Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη στρατιωτική σύρραξη του 20ου αιώνα ανάμεσα στην τσαρική Ρωσία και την ταχέως ανερχόμενη γεωπολιτικά αυτοκρατορική Ιαπωνία, η οποία αν και κηρύχθηκε στις 8 Φεβρουαρίου, εντούτοις η έκρηξή του χρονολογείται σαν σήμερα, στις 10 Φεβρουαρίου του 1904.
Παρόλο που η Ρωσία, γνωστή ως Μεγάλη Δύναμη της, θεωρούνταν ότι θα επικρατήσει άνετα της Ιαπωνίας, εν τέλει υπέστη συντριπτική ήττα, η οποία είχε τόσο εσωτερικές συνέπειες, κατά του Τσάρου, όσο και διεθνείς, αφού πλέον όλος ο κόσμος συνειδητοποίησε την άνοδο, την στρατιωτική δυναμική και ορμή της Αυτοκρατορικής Ιαπωνίας.
Ο Ρωσοϊαπωνικός Πόλεμος διήρκεσε δύο περίπου χρόνια (8 Φεβρουαρίου 1904 – 5 Σεπτεμβρίου 1905), με νικήτρια τη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, τόσο στο στρατιωτικό, όσο και στο διπλωματικό επίπεδο.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Ρωσία, επωφελούμενη από την κατάρρευση της Κίνας, επεκτείνεται προς τη Μαντζουρία (βορειονατολική Κίνα), όπου φθάνει και μία γραμμή του Υπερσιβηρικού Σιδηροδρόμου. Το λιμάνι του Πορτ Άρθουρ είναι κομβικής σημασίας για τους Ρώσους, καθώς αντιπροσωπεύει μία διέξοδο στον Ειρηνικό Ωκεανό, πάντα ανοιχτή στους πάγους.
Η σύγκρουση με την αποικιακή Ρωσία αποτελεί για την Ιαπωνία από το 1870 και εφεξής την αφετηρία μιας διαδικασίας εκσυγχρονισμού μετά την αποκατάσταση της εξουσίας του φωτισμένου αυτοκράτορα Μεϊτζί και τη διάλυση των ιαπώνων πολέμαρχων, των γνωστών Σογκούν. Βασισμένο σ’ ένα δυτικότροπο και αυταρχικό εκσυγχρονισμό, στηριγμένο στη γερμανική εμπειρία, το ιαπωνικό κράτος ρίχνει το βάρος στην ισχυροποίηση του στρατού, ενέργεια που δοκιμάζεται πρώτα με την εισβολή στην Κορεατική χερσόνησο το 1896.
Η υποβόσκουσα σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Ιαπωνίας για τον έλεγχο των βορείων περιοχών της Κίνας οξύνεται σταδιακά και κορυφώνεται στις 8 Φεβρουαρίου 1904, όταν οι Ιάπωνες επιτίθενται ξαφνικά με τον σύγχρονο πολεμικό τους στόλο στο λιμάνι Πορτ Άρθουρ, με τη δικαιολογία ότι η Ρωσία δεν έχει αποσύρει τα στρατεύματά της από τη Μαντζουρία, όπως είχε συμφωνηθεί.
Κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών, η μακρά πολιορκία και η πτώση του Πορτ Άρθουρ (19 Αυγούστου 1904 – 2 Ιανουαρίου 1905), η αιματηρή μάχη του Μούκδεν (21 Φεβρουαρίου – 10 Μαρτίου 1905) και η κατατρόπωση του ρωσικού στόλου της Βαλτικής στην Τσουσίμα (27-28 Μαΐου 1905) αποτελούν θριάμβους των ιαπωνικών στρατιωτικών δυνάμεων, που συγκλονίζουν την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, η οποία βλέπει για πρώτη φορά στη σύγχρονη εποχή μία ασιατική δύναμη να κατατροπώνει μία ευρωπαϊκή αποικιακή και ιμπεριαλιστική δύναμη.
H υπογραφή της συνθήκης του ΠόρτσμουθΜετά τις αλλεπάλληλες ήττες του στρατού του και την αναταραχή στο εσωτερικό της Ρωσίας («Φεβρουαριανή Επανάσταση»), ο τσάρος Νικόλαος Β’ αναγκάζεται να διαπραγματευτεί τη σύναψη ειρήνης, με τη μεσολάβηση του αμερικανού προέδρου Θίοντορ Ρούζβελτ.
Με την ειρήνη του Πόρτσμουθ, που συνομολογήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1905, στην ομώνυμη πόλη της πολιτείας Νιου Χαμσάιρ των ΗΠΑ, η Ρωσία αναγνώρισε τα ιαπωνικά συμφέροντα στην Κορέα, παραχώρησε στην Ιαπωνία τη μισή νήσο Σαχαλίνη, τη χερσόνησο Λιάο-τουνγκ (Πορτ Άρθουρ) και το νότιο τμήμα των μαντζουριανών σιδηροδρόμων.
Οι απώλειες των εμπολέμων ήταν για τους μεν Ρώσους 70.000 νεκροί (52.000 στα πεδία των μαχών και 18.000 από αρρώστιες), 146.000 τραυματίες και 74.000 αιχμάλωτοι και για τους δε Ιάπωνες 85.000 νεκροί (47.000 στα πεδία των μαχών και 28.000 από αρρώστιες). Το τέλος του πολέμου ανάγκασε τη Ρωσία να εγκαταλείψει την επεκτατική πολιτική της στην Άπω Ανατολή, ενώ ανέδειξε σε παγκόσμια δύναμη την Ιαπωνία.
Η ελληνική κοινή γνώμη από την αρχή του πολέμου είχε ταχθεί στο πλευρό των ομόθρησκων και ομόδοξων Ρώσων, ίσως λόγω και της καταγωγής της βασίλισσας Όλγας. Παρακολουθούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την εξέλιξη του πολέμου μέσα από τις στήλες των εφημερίδων της εποχής, που αφιέρωσαν αρκετό χώρο στην κάλυψή του.
Μία εφημερίδα, μάλιστα, «Οι Καιροί» του Πέτρου Κανελλίδη, δεν δίστασε να προχωρήσει και σε υποδείξεις προς τον ρώσο αρχιστράτηγο Αλεξέι Κουροπάτκιν με άρθρο του εκδότη της που έφερε τον τίτλο «Δεξιώτερα, Κουροπάτκιν!». Από τότε, η έκφραση αυτή έγινε παροιμιώδης και χρησιμοποιείται για κάποιον που γράφει ή ομιλεί για πράγματα που δεν γνωρίζει.
Την 1η Φεβρουαρίου 1904 στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών τελέσθηκε δοξολογία με πρωτοβουλία του δημάρχου Αθηναίων, Σπυρίδωνος Μερκούρη, για τη νίκη ρωσικών όπλων στην Άπω Ανατολή.
Η αποφασιστικότητα και η ταχύτητα των Ιαπώνων στα πολεμικά μέτωπα γοήτευαν πολλούς Έλληνες εκείνη την περίοδο. Μιά ομάδα μεταρρυθμιστών βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου ονομάστηκαν από τον εκδότη Βλάσση Γαβριηλίδη «Ιάπωνες».
Πηγή: San simera