Η Αικατερίνα Τούρισεβα έγραψε για την Σύγχρονη Ρωσία ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο για τους ρώσους στρατιώτες που αγωνίστηκαν για το μέτωπο της Θεσσαλονίκης, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι αναμνήσεις όπως γράφει παραμένουν ζωντανές μέχρι σήμερα:
Το φθινόπωρο του 1915 αποβιβάστηκε στη Θεσσαλονίκη το πρώτο αγγλογαλλικό εκστρατευτικό σώμα. Έτσι ξεκίνησε η ιστορία του μετώπου της Θεσσαλονίκης, στο οποίο τα γεγονότα διήρκησαν μέχρι το 1918 και όπως υποστηρίζουν οι ιστορικοί, αυτό είχε σημαντική συμβολή στη νίκη της Αντάντ.
Τον συμμαχικό στρατό στο μέτωπο της Θεσσαλονίκης αποτελούσαν κυρίως αγγλικές, γαλλικές και ιταλικές δυνάμεις. Οι 18 χιλ. από αυτούς ήταν ρωσικές ταξιαρχίες οι οποίες ετάχθησαν μέσα στο 1916 με τον συμμαχικό στρατό ύστερα από παράκληση των Γάλλων. Με τη συγκατάθεση του Νικολάου Β΄ ενώθηκε με τον στρατό των συμμάχων η 2η Ρωσική Ειδική ταξιαρχία Πεζικού υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Ντίτεριχς και η 4η Ρωσική Ειδική ταξιαρχία με επικεφαλής τον υποστράτηγο Λεόντιεφ.
Το σημείο όπου πραγματοποιήθηκε η πρώτη ναυτική απόβαση των συμμάχων στη Θεσσαλονίκη, σώζεται μέχρι τώρα. Ωστόσο, σήμερα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης τίποτα σχεδόν δεν θυμίζει ότι κάποτε εδώ αφίχθησαν ρώσοι στρατιωτικοί, οι οποίοι στέλνονταν μέσω του Αρχάνγκελσκ στη Μπρεστ και μετά διασχίζοντας ολόκληρη τη Γαλλία έφταναν στη Μασσαλία, από όπου και αναχωρούσαν για τις ελληνικές ακτές. Στις μέρες μας, όλα τα παλιά κτίρια του λιμανιού, τα οποία υπήρχαν όταν εμφανίστηκαν στην πόλη οι στρατιώτες του Ρωσικού εκπαιδευτικού σώματος, έχουν πλέον κατεδαφιστεί ή ανακατασκευαστεί, ενώ μάλιστα κάποια από αυτά, αντί λιμενικών εγκαταστάσεων, αποτελούν εκθεσιακούς χώρους. Ανέγγιχτος από τις αρχές του περασμένου αιώνα έχει παραμείνει μόνο ο σιδηρόδρομος, από τον οποίο αμέσως μετά την έξοδο από τα πλοία οι στρατιώτες -μεταξύ των αυτών και οι ρώσοι- ξεκινούσαν την πορεία τους προς την ενδοχώρα.
Την πρώτη μάχη τους τα ρωσικά τμήματα την έδωσαν στις 10 Σεπτεμβρίου 1916. Τότε, έχοντας στη διάθεσή του μόνο ένα σύνταγμα, ο Ντίτεριχς πήρε μέρος στη μάχη μαζί με τον γαλλικό στρατό. Η ταξιαρχία του Ντίτεριχς βρέθηκε να πολεμά στην «αιχμή» της συμμαχικής επίθεσης αλλά παρά το δύσκολο ορεινό περιβάλλον και τις ελλείψεις σε πυρομαχικά, η επιχείρηση ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Ακολούθησαν μετά από αυτή και άλλες επιτυχημένες μάχες για τους συμμάχους, οι οποίες καταγράφηκαν και καθιερώθηκαν στα εγχειρίδια πολεμικής ιστορίας.
