε κατάσταση ομηρίας σε στρατόπεδα της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Πολωνίας, μέχρι τον Αύγουστο του 1945, οπότε και απελευθερώνεται από τα ρωσικά στρατεύματα.
Μετά τον πόλεμο ασχολήθηκε με κοινωνικό έργο, ενώ ήταν και επίτροπος στην εκκλησία της γειτονιάς του στα Ιωάννινα στην Αγία Μαρίνα. Πέθανε 3 Νοεμβρίου το 1961. Στην κηδεία τον τίμησαν όλοι οι συναγωνιστές του, οι φαντάροι που επέζησαν και συμπολίτες του. «Δεν υπήρχε εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης. Ούτε ένα στεφάνι. Ούτε ένας τιμητικός πυροβολισμός πάνω από τον τάφο του, ούτε κιλλίβαντας, γιατί ήταν δημοκράτης» αναφέρει η κόρη του.
Η ελληνική πολιτεία, 53 χρόνια μετά τον θάνατο του, θα τιμήσει τον θρυλικό ταγματάρχη, στις 4 Δεκεμβρίου με τα αποκαλυπτήρια της προτομής του, στο Μεγάλο Πεύκο. Ωστόσο, τον Νοέμβριο του 2000, οι συντοπίτες του από τα χωριά της Λάκκας Σουλίου, έστησαν προτομή του ήρωα κανονιέρη, στην γενέτειρα του τη Μπεστιά, ενώ στο προάστιο Ελεούσα και τη συνοικία της πόλης των Ιωαννίνων Καλούτσανη, δύο δρόμοι έχουν την ονομασία «Ταγματάρχη Κωστάκη» με απόφαση των τοπικών αρχών, παλαιότερα.