Συμφωνία της Γιάλτας: Τι πραγματικά έγινε στη Γιάλτα

Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ιστορικός – δημοσιογράφος

Στο διάστημα από 4 έως τις 11 Φεβρουαρίου 1945 πραγματοποιήθηκε στην Κριμαία- στο μέγαρο Λιβάντια που βρισκόταν κοντά στη Γιάλτα- η δεύτερη κατά σειρά διάσκεψη των ηγετών της Μ. Βρετανίας, των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ. Για την πραγματοποίηση της, οι βολιδοσκοπήσεις άρχισαν από το Καλοκαίρι του ’44.
«Ο Τσώρτσιλ- γράφει ο Ρεμόν Καρτιέ- αντιτάχθηκε με όλες τις δυνάμεις του στη επιλογή της Κριμαίας ως τόπου της διασκέψεως… Επρότεινε το Εδιμβούργο, το Νασάου, τη Μάλτα, την Αθήνα, τη Κύπρο, το Κάιρο, την Ιερουσαλήμ, τη Ρώμη… Όλα ήταν περιττά. Ο Στάλιν απαιτεί να γίνει σε σοβιετικό έδαφος η συνάντηση των τριών Μεγάλων».

Στις 3 Ιανουαρίου του 1945 ο Στάλιν κατέστησε σαφές, για μια ακόμη φορά ότι η Διάσκεψη έπρεπε να γίνει στο έδαφος της Σοβιετικής Ένωσης. «Θα είμαι ευτυχής- έγραφε σε γράμμα του προς τον Τσώρτσιλ- να ιδώ Σας και τον Πρόεδρον εις το έδαφος της χώρας μας και ελπίζω εις την επιτυχίαν της από κοινού εργασίας μας». Δύο ημέρες αργότερα ο Τσώρτσιλ απαντούσε: «Αναμένω την συνάντησιν αυτήν και είμαι ικανοποιημένος που ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πρόθυμος να πραγματοποιήση το μακρινόν αυτό ταξίδι».

Στις 10 Ιανουαρίου ο Στάλιν ανταπάντησε στο βρετανό ηγέτη ζητώντας την συγκατάθεσή του «όπως τόπος συναντήσεως ορισθή η Γιάλτα και ημερομηνία συναντήσεως η 2α Φεβρουαρίου». Ο Τσώρτσιλ έδωσε τη συγκατάθεση του δύο ημέρες αργότερα με μία λιτή φράση: «Οκέυ, και κάθε καλήν ευχήν». Οι σοβιετικοί ιστορικοί γράφουν ότι «το γεγονός της σύγκλισης αυτής της διάσκεψης σε σοβιετικό έδαφος έδειχνε ότι μεγάλωνε το κύρος και η διεθνής επιρροή της ΕΣΣΔ» .

Τελικά αυτή η διάσκεψη έμελλε να μείνει στην ιστορία όχι τόσο για όσα συνέβηκαν στο διάστημα των εργασιών της αλλά, κυρίως, για το γεγονός ότι λέξη «Γιάλτα» ή η φράση «Συμφωνία της Γιάλτας» καθιερώθηκε εκ των υστέρων να παραπέμπει στο μοίρασμα του κόσμου σε σφαίρες επιρροής. Ισχύει κάτι τέτοιο; Το ερώτημα θα απαντηθεί εφόσον εξετάσουμε τι πραγματικά συνέβηκε στη Γιάλτα το Φλεβάρη του 1945.

Ποια ζητήματα συζητήθηκαν στην Γιάλτα

Η Διάσκεψη κράτησε επτά ημέρες και είχε ως αντικείμενό της κυρίως τη μορφή του μεταπολεμικού κόσμου και τη δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων που θα εξασφάλιζαν μια στέρεη και διαρκή παγκόσμια ειρήνη. Ήταν απολύτως λογικό ένα τέτοιο περιεχόμενο της ατζέντας της διάσκεψης. Ο πόλεμος όδευε προς το τέλος του.

Ο κόκκινος στρατός απείχε από το Βερολίνο 100 περίπου χλμ. Η πτώση της Γερμανίας ήταν πλέον ζήτημα χρόνου. Έτσι η εικόνα του μεταπολεμικού σκηνικού ήταν αυτή που απασχολούσε περισσότερο.