Υποστήριξη στα μετόπισθεν
Όμως οι μεγάλες νίκες των ρωσικών όπλων είχαν σημαντικό τίμημα. Οι τραυματίες και άρρωστοι ήταν τόσοι πολλοί, ώστε η εκκένωσή τους από τη γραμμή του πυρός στα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης γινόταν με πολλή δυσκολία. Όπως φανερώνουν τα γράμματα του τελευταίου γενικού προξένου της Ρωσικής αυτοκρατορίας στη Θεσσαλονίκη, Β.Φ. Καλ, μερικοί στρατιώτες μέχρι να μεταφερθούν στο νοσοκομείο κείτονταν επί μέρες στη γη, συχνά χωρίς επιδέσμους, ακόμη και χωρίς φαγητό.
«Οι αξιωματικοί και στρατιώτες που εκκενώνονταν από το μέτωπο καταμερίζονταν στα οκτώ γαλλικά νοσοκομεία που βρίσκονταν τόσο στην ίδια την πόλη όσο και στα προάστιά της, και πολλοί, ιδιαίτερα οι απλοί στρατιώτες, αντιμετώπιζαν πολύ δύσκολες συνθήκες», έγραφε ο Καλ. Σύμφωνα με τον ίδιο, την κατάσταση δυσχέραινε το γεγονός ότι τα πρόχειρα νοσοκομεία ήταν γεμάτα από ασθενείς που έπασχαν από ελονοσία, η οποία είχε εξελιχθεί σε μεγάλη επιδημία εκείνη την εποχή στην ελληνική Μακεδονία, βγάζοντας εκτός μάχης δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες. Επίσης, ο πρόξενος είχε ακούσει φήμες ότι ορισμένοι γάλλοι γιατροί περιφρονούσαν τους ρώσους ασθενείς.
Όλα αυτά ώθησαν τον Καλ να ζητήσει από τον υπεύθυνο του γαλλικού υγειονομικού τμήματος να μεταφερθούν όλοι οι Ρώσοι στο νοσοκομείο του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης. Αυτό είχε ανεγερθεί με χρήματα της ρωσικής κοινότητας, καθώς και με την προσωπική οικονομική συνδρομή του Νικολάου Β΄, ο οποίος συγκεκριμένα, είχε φροντίσει για τον πλήρη εξοπλισμό του χειρουργικού τμήματος. Μια συλλογή από φωτογραφίες του φυλάσσεται στο Γενικό προξενείο της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη.
Η απόβαση του ρωσικού εκστρατευτικού σώματος στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και το ρωσικό νοσοκομείο του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης. Οι φωτογραφίες χορηγήθηκαν από το Γενικό προξενείο της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη και από τον Βλάση Βλασίδη, επίκουρο καθηγητή του Τμήματος βαλκανικών και ανατολικών σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Το προσωπικό του στρατιωτικού νοσοκομείου αποτελούταν κυρίως από ρώσους υπηκόους και τα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου λειτούργησε ιδιαίτερα δραστήρια, παρά τις ελλείψεις σε φάρμακα, τις οποίες οι γιατροί και νοσοκόμοι αντιμετώπιζαν συχνά με προσωπικές τους ενέργειες. Για παράδειγμα, ο αρχίατρος του ρωσικού νοσοκομείου, Σοβοτέροφ, ο οποίος ήταν μια πάρα πολύ σεβαστή προσωπικότητα για τους Σέρβους ως ένας από τους καλύτερους χειρούργους στη διάρκεια των δυο Βαλκανικών πολέμων, εξασφάλιζε από τους Σέρβους θερμόμετρα, επιδέσμους και ηλεκτρικά καλώδια για τους ρώσους ασθενείς.
Σήμερα το ρωσικό νοσοκομείο του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, το οποίο για την εποχή του διέθετε πολύ σύγχρονο εξοπλισμό, έχει περάσει στο ελληνικό κράτος. Παλαιότερα ήταν νοσοκομείο, μετά έγινε γυμνάσιο, ενώ τώρα είναι αρχείο. Μιλώντας στη RBTH, o γενικός πρόξενος της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη, Αλεξέι Ποπόφ, δεν έκρυψε την επιθυμία του για επιστροφή του στη ρωσική πλευρά.
Ένδοξες νίκες και άδοξος θάνατος
Οι έντονες στρατιωτικές επιχειρήσεις με τη συμμετοχή των ρώσων στρατιωτών στο μέτωπο της Θεσσαλονίκης συνεχίζονταν μέχρι την Οκτωβριανή επανάσταση, ύστερα από την οποία τα στρατεύματα απώλεσαν την επαφή με την κεντρική διοίκηση και το νομικό καθεστώς των ρωσικών ταξιαρχιών κατέστη ασαφές. Μόνον αφότου η σοβιετική κυβέρνηση ενέκρινε το πρώτο της Διάταγμα για ειρήνη, οι στρατιώτες απαίτησαν την άμεση επιστροφή τους στη Ρωσία. Ωστόσο, η γαλλική διοίκηση δήλωσε πως το διάταγμα για ειρήνη δεν επεκτείνεται στα ρωσικά στρατεύματα στο εξωτερικό.
Προς τα τέλη Φεβρουαρίου του 1918, οι ρωσικές δυνάμεις διαιρέθηκαν από τους Γάλλους σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία συμφώνησε να πολεμήσει μετά την Οκτωβριανή επανάσταση στο πλευρό της Γαλλίας. Κάποιοι από αυτούς τους στρατιώτες είναι θαμμένοι στο συμμαχικό κοιμητήριο Ζεϊτινλίκ, όπου μέχρι σήμερα ένα μεγάλο τμήμα του ανήκει στη Ρωσία. Η δεύτερη κατηγορία των στρατιωτών του Ρωσικού εκστρατευτικού σώματος αρνήθηκε να συμμετάσχει στις πολεμικές επιχειρήσεις αλλά συμφώνησε να υποστηρίξει σε εθελοντική βάση τους συμμάχους. Στη συνέχεια ένα τμήμα από τους άντρες αυτούς στάλθηκε στη Βόρεια Αφρική, από όπου κάποιοι κατάφεραν τη δεκαετία του ΄20 να επιστρέψουν στη Ρωσία. Η τρίτη κατηγορία των ρώσων στρατιωτικών δεν δέχτηκε να πολεμήσει είτε να εργαστεί και επέμενε στην επιστροφή της στην πατρίδα. Οι σύμμαχοι τους θεώρησαν ως αιχμαλώτους και σχημάτισαν με αυτούς ένα τάγμα εργασίας.
Ο Βλάσης Βλασίδης, επίκουρος καθηγητής του Τμήματος βαλκανικών και ανατολικών σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, ανέφερε στην RBTH ότι πριν από μερικά χρόνια σε ένα χωριό κοντά στη Θεσσαλονίκη βρέθηκαν ανθρώπινα οστά. Η διαδικασία ταυτοποίησής τους συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αλλά είναι πλέον σίγουρο ότι αυτά ανήκουν σε στρατιώτες. Στους επιστημονικούς κύκλους, σύμφωνα με τον Βλασίδη, εικάζεται ότι τα οστά ανήκουν σε αυτή την τρίτη κατηγορία, τα μέλη της οποίας θεωρείται αρκετά πιθανό ότι εκτελέστηκαν από τους συμμάχους.
Οι επιβιώσαντες στρατιώτες του τάγματος εργασίας μετά τη λήξη του πολέμου ανέγειραν με δικά τους έξοδα ένα μνημείο στους συντρόφους τους στον πόλεμο κοντά στο χωριό Γκραντομπόρ (σήμερα Πεντάλοφος). Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν στις 28 Σεπτεμβρίου 1919. Από τότε έχει ανακαινιστεί δυο φορές με δαπάνη της σοβιετικής πρεσβείας στην Ελλάδα και του Γενικού προξενείου της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη.
Δεν είναι εύκολη υπόθεση να φτάσει κανείς ως το μνημείο. Η απόσταση με το αυτοκίνητο από τη Θεσσαλονίκη μέχρι αυτό το λόφο είναι μερικές ώρες, μέσα από ορεινούς δρόμους. Οι αυξομειώσεις του υψόμετρου βουλώνουν τα αυτιά και προκαλούν υπνηλία, αλλά λεπτομέρειες όπως αυτές μάλλον δεν είναι ικανές να σταματήσουν όσους θυμούνται τη ρωσική υποστήριξη προς τους συμμάχους. Φτάνοντας στον τόπο του μνημείου, απρόσμενα βρήκαμε αφημένα από κάποιον σύγχρονα ρωσικά νομίσματα.