«Σ’ ένα χαντάκι, σκεπασμένο με χιόνι, ο ψαρής μου κόλλησε. Πεινασμένο, μουσκεμένο ως το κόκαλο, ταλαιπωρημένο από το αδιάκοπο τρέξιμο πάνω στα κατσάβραχα ήταν γραφτό του να μείνει εκεί. Το χάιδεψα λίγο στο σβέρκο και το φίλησα. Και κίνησα. Σε λίγα βήματα γύρισα να ιδώ για τελευταία φορά. Μπορεί να ήταν ζώο, αλλά ήταν σύντροφος στον πόλεμο. Είχαμε δει τόσες φορές μαζί το θάνατο, είχαμε περάσει μαζί μερόνυχτα ζωής τέτοια που δεν λησμονιέται ποτέ. Και το είδα να με κοιτάζει που έφευγα. Τι ματιά ήταν αυτή βρε παιδιά. Πόσο παράπονο, πόση λύπη φανέρωνε. Μ’ έπιασε το κλάμα. Ο πόλεμος δεν αφήνει καιρό για τέτοια. Σε μια στιγμή σκέφτηκα να το σκοτώσω. Δεν βάσταξε όμως η καρδιά μου. Και το άφησα εκεί. Με κοίταζε ώσπου χάθηκα πίσω από τον βράχο».
Η μαρτυρία αυτή πολεμιστή του ’40, όπως τη μεταφέρει σε μεγάλο αφιέρωμά του για τα μόνοπλα του Ελληνικού Στρατού, αυτούς τους λησμονημένους ήρωες, όπως χαρακτηριστικά τους αποκαλεί, ο διευθυντής του Γ’ Κτηνιατρικού Νοσοκομείου, γενικός αρχικτηνίατρος, συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Τερψίδης, αποτελεί ίσως την πλέον αδιάσειστη απόδειξη της μεγάλης προσφοράς των ίππων, των ημιόνων και των όνων στις μάχες που έχει δώσει στον ρου της Ιστορίας ο Ελληνικός Στρατός.
«Η ιστορία των μόνοπλων ζώων (ίππος, ημίονος, όνος) συνδέεται στενά με την ιστορία του ανθρώπου αφού, μαζί μ’ αυτά, διέσχισε αχανείς πεδιάδες, πέρασε δύσβατα και απρόσιτα βουνά και βρήκε κατάλληλους τόπους για να εγκατασταθεί. Σε όλες τις πολεμικές αναμετρήσεις του έθνους μας, τα μόνοπλα αποτέλεσαν βασικό στοιχείο της πολεμικής μας μηχανής, με το ιππικό ως μάχιμο όπλο, με κύρια χαρακτηριστικά την ταχύτητα και ευκινησία του και τους ημίονους ως μεταγωγικά. Έπεσαν κατά χιλιάδες και δόξασαν τον Στρατό στα ιερά πεδία των μαχών» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο συνταγματάρχης Κ. Τερψίδης.
Από την αρχαιότητα -συμπληρώνει- τα μόνοπλα και ο τρόπος χρησιμοποίησής τους αποτελούσαν καθοριστικό παράγοντα για τη μορφή του στρατού και της έκβασης της μάχης. Η πολεμική χρήση του αλόγου, ζεμένου σε άρμα, ήταν δείγμα κοινωνικής υπεροχής, ενώ το ιππικό αναπτύχθηκε κάτω από ειδικές εδαφικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες κυρίως στις περιοχές της Θεσσαλίας, Μακεδονίας και σε πόλεις της Μ. Ασίας και Σικελίας.
Τα μόνοπλα, επί σειρά ετών, ήταν η κινητήρια δύναμη του Ελληνικού Στρατού και υπήρχε ένας ολόκληρος μηχανισμός που φρόντιζε για τη διατροφή, τα πέταλα, τα είδη σαγής, τα σαμάρια, τα χαλινάρια, τους αναβολείς ακόμη και για αδιάβροχα και κουβέρτες για την μεταφορά όπλων, όλμων, κανονιών και πυρομαχικών.
