Γράφει ο Χρήστος Μπαρμπαγιαννίδης
Όταν ρωτήθηκε από κάποια γυναίκα της Αττικής «γιατί μόνο εσείς οι Λάκαινες έχετε εξουσία πάνω στους άνδρες», απάντησε: «Επειδή είμαστε και οι μόνες που γεννάμε άνδρες»,
Γοργώ (κόρη του βασιλιά Κλεομένη Α’ και σύζυγος του βασιλιά Λεωνίδα Α’)
Οι γυναίκες αποτελούν το μισό του πληθυσμού, όμως οι ιστορικές πηγές δεν αφιερώνουν ούτε το μισό της προσοχής που τις αξίζει και που απαιτεί ο ρόλος τους. Όμως, οι γυναίκες της Σπάρτης αποτελούσαν εξαίρεση. Ήταν οι μόνες γυναίκες στην αρχαιότητα που, αντί να μένουν σιωπηλές, είχαν τη δική τους γνώμη και φρόντιζαν να τη διατυπώνουν. Αφού λοιπόν στα μάτια των υπολοίπων Ελλήνων οι Σπαρτιάτες φαίνονταν παράξενοι με τα ήθη και τις συνήθειές τους, άλλο τόσο και περισσότερο παράξενες έμοιαζαν και οι γυναίκες τους.
Η αποστολή που τις απέδωσε ο ημιμυθικός νομοθέτης Λυκούργος ήταν να γεννούν αγόρια που θα αποτελούσαν τους στρατιώτες της επόμενης γενιάς, με μέτρα για να εξασφαλίζουν ότι ήταν σωματικά κατάλληλες. Τα κορίτσια δεν ήταν υποχρεωμένα να υποστούν επιθεώρηση από τις αρχές κατά τη γέννησή τους και η απόφαση να ανατραφούν αφηνόταν εξολοκλήρου στους γονείς. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να ασκούν το σώμα τους στο τρέξιμο, στην πάλη, στο ρίξιμο δίσκου και ακοντίου, ενώ συμμετείχαν γυμνές σε θρησκευτικές πομπές, όρχηση και τραγούδια.
Ο Αριστοτέλης επέκρινε τον σπαρτιατικό νόμο που επέτρεπε στις γυναίκες, σε αντίθεση με τους άνδρες, να ζουν άσωτα και με πολυτέλεια. Από τις μαρτυρίες συμπεραίνουμε ότι οι γυναίκες δε χρειαζόταν να ασκούνται ύστερα από τη γέννηση παιδιών ή αφού πέρασαν την ηλικία που μπορούσαν να τεκνοποιήσουν.
Έτσι, τα συμφραζόμενα μας οδηγούν πως οι γυναίκες έπρεπε να παντρευτούν, όταν έφταναν σε κατάλληλη ηλικία για γέννηση παιδιών. Ο Πλούταρχος γράφει ότι συνήθιζαν να παντρεύονται «όχι μικρά κορίτσια ή ανώριμες για γάμο, αλλά στον ανθό της νιότης τους και ώριμες». Δηλαδή, ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα παντρεύονταν γύρω στα δεκατέσσερα, ο νόμος της Σπάρτης όριζε ότι