Για τους αγγλοαμερικανούς η Διάσκεψη είχε εξαιρετική σημασία γιατί μέσω αυτής επιδίωκαν να περισώσουν ότι ήταν δυνατόν από την προπολεμική «υγειονομική ζώνη» γύρω από την ΕΣΣΔ. Δηλαδή την περικύκλωσή της από χώρες αντίθετου κοινωνικού συστήματος. Η ζώνη αυτή καταργούνταν στην πράξη από τις επιτυχίες του Κόκκινου Στρατού και την προέλασή του στην Ανατολική Ευρώπη, την τεράστια ανάπτυξη των αντιστασιακών κινημάτων στα οποία πρωταγωνιστούσαν κομμουνιστικά κόμματα σ’ ολόκληρο σχεδόν τον ευρωπαϊκό χώρο αλλά και την αλματώδη αύξηση της επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη.

Πριν πάνε στη Γιάλτα, οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας, πραγματοποίησαν συνάντηση κορυφής στη Μάλτα και καθόρισαν κοινή στρατηγική. Ήξεραν βέβαια ότι η παλιά «υγειονομική ζώνη» γύρω από τη ΕΣΣΔ δεν μπορούσε να διατηρηθεί κι έτσι αρκέστηκαν στην επιδίωξη να κρατήσουν στις γραμμές τους την Πολωνία δημιουργώντας τις προϋποθέσεις που θα τους επέτρεπαν να ασκούν αποφασιστικό έλεγχο στις εξελίξεις αυτής της χώρας. Άλλωστε γνώριζαν καλά πως η Πολωνία είχε τεράστια στρατηγική σημασία για την ασφάλεια της Σοβιετικής Ένωσης καθώς στο παρελθόν είχε χρησιμοποιηθεί πάντοτε ως ο διάδρομος για την προσβολή της εδαφικής ακεραιότητας της Ρωσίας κάτι που ο Στάλιν τόνισε στη Διάσκεψη με έμφαση.

Η Διάσκεψη επίσης ασχολήθηκε με την στρατιωτική προετοιμασία για το ολοκληρωτικό χτύπημα στο φασισμό, με το ζήτημα της μεταπολεμικής Γερμανίας, με το γιουγκοσλαβικό, με τις επανορθώσεις, με το ζήτημα της συγκρότησης και λειτουργίας του ΟΗΕ και με την είσοδο της ΕΣΣΔ στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας που επιθυμούσαν διακαώς οι αμερικανοί. Δεν πρέπει, άλλωστε, να παραβλέπουμε πως ο Ρούζβελτ πηγαίνοντας στη Διάσκεψη είχε στις βαλίτσες του μια πολύ καθαρή θέση από το Στέητ Ντιπάρτμεντ που έλεγε: «Πρέπει να έχουμε την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης για να νικήσουμε την Γερμανία. Έχουμε σοβαρή ανάγκη της Σοβιετικής Ένωσης στον πόλεμο εναντίον της Ιαπωνίας. Η σπουδαιότητα των δύο αυτών πραγμάτων μπορεί να υπολογιστεί σε αμερικάνικες ζωές».

Τι αποφάσισε η Διάσκεψη

Συνοπτικά η Διάσκεψη κατέληξε στις παρακάτω αποφάσεις. Σχετικά με το θέμα του ΟΗΕ έγινε αποδεχτή η φόρμουλα Ρούζβελτ για τις ψηφοφορίες στο Συμβούλιο Ασφαλείας και ορίστηκε η ιδρυτική διάσκεψη του οργανισμού να γίνει στον Άγιο Φραγκίσκο στις 25/4/1945. Στο Γερμανικό απορρίφθηκε, ύστερα από της σθεναρή στάση της ΕΣΣΔ, η πρόταση Τσόρτσιλ και Ρούζβελτ για διαμελισμό της Γερμανίας. Έτσι και οι τρεις δυνάμεις εξέφρασαν τη θέληση τους για εκμηδένιση του Γερμανικού μιλιταρισμού και του Ναζισμού και για την δημιουργία προϋποθέσεων ώστε η ειρήνη να μην ξαναπειληθεί από την Γερμανία. Επίσης υιοθετήθηκε η θέση πως ο πόλεμος δεν στοχεύει στην εκμηδένιση του γερμανικού λαού. Τέλος αποφασίστηκαν οι ζώνες κατοχής του Γερμανικού κράτους και κλήθηκε και η Γαλλία να καταλάβει μια απ’ αυτές. Για το Γιουγκοσλάβικο ζήτημα η διάσκεψη αποφάσισε τη δημιουργία μιας προσωρινής βουλής με την διεύρυνση του αντιφασιστικού συμβουλίου (βέτσε) εθνικής απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας από αντιφασίστες της τελευταίας Γιουγκοσλάβικης βουλής.