Η συμμετοχή των μονόπλων στους αγώνες του έθνους καταγράφεται εντυπωσιακή και αριθμητικά: στον ελληνοτουρκικό πόλεμο έλαβαν μέρος 2.900 μόνοπλα, στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) 29.000, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο 47.169, στην εκστρατεία στην Κριμαία (1919) 10.132, στη Μικρά Ασία (1919-1922) 62.000, στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940) 150.000, στις στρατιωτικές επιχειρήσεις την περίοδο από 1946-1949 32.000 μόνοπλα.
Για χώρες, όπως η Ελλάδα, με ορεινή σύνθεση εδάφους και ανύπαρκτα ή περιορισμένα μηχανοκίνητα στρατιωτικά μέσα σε όλες τις πολεμικές αναμετρήσεις του 20ού αιώνα, βασικό στοιχείο της πολεμικής μηχανής αποτέλεσαν τα μόνοπλα, σημειώνει ο κ. Τερψίδης στο εκτενές αφιέρωμά του, με την πληθώρα ιστορικών πληροφοριών και σπάνιου φωτογραφικού υλικού.
Η αριθμητική επάρκεια των μονόπλων σε συνάρτηση με τη σωματική τους διάπλαση, την υγιεινή τους κατάσταση και την ικανότητά τους για εκστρατεία, έκριναν το αξιόμαχο του στρατεύματος, τονίζει.
Κατά την περίοδο 1936-1940 και στο πλαίσιο της προπαρασκευής του Στρατού προς πόλεμο, έγιναν σημαντικές προσπάθειες για να βελτιωθεί η μαχητική του ικανότητα και -μεταξύ άλλων- για την προμήθεια 6.000 μονόπλων διατέθηκαν 108.783.456 δρχ.
Η συνολική δύναμη του στρατεύματος σε μόνοπλα ανήλθε σε 150.000, από τα οποία τα 120.000 βρίσκονταν σε μονάδες της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, επισημαίνεται στο αφιέρωμα του κ. Τερψίδη.
«Η μη δυνατότητα προστασίας των μόνοπλων από το σφοδρό ψύχος, κυρίως σε προωθημένα και εν κινήσει τμήματα, είχε σαν συνέπεια τον θάνατο χιλιάδων. Χαρακτηριστικό είναι πως το πρώτο δίμηνο του πολέμου, οι απώλειες της Μεραρχίας Ιππικού σε μόνοπλα υπερέβησαν το 50%» τονίζεται.
Η περίοδος 1955-1990 χαρακτηρίζεται από τη βαθμιαία μηχανοκίνηση των Μονάδων, την ενίσχυσή τους με βαριά όπλα και την ανάπτυξη των τεθωρακισμένων.
Το 1963 απομακρύνθηκαν τα μόνοπλα από Μονάδες Μεραρχιών και συγκροτήθηκαν τα Τάγματα Ορεινών Μεταφορών (ΤΟΜ), τα οποία το 1969 μετέπεσαν σε Λόχους Ορεινών Μεταφορών (ΛΟΜ). Η δύναμη των μονοπλων μειώθηκε από 18.100 το 1954 σε 4.100 το 1964 και σε 1.300 το 1969, σημειώνει ο κ. Τερψίδης, επισημαίνοντας πως η μικρή σχετικά δύναμή τους και η συγκέντρωσή τους σε λίγες Μονάδες έκαναν απρόσκοπτη τη φροντίδα και νοσηλεία τους.
Τα χρόνια πέρασαν και τα τελευταία μόνοπλα εκποιήθηκαν το 1990, ύστερα από 157 χρόνια παρουσίας στον Ελληνικό Στρατό. Ο δεσμός, ωστόσο, μεταξύ του στρατιώτη στο μέτωπο και του πιστού τετράποδου συντρόφου του υπήρξε μοναδικός, όπως καταδεικνύει και το παρακάτω απόσπασμα από ιδιόχειρο σημείωμα που άφησε μαχητής του ’40 επάνω στο σαμάρι ενός σκοτωμένου μουλαριού: «Πολέμησες δίπλα μας νηφάλιο στις άγριες μπόρες του πολέμου κι έπεσες αθόρυβα για τη λευτεριά μας σαν αφανής και αιώνιος στρατηλάτης. Αιωνία σου η μνήμη».
Παρ’ όλα αυτά, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Τερψίδης, «ουδέποτε στην Ελλάδα ετιμήθησαν τα ζώα αυτά».