Η Μάνη έχει πρωταγωνιστήσει σε όλα τα «αναρχικά» επεισόδια της ιστορίας μας -Ορλοφικά, επαναστάσεις, Επανάσταση, εξεγέρσεις- και το Οίτυλο επονομαζόταν Μεγάλο Αλγέρι, εξαιτίας της δράσης των πειρατών και των κουρσάρων στις δυσπρόσιτες ακτές του, που αποτελούσαν καταφύγιο και ορμητήριο για τους ναυτικούς που ζούσαν από το παράνομο εμπόριο και σκορπούσαν τον τρόμο στους κατοίκους των παραθαλάσσιων περιοχών σε νησιά και ηπειρωτική Ελλάδα. Κανένα λιμάνι του ελλαδικού χώρου δεν έμεινε ανεπηρέαστο από τις πειρατικές επιδρομές από τα βυζαντινά χρόνια και έως το τέλος της τουρκοκρατίας, αλλά και πιο ύστερα. Μάλιστα, πολλοί ορεινοί οικισμοί χρωστούν την ύπαρξή τους ακριβώς σε αυτές τις επιδρομές, καθώς ο φόβος των πειρατών -που λεηλατούσαν, έκλεβαν, έπαιρναν σκλάβους και έκαιγαν υποδομές- οδήγησε ανά τους αιώνες τους κατοίκους των παραθαλάσσιων περιοχών να αναζητήσουν καταφύγιο στα ορεινά, όπου τα φονικά κανόνια των πλοίων τους δεν θα τους έφταναν.
«Παρόλο που η πειρατεία και το κούρσος έχουν προξενήσει μεγάλο ενδιαφέρον τα τελευταία 200 χρόνια στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία και ιστορία, δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς στην ελληνική ιστοριογραφία», έλεγε στην «Καθημερινή» η καθηγήτρια η καθηγήτρια της Ναυτιλιακής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τζελίνα Χαρλαύτη, η οποία ήταν επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής του 2ου Διεθνούς Συνεδρίου Περιήγησης και Χαρτογράφησης του Ελληνικού Χώρου, με τίτλο «Κουρσάροι και Πειρατές στην Ανατολική Μεσόγειο, 15ος-19ος αι.» του Sylvia Ioannou Foundation, που πραγματοποιήθηκε στις 17-19 Οκτωβρίου 2014 στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Γιατί, λοιπόν, η πειρατεία και το κούρσος δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς; Τούτο οφείλεται στα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει ο ιστορικός στην τεκμηρίωση, καθώς κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα όπου δρούσαν οι κουρσάροι, η σημερινή ελληνική επικράτεια ήταν κάτω από την οθωμανική ή ενετική κυριαρχία.
Οι Έλληνες, σύμφωνα με την κυρία Χαρλαύτη, ήμασταν εξαιρετικοί κουρσάροι, αλλά και συχνά μάλιστα στην υπηρεσία των Οθωμανών, γεγονός που αποσιωπάται συστηματικά.
ΟΙ ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ
Κατά τον 18ο αιώνα παρατηρείται έξαρση της πειρατείας στον ελλαδικό χώρο. Οι Βενετοτουρκικοί πόλεμοι αποτέλεσαν εξαιρετική ευκαιρία για την ανάπτυξή της, ιδιαίτερα στη Μάνη. Οι συνθήκες επιβίωσης σε έναν τόπο άνυδρο και φτωχό όπως η Μάνη είναι πολύ δύσκολες. Ειδικότερα στη Μέσα Μάνη όπου το κλίμα και το τοπίο είναι πιο τραχύ και η συλλογή πόρων δυσκολότερη. Έτσι η πειρατεία για τους Μέσα Μανιάτες αποτέλεσε λύση στα θέματα επιβίωσης και διευκόλυνε την καθημερινή τους ζωή.