Στη Γιάλτα επίσης εγκρίθηκε η διακήρυξη για την απελευθερωμένη Ευρώπη, ένα κείμενο σπουδαίας σημασίας, που μεταξύ άλλων προέβλεπε ότι οι τρεις μεγάλες δυνάμεις θα βοηθούσαν από κοινού τις απελευθερωμένες χώρες να ανορθωθούν και να σχηματίσουν προσωρινές κυβερνήσεις στις οποίες θα αντιπροσωπεύονταν πλατιά όλα τα δημοκρατικά στοιχεία του πληθυσμού κλπ. Η διακήρυξη αυτή από άποψη αρχών ήταν μια πολύ καλή βάση για τη λύση του ελληνικού ζητήματος το οποίο τότε βρισκόταν σε όξυνση ύστερα από την βρετανική ένοπλη επέμβαση.

Σχετικά με το πολωνικό ζήτημα η διάσκεψη αναγνώρισε την Εθνική Δημοκρατική κυβέρνηση που είχε συγκροτηθεί στο εσωτερικό της Πολωνίας και ήταν φιλική προς την ΕΣΣΔ με την προϋπόθεση ότι αυτή θα διευρυνόταν με δημοκράτες του εσωτερικού και του εξωτερικού, δηλαδή φιλοδυτικά στοιχεία τα οποία δεν θα ήταν ακραίως αντικομμουνιστικά. Επίσης για το θέμα των μεταπολεμικών Πολωνικών συνόρων αποφασίστηκε ότι προς ανατολάς θα οροθετούνταν στη γραμμή Κώρζον με ορισμένες μικροδιορθώσεις ενώ προς δυσμάς και προς βορράν διατυπώθηκε η δέσμευση για μελλοντική επέκτασή τους.

Τέλος για την είσοδο της Σοβιετικής Ένωσης στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας, συμφωνήθηκε ότι αυτό θα γινόταν 2 με 3 μήνες μετά την λήξη του πολέμου στην Ευρώπη. Επίσης συμφωνήθηκαν και οι πολιτικοί όροι για μια τέτοια εξέλιξη: επιτεύχθηκε η επίσημη αναγνώριση της ΣΔ Μογγολίας, η επιστροφή των νησιών Κουρίλες στην ΕΣΣΔ, η συμμετοχή της ΕΣΣΔ στην εκμετάλλευση της σιδηροδρομικής γραμμής της βόρειας Κίνας, στη σιδηροδρομική γραμμή της Νότιας Μαντζουρίας κ.ο.κ.

Το ελληνικό ζήτημα στη Γιάλτα

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που συνδέουν τη Διάσκεψη της Γιάλτας με τις τότε εξελίξεις στην Ελλάδα χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα το γεγονός ότι στο ίδιο, περίπου, χρονικό διάστημα που οι τρεις μεγάλοι συσκέπτονταν στην Κριμαία πραγματοποιήθηκε και η διάσκεψη της Βάρκιζας ανάμεσα στους εκπροσώπους του ΕΑΜικού κινήματος και την κυβέρνηση της Αθήνας. Ο χρόνος, βεβαίως, παίζει τα δικά του παιχνίδια στην ιστορία αλλά πέραν του κοινού χρονικού διαστήματος δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να συσχετίζει τη Βάρκιζα με τη Γιάλτα.

Το ελληνικό ζήτημα δεν απασχόλησε τη Διάσκεψη της Γιάλτας, δεν υπήρχε, καν, στην ατζέντα των θεμάτων συζήτησης αν και στο περιθώριο των εργασιών της έγιναν κάποιες αναφορές, κυρίως από την πλευρά των σοβιετικών και με βασικό σκοπό να διευκρινιστούν οι προθέσεις των βρετανών.

Στα αμερικάνικα ντοκουμέντα, γύρω από τη Διάσκεψη, αναφέρεται ότι ο Στάλιν είχε ένα διάλογο με τον Τσόρτσιλ, σχετικά με τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα ο Στάλιν φέρεται να ρωτάει τον Άγγλο Πρωθυπουργό για το θέμα με πολύ προσεκτικό τρόπο. Για την αξιοπιστία του διαλόγου που κατέγραψαν οι Αμερικανοί κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος δεδομένου ότι τα ντοκουμέντα αυτά παρουσιάζουν αντιφάσεις. Οι δύο Αμερικανοί πρακτικογράφοι της διάσκεψης, ο Μπόλεν και ο Μάθιους δίνουν διαφορετική την εικόνα εκείνου του διαλόγου. Σύμφωνα με τα πρακτικά του Μπόλεν, ο Στάλιν φέρεται να λέει στον Τσόρτσιλ ότι οι Έλληνες δεν έχουν μάθει να συζητούν μεταξύ τους γι’ αυτό και κόβει ο ένας το λαιμό του άλλου. Στα πρακτικά του Μάθιους, όμως αναφέρεται ότι τα παραπάνω ο Στάλιν δεν τα είπε για τους Έλληνες αλλά για τους Γιουγκοσλάβους.

Ένα δεύτερο, ατράνταχτο, στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι το ελληνικό θίχτηκε στη Γιάλτα, είναι η αλληλογραφία του Στάλιν με τον Τσόρτσιλ. Συγκεκριμένα στις 9/2/1945- μια μέρα μετά αφότου, όπως λέγεται, ο Στάλιν έθιξε το ελληνικό ζήτημα, ο Τσόρτσιλ στέλνει στο Σοβιετικό ηγέτη υπόμνημα με τον οποίο τον πληροφορεί για την κατάσταση στην Ελλάδα. Το ελληνικό, συνεπώς, τέθηκε στη διάσκεψη της Γιάλτας από τη Σοβιετική ηγεσία κι ασφαλώς δεν τέθηκε τυχαία. Η ΕΣΣΔ ήθελε να δείξει πως παρακολουθούσε από κοντά τα γεγονότα.

Η Γιάλτα μετά τη… Γιάλτα

Η Διάσκεψη της Γιάλτας και οι συμφωνίες που υπογράφηκαν εκεί αποδείχτηκε πως δυσαρέστησαν αρκετούς στον δυτικό κόσμο. Κι αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στις ΗΠΑ. Τρία χρόνια μετά το θάνατο του Ρούσβελτ ξεσηκώθηκε ένα τεράστιο κύμα κριτικής για τον τρόπο με τον οποίο ο αμερικανός πρόεδρος είχε χειριστεί τα αμερικανικά συμφέροντα στη Γιάλτα.

Ο Ρούσβελτ κατηγορήθηκε ότι υπήρξε αρκετά διαλλακτικός απέναντι στην ΕΣΣΔ κάνοντας απαράδεκτες υποχωρήσεις προς τον Στάλιν και τη σοβιετική αντιπροσωπεία. «Αι μομφαί- γράφει ο Κοραντής- αίτινες επερρίφθησαν εις την μνήμην του Φρανκλίνου Ρούσβελτ, αφεώρουν, προ πάντων, εις την πολιτικήν επί του Γερμανικού, εις το ατελεσφόρητον του γενομένου συμβιβασμού επί του Πολωνικού ζητήματος και εις την εν Άπω Ανατολή αφεθείσαν θέσιν εις την ρωσικήν δύναμιν. Διατί παρεχώρησεν εις την Σοβιετικήν Ένωσιν μίαν τόσο ευρείαν ζώνην κατοχής εν Γερμανία; Διατί συνήνεσε να τεθή η Πολωνία εις κατάστασιν εξαρτήσεως έναντι του Σοβιετικού Κράτους; Διατί εζήτησε την επέμβασιν του ρωσικού στρατού εις τον πόλεμον της Άπω Ανατολής, ενώ η χρήσις της ατομικής βόμβας θα ήρκει, εξ μήνας βραδύτερον, να επιβαλη την συνθηκολόγησιν εις Ιαπωνίαν; Διατί να αποδώση εις τη ρωσικήν επιρροήν την Ματζουρίαν, δηλαδή να δώσει εις την Σοβιετικήν κυβέρνησιν την δυνατότητα να τείνη την χείρα εις τους Κινέζους κομμουνιστάς;».

Δίπλα βέβαια στους επικριτές βρέθηκαν κι εκείνοι που θέλησαν να υπερασπιστούν το νεκρό Ρούζβελτ με ισχυρισμούς ότι στη Γιάλτα ήταν άρρωστος και δεν καταλάβαινε τι έκανε, ότι το φταίξιμο ήταν του Στάλιν που καταπάτησε τα συμφωνηθέντα κ.ο.κ. Απ’ όλη αυτή τη συζήτηση για το αν έπραξε καλά ή όχι στη Γιάλτα ο Ρούσβελτ, αποδεικνύεται περίτρανα πως είναι παραμύθια όλα όσα λέγονται περί συμφωνίας τηςΓιάλτας για το μοίρασμα του κόσμου. Αν κάτι τέτοιο ήταν αληθινό οι αμερικανοί δεν θα βρισκόταν στην ανάγκη να ασκήσουν αυτού του είδους την κριτική σ’ ένα νεκρό πολιτικό ηγέτη όπως ο Ρούσβελτ.

«Η Γιάλτα- γράφει ο Καρτιέ- έχει μικρότερη σημασία από εκείνην που της αποδίδεται συνήθως. Λέγεται ότι η διάσκεψη εκείνη παρέδωσε στη σοβιετική αυτοκρατορία 100 εκατομμύρια Ευρωπαίων. Αυτό συμβολικά μόνο αληθεύει. Όταν συνήλθε η διάσκεψη η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Γιουγκοσλαβία, η Ουγγαρία, ένα μέρος της Τσεχοσλοβακίας, η Πολωνία, η Πρωσία και η Σιλεσία είχαν καταληφθεί από τους Ρώσους. Η Γιάλτα υπήρξε απλώς τόπος διαπιστώσεως και επικυρώσεως του τετελεσμένου γεγονότος». Δεν μπορεί κανείς να μην σημειώσει το ρεαλισμό των διαπιστώσεων του Καρτιέ. Ορθότερο, κατά τη γνώμη μας, είναι αυτό που σημειώνει ο σοβιετικός Β. Μπερεζκοφ. «Οι σκοποί, όμως, που διακήρυξαν στη Γιάλτα οι ηγέτες τω τριών Δυνάμεων του αντιχιτλερικού συνασπισμού- γράφει χαρακτηριστικά- δεν εξυπηρετούσαν τις επιδιώξεις εκείνων που ετοίμαζαν τον Ψυχρό Πόλεμο. Γι’ αυτό και άνοιξαν πυρ κατά των αποφάσεων ης Γιάλτας».

Εδώ νομίζουμε πως βρίσκεται όλη η ουσία των μεταπολεμικών μύθων. Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος με την έκβασή του άλλαξε την όψη του κόσμου. Δίπλα στον παγκόσμιο καπιταλισμό δημιουργήθηκε κι ένα παγκόσμιο σύστημα που συνέδεε τις χώρες του τέως υπαρκτού σοσιαλισμού αλλά κι εκείνες που ακολουθούσαν το δρόμο της ανεξαρτησίας σε σχέση με τις μεγάλες δυτικές δυνάμεις ή αναζητούσαν μια άλλη πορεία λιγότερο ή περισσότερο κοντινή προς τον σοσιαλισμό αλλά πάντως όχι φιλοκαπιταλιστική. Η Γιάλτα αναγνώρισε αυτό το νέο δεδομένο με τις διακηρύξεις της για τις σχέσεις μεταξύ λαών και κρατών στη μεταπολεμική εποχή, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα τα στρατιωτικά δεδομένα της εποχής και την ΕΣΣΔ ως μεγάλη δύναμη. Με αυτή την έννοια επικύρωσε ένα νέο status quo για την Ευρώπη και τον κόσμο, το οποίο ναι μεν ο ψυχρός πόλεμος το αμφισβήτησε αλλά αυτό διατηρήθηκε ως την εποχή των μεγάλων αλλαγών 1989- 1991 που αυτό το status quo ανατράπηκε πλήρως.-

Διαβάστε επίσης:

Συμφωνία της Γιάλτας: Πώς μοιράστηκε ο κόσμος
 
Συμφωνία της Γιάλτας: Το διεθνές «Ζατρίκιον» – Η Γιάλτα και η ελληνική Αριστερά