Στην Έξω Μάνη αν και υπήρχε και εκεί πειρατεία, δεν εκδηλώθηκε στον ίδιο βαθμό όπως στη Μέσα Μάνη. Κυριότερος παράγοντας υπήρξε η μεγαλύτερη αγροτική ανάπτυξη της Έξω Μάνης, το εύφορο έδαφος και η μεγαλύτερη εμπορική δραστηριότητα της περιοχής.
Κατά τα χρόνια της έξαρσης της πειρατείας, δόθηκε στη Μάνη από τους ξένους η ονομασία «Μεγάλο Αλγέρι», παρομοιάζοντάς την με αυτό τον τρόπο με το Αλγέρι , το οποίο ήταν το μεγαλύτερο κέντρο δουλεμπορίου στην Βόρεια Αφρική εκείνη την εποχή.
Τα πρώτα χρόνια της πειρατείας οι Μανιάτες επιδίδονταν σε ένα περίεργο είδος πειρατείας, την πειρατεία από στεριά. Αυτό γινόταν πιθανότατα λόγω της αδυναμίας των Μανιατών να αποκτήσουν ιδιόκτητα πλοία. Η τακτική που ακολουθούσαν ήταν η παραπλάνηση των πλοίων τη νύχτα ούτως ώστε να χάσουν την πορεία τους και να προσκρούσουν στα βράχια.
Η παραπλάνηση των πλοίων γινόταν ως εξής:
Υπήρχαν άτομα τα οποία επόπτευαν τη θάλασσα το βράδυ, συνήθως ήταν καλόγεροι ή παπάδες οι οποίοι παίρνανε μέρος και αυτοί στην επιχείρηση. όταν εντόπιζαν κάποιο πλοίο να πλέει κοντά στις ακτές ειδοποιούσαν και έσβηναν το φως του φάρου. Από πριν είχανε φροντίσει να έχουν ένα κοπάδι ζωντανά μαζί τους στα οποία κρεμάγανε μικρά φανάρια τα οποία τα άναβαν την ώρα που έσβηναν τα υπόλοιπα φώτα. Από μακριά το πλοίο έβλεπε τα φανάρια και οι ναυτικοί θεωρούσαν ότι ήταν τα φώτα των σπιτιών ενός χωριού. Έτσι έβαζαν πορεία προς τα φώτα και οι ντόπιοι σιγά σιγά μετακινούσαν το κοπάδι προς τις βραχώδης περιοχές, στις οποίες έπεφτε το πλοίο και εφορμούσαν οι Μανιάτες, λεηλατώντας το και καταστρέφοντάς το.
Η λεία αργότερα συγκεντρωνόταν και μοιραζόταν στα ίσα μεταξύ των Μανιατών.
Υπάρχει η φράση που χαρακτηρίζει την πειρατική δραστηριότητα στη Μάνη εκείνη την εποχή:
Από τον Κάβο Ματαπά
σαράντα μίλια μακριά
και από τον Κάβο Γκρόσσο
σαράντα κι άλλο τόσο.
Διάσημοι Μανιάτες πειρατές της εποχής ήταν ο Νικολός Σάσσαρης από τους Σασσαριάνους του Μεζάπου, ο Δημήτριος Καλκαντζής από το Γύθειο, ο Σαμπάτης Λέκκας, ο Αντώνης και Γιάννης Μανιάτης, ο Αντώνης Κοσμάς από τη Βάθεια, ο Πηλόκωτσος από τον Κυπριανό, η οικογένεια των Κουτσουλιεριάνων, οι Αραπάκηδες, οι Ρίτσοι, οι Ρόζοι, οι Χαραμιάνοι από την Κοίτα, οι Τρουπάκηδες, οι Μαντουβαλιάνοι από τους Μπουλαριούς, οι Μαυρομιχάληδες κ.α.
Τη φήμη του μεγαλύτερου πειρατή στη Μάνη ανάμεσα σε άλλους κατείχε ο Λιμπεράκης Γερακάρης από τους Κοσμάδες της Βάθειας, ο οποίος διετέλεσε μπέης της Μάνης και υπήρξε η αιτία για την μετανάστευση των Στεφανοπουλέων από τη Μάνη στην Κορσική.
Οι Βενετοί στο διάστημα των βενετοτουρκικών πολέμων ευχαρίστως επέτρεπαν στους Έλληνες υπηκόους τους άσκηση πειρατείας και κατασκοπείας παραχωρώντας τα απαραίτητα πλοία. Έτσι έδρασαν περί το 1570 οι Κερκυραίοι Πέτρος Λάντζας, Χ. Κοντοκάλλης, Π. Μπούας, Στ. Χαλικιόπουλος, ο Σφακιώτης Μ. Σπανόπουλος, οι Κρητικοί: αδελφοί Μακρή, Ν. Φασιδώνης, Π. Καράβελος, Μανούσος Θεοτοκόπουλος, αδελφός του μεγάλου ζωγράφου. Οι Μανιάτες παράλληλα με την πειρατεία ξηράς ασκούσαν πειρατεία στη θάλασσα με φελούκες και βάρκες, συχνότερα στις γειτονικές περιοχές του Ιονίου. Στον 25ετή Κρητικό πόλεμο οι Βενετοί επιζητούσαν τη διάσπαση από τους Μανιάτες του αποκλεισμού και τον ανεφοδιασμό τους με κάθε είδους εφόδια όπως και την πειρατική δραστηριότητα των Σφακιανών στα νότια της Κρήτης. Μετά το τέλος του Κρητικού πολέμου οι Μανιάτες συνεργάζονταν με τους πολυάριθμους Γάλλους κουρσάρους της Μάλτας στο Αρχιπέλαγος όπου το κουρσός είχε γίνει τρόπος ζωής και δεν μπορούσε να περιοριστεί. Την ίδια εποχή Μυκονιάτες και Παριανοί άρπαζαν Τούρκους και επιδίδονταν σε εμπόριο σκλάβων.
Βέβαια, η έκταση των ελληνικών δραστηριοτήτων ήταν αμελητέα συγκρινόμενη με τη δράση μεγάλων, πολυεθνικών θα λέγαμε, πειρατικών ιστιοφόρων που στα τέλη του ΙΖ’ αιώνα καταδίωκαν Ελληνες καραβοκύρηδες στο Αιγαίο και με συστηματικές αποβάσεις άρπαζαν από τη Ρόδο, την Κύπρο, τη Συρία Τούρκους σκλάβους. Ανήκαν σε κεφαλαιούχους -εκμεταλλευτές δούλων του Λιβόρνο, όμως οι πλοίαρχοι και αξιωματικοί ήταν διαφόρων εθνικοτήτων: Κορσικανοί, Προβηγκιανοί, Πορτογάλοι, Ολλανδοί, Αγγλοι. Τα πληρώματα προέρχονται από τα αποβράσματα των λιμανιών της Μεσογείου. Οι καπετάνιοι πλούτιζαν κλέβοντας και τους Έλληνες και τον εφοπλιστή -ιδιοκτήτη που τελικά κέρδιζε εκμεταλλευόμενος τους σκλάβους χωρίς να διακινδυνεύει στην πειρατεία. Αυτή ήταν η κατάσταση στις ελληνικές θάλασσες στις παραμονές του ΙΗ’ αιώνα.
ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΜΑΝΙΑΤΙΚΗΣ ΠΕΙΡΑΤΕΙΑΣ
Σύμφωνα με έρευνα του Γ.Β. Νικολάου στον ΙΖ’ τόμο των «Λακωνικών σπουδών», τον Ιούνιο του 1776 έγινε πειρατεία στο στενό μεταξύ των Κυθήρων και της ανατολικής πλευράς της μανιάτικης χερσονήσου. Οι πειρατές είχαν επικεφαλής τον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, πατέρα του πρωτεργάτη της Επανάστασης του 1821 Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Το πλοίο τους ήταν γαλιότα με πλήρωμα ογδόντα Μανιάτες και Σφακιανούς και κατέλαβαν δύο βενετσιάνικα πλοία και το γαλλικό «Jean Baptiste», με φορτίο καπνού. Τα τρία πλοία οδηγήθηκαν στην Καρδαμύλη, που ήταν τότε έδρα του ηγεμόνα καπετάνιου Μιχαήλ Τρουπάκη. Ο πλοίαρχος και δύο ναύτες του γαλλικού πλοίου εστάλησαν στον πρόξενο της Γαλλίας, για να διαπραγματευτούν την καταβολή σαράντα χιλιάδων πιάστρων ως λύτρα για την απελευθέρωση των υπόλοιπων μελών του πληρώματος και την επιστροφή του πλοίου και του φορτίου του. Σύμφωνα με έγγραφο που έστειλαν οι οθωμανικές αρχές από την Κορώνη στην Κωνσταντινούπολη, συνένοχος στην πειρατεία θεωρήθηκε και ο ηγεμόνας της περιοχής Μιχαήλ Τρουπάκης, καθώς ήταν ιδιοκτήτης της πειρατικής γαλιότας και την είχε πουλήσει εικονικά στον Κολοκοτρώνη, ο οποίος ασκούσε τότε πειρατεία. Το αντάλλαγμα γι’ αυτή τη διευκόλυνση ήταν βέβαια το ήμισυ των λύτρων που θα εισέπρατταν οι πειρατές από τους Γάλλους. Μετά την αδυναμία της οθωμανικής διοίκησης να διευθετήσει το όλο θέμα, οι Γάλλοι έστειλαν το πλοίο «Atalantis» να επιτεθεί στην Καρδαμύλη και στον πύργο του Τρουπάκη. Στόχος τους ήταν να εκφοβίσουν τους κατοίκους, ώστε οι τελευταίοι να τους παραδώσουν την πειρατική γαλιότα. Όμως, οι ετοιμοπόλεμοι Μανιάτες τους αντιμετώπισαν σθεναρά, και μετά τον τραυματισμό του κυβερνήτη και δύο ναυτών οι Γάλλοι αποχώρησαν άπραγοι.
Σύμφωνα με άλλο υπόμνημα του Γάλλου εμπόρου Σοβέ, το 1817 ο Παναγιώτης Τρουπάκης, ο επονομαζόμενος Μούρτζινος, διοικούσε την καπετανία της Ανδρούβιστας με πρωτεύουσα την Καρδαμύλη. Ο πατέρας του τού είχε διαθέσει μια γαλιότα, με την οποία ασκούσε πειρατεία. Ο Μούρτζινος είχε καταλάβει κοντά στα Κύθηρα δύο εμπορικά πλοία, ένα γαλλικό και ένα βενετσιάνικο, τα οποία εξαγόρασε ο Σοβέ μαζί με τα πληρώματα καταβάλλοντας οκτώμισι χιλιάδες γρόσια. Ο πατέρας του Μούρτζινου, Μιχαήλ Τρουπάκης, είχε εκλεγεί παλαιότερα μπέης της Μάνης. Επειδή όμως ασκούσε πειρατεία αλλά και παρείχε άσυλο στους κλεφτοκαπεταναίους, οι οποίοι απ’ την Καρδαμύλη λεηλατούσαν τους Τούρκους της Μεσσηνίας, συνελήφθη και κρεμάστηκε από το κατάρτι της ναυαρχίδας του Τούρκου αρχιναύαρχου στη Μυτιλήνη.
Σύμφωνα με την Αλεξάνδρα Κραντονέλλη, το 1801 οι προεστοί της Ύδρας μήνυσαν στον διερμηνέα του οθωμανικού στόλου ότι δύο μανιάτικες τράτες κούρσευαν έξω από την Ύδρα. Στις 4 Φεβρουαρίου 1803, ο Γεώργιος Βούλγαρης ανήγγειλε από την Ύδρα στους προεστούς των νησιών του αρχιπελάγους ότι έλαβε διαταγή από τον Τούρκο αρχιναύαρχο να καταδιώξει τον πειρατή Λωβό και άλλους Μανιάτες πειρατές. Γι’ αυτόν τον σκοπό, έστειλε τον μπας ρεΐζη των Υδραίων καπετάν Γιάννη Καραντάνη με μια τράτα αρματωμένη με δύο κανόνια και είκοσι παλικάρια για να συλλάβουν τους Μανιάτες. Ο ίδιος ο Βούλγαρης αναχώρησε από την Ύδρα με μια γαλιότα, με στόχο να αιχμαλωτίσει τους κλέφτες και να τακτοποιήσει την κατάσταση στη Μάνη. Δηλαδή, να διχάσει τους Μανιάτες και να συλλάβει τον μπέη Παναγιώτη Κουμουνδουράκη, ο οποίος υπέθαλπτε την πειρατεία, παρείχε άσυλο στους πειρατές και διατηρούσε οργανωμένο δίκτυο πληροφοριών και κλεπταποδόχων.
Σε άλλο περιστατικό, μερικοί Μανιάτες σε επιδρομή στη Σχοινούσσα αιχμαλώτισαν μια βάρκα με το πλήρωμά της και την οικογένεια του Γεωργάκη Μπαρδάκα, σούδιτου Ρώσου, ενώ ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για τη Νάξο. Οι πειρατές ξεγύμνωσαν τον Μπαρδάκα και τη συντροφιά του, που κατέφυγαν στις προξενικές αρχές της Νάξου και κατήγγειλαν τα εξής:
«Ναξία 1816, Απρίλιος 2 Ε.Ν. ημέρα Τρίτη επαρουσιάσθηκαν εις την Καντζελλαρίαν του Κονσολάρου του Αυτοκρατορικού των πασών Ρουσιών εις Ναξία οι κάτωθεν υπογεγραμμένοι Λάμπρος Ρεΐζης, Νεονής, Ιωβάνης, Ρώσος και Κωνσταντής Μεσμελής οι οποίοι με το να εφέρθησαν με την βάρκαν τους εις το νησάκι ονομαζόμενον Σκοινούσαν, από κάτω από την Ναξίαν διά να πάρουσι και να φέρουσι εδώ εις το πόρτο τον σινιόρ Γεωργάκη Μπαρδάκα, σούδιτον Ρούσσον με την μητέρα του και σύζυγόν του, εκεί είδανε εις τας ένδεκα του Φλεβάρη απερασμένους και επλάκωσαν εις εκείνο το νησί ένα καΐκι κλέπτικο καραβοκυρεμένο από ένα Κρανιδιώτη ονόματι Σανόπουλο του Σταμάτη Λέκα και οι λοιποί όλοι σύντροφοί του ήτονε Μανιάτες και εξεγύμωσαν τον άνωθεν σινιόρ Γεοργάκη Μπαρδάκα με την συντροφία του εις τρόπον οπού τον άφησαν με τον μοναχό πουκάμισο επειδή και ευρίσκονταν εις την στεριάν εκεί που αράξανε το καράβι όπου ήταν μπαρκάδο του Καπετάν Ιακουμάκη Λάμπρο Σαντορινιός και αφού τους εξεγύμνωσαν τους έβαλαν εις το καΐκι των άνωθεν γεμιτζήδων με τα μοναχά τους κορμιά και ήλθανε εις την Χώραν της Ναξίας. Ταύτα μαρτυρούσι εκ συνειδότος ως είναι γνωστά και εις όλο το νησί της Ναξίας βεβαιωμένο ιδιοχείρως τως.
Λάμπρος Ρεήζης Νεονής μαρτυρώ
Γιάκοβος Ρώσος μαρτυρώ
Γιοβάνης Ρώσος μαρτυρώ
Ιωάννης Χατζής μαρτυρώ
Αργύρης Ταμηράλης μαρτυρώ
Κωνσταντής Μεσμελής μάρτυς
Φραντζέσκος Γεράρδης
υποπρόξενος
σφραγίς δικέφαλος αετός
επιγραφή
Conoslato di Naxia et Paros»
Όμως, και η λαϊκή παράδοση κατέγραψε πειρατικές επιθέσεις των Μανιατών. Όπως αφηγείται ο Γεώργιος Ι. Τζαννετής, εκπαιδευτικός από τον Καλόξυλο Νάξου, «κάποτε, ένας πειρατής από τη Μάνη βγήκε στη Σχοινούσσα για πειρατεία. Διάλεξε λοιπόν να ληστέψει την εκκλησία Παναγία η Ακαθή. Την ώρα της ληστείας όμως ο κουρσάρος βλέποντας την εικόνα της Παναγίας να τον κοιτάζει συνεχώς, νόμισε πως τον παρακολουθούσε. Νευρίασε λοιπόν, έβγαλε την κουμπούρα του και πυροβόλησε την εικόνα καταστρέφοντάς την. Μετά πήρε τη λεία του και κατέβηκε για να φύγει. Αλλά στον δρόμο γλίστρησε, γκρεμίστηκε πλάι σε μια σπηλιά και σκοτώθηκε. Από τότε, η σπηλιά αυτή πήρε τ’ όνομα “Η σπηλιά του Μανιάτη”».
Περίφημο υπήρξε το περιστατικό με πρωταγωνιστή τον λόρδο Βύρωνα: κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής στο Σούνιο, εντόπισε στις σπηλιές κάτω από τον Ναό του Ποσειδώνα είκοσι Μανιάτες πειρατές που είχαν αιχμαλωτίσει μερικούς Έλληνες. Όταν οι πειρατές συνειδητοποίησαν ότι ένας λόρδος βρισκόταν στον λόφο, ετοιμάστηκαν να επιτεθούν για να τον αρπάξουν, με σκοπό να ζητήσουν λύτρα. Τελικά όμως η πάνοπλη συνοδεία του ποιητή τούς αποθάρρυνε.
Τέλος, πάλι από την Αλεξάνδρα Κραντονέλλη πληροφορούμαστε ότι στις 7 Ιουνίου 1810 ο ιερομόναχος Σταυριανός Λεβούμης έπεσε θύμα Μανιατών πειρατών έξω από τον Κάβο Μαλιά. Στις 16 Ιουλίου του ίδιου έτους μερικοί Υδραίοι εξόπλισαν και επάνδρωσαν μια τράτα για να καταδιώξουν τους Μανιάτες πειρατές που λεηλατούσαν πλοία στα νερά του Ευβοϊκού Κόλπου, της Τζιας, της Άνδρου, του Τρικερίου και της Σάμου. Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Κραντονέλλη «Ελληνική πειρατεία και κούρσος» περιέχει μεγάλο αριθμό ανάλογων γεγονότων.
Αν όμως αυτή ήταν η αρπακτική όψη της μανιάτικης πειρατείας, υπήρχε πάντα και η άλλη πλευρά. Ο Κωνσταντίνος Ράδιος στο διήγημά του «Κακαβούλια» αναφέρεται σε ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στο Πόρτο Κάγιο. Όπως γράφει, οι κάτοικοι της Μέσα Μάνης υπέφεραν από λοιμό που είχε προκληθεί από την ανομβρία και την έλλειψη γονιμότητας της γης. Οι γέροι και τα παιδιά είχαν αρχίσει να πεθαίνουν από την πείνα· οι κάτοικοι είχαν φτάσει στα όρια της απόγνωσης. Η μόνη τους ελπίδα ήταν να εμφανιστεί ένα καράβι στα νερά της Μάνης για να το κουρσέψουν. Πράγματι, κάποια στιγμή ένα ξένο πλοίο παρουσιάστηκε και οι Μανιάτες πανηγύρισαν. Χωρίς να χάσουν καιρό, το κατέλαβαν με γιουρούσι – μέσα όμως βρήκαν ανθρώπους πολύ πιο εξαθλιωμένους από τους ίδιους. Ήταν πρόσφυγες από έναν πόλεμο της δυτικής Ευρώπης. Λαβωμένοι, άρρωστοι, ταλαιπωρημένοι απ’ τις κακουχίες και την πείνα, είχαν αρχίσει να αργοπεθαίνουν. Οι Μανιάτες αποφάσισαν να τους περιθάλψουν. Ρυμούλκησαν το πλοίο τους στη στεριά και τους πρόσφεραν άσυλο και τροφή, παρόλη την πείνα και τη φτώχεια τους.
Ο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΠΕΙΡΑΤΗΣ
Όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν Ύπατος Αρμοστής των Ιονίων Νήσων, είχε καταδικάσει τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, επειδή έκανε παράνομο εμπόριο. Μάλιστα, αυτή ήταν η πρώτη επαφή ανάμεσα στον Γέρο του Μοριά και στον μελλοντικό κυβερνήτη της Ελλάδας, ο οποίος προσπάθησε να περιορίσει δραστικά την πειρατεία. Η Τζελίνα Χαρλαύτη εξηγεί: «Υπήρχαν επίσης πειρατές που ήταν ταυτόχρονα και ήρωες του 1821. Αναφέρομαι στη θαυμάσια, αλλά όχι γνωστή στο ευρύτερο κοινό, μελέτη της Δέσποινας Θέμελη-Κατηφόρη για τις πειρατικές λείες στη διάρκεια της Επανάστασης. Η ερευνήτρια βρήκε στοιχεία σε ένα αρχείο το οποίο αφορά το λειοδικείο που θεσμοθέτησε ο Καποδίστριας, όταν ανέλαβε καθήκοντα κυβερνήτη. Εκεί αναφέρει ότι οι Μαυρομιχαλαίοι, που είχαν άδεια κούρσου από την επαναστατική κυβέρνηση εναντίον των εχθρικών οθωμανικών πλοίων, ασκούσαν πειρατεία και εναντίον φιλικά προσκείμενων δυτικοευρωπαϊκών πλοίων. Το λειοδικείο του Καποδίστρια επέβαλε υψηλή ποινή για την πειρατική δράση της οικογένειας. Ο φόνος του Καποδίστρια είναι το κύκνειο άσμα της παλαιάς τάξης πραγμάτων και της μανιάτικης πειρατείας».
Βιβλιογραφία: «Το Οίτυλο διά μέσου των αιώνων», Μιχάλη Γρηγ. Μπατσινίλας, Αθήνα, 1998, «Καποδίστριας εναντίον κουρσάρων», άρθρο της Μαργαρίτας Πουρναρά, «Η Καθημερινή», 5.10.14, «Βίγλες ελλαδικού χώρου – οχυρωματικής – οικοδομικής – λεπτομέρειες – τρόποι στέγασης – αρχιτεκτονική χωροθέτηση – αποτύπωση», Παπασάβας Αδαμάντιος, Σταθόκωστας Αλέξανδρος, Μητρόπουλος Νικόλαος, Τμήμα Πολιτικών – Δομικών Έργων ΑΤΕΙ Πειραιά, 2007, «Η πειρατεία στους σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας», Αλεξάνδρα Κραντονέλλη, «Η Καθημερινή», 16.2.1997, «Το Μεγάλο Αλγέρι: Πειρατεία στη Μάνη», 18.8.12, maniatika.wordpresscom, .Κατερίνα Καριζώνη, Λεωνίδας Γουργουρίνης, Χάρης Γιαννόπουλος, «Πειρατεία στη Μάνη και στη Μεσόγειο»,
Εκδόσεις: Αδούλωτη Μάνη, Γ. Λ. Δημακόγιαννης.
Γαλανιάδη Εύα
Το καταπληκτικό αφιέρωμα δημοσιεύστηκε στο Arcadiaportal.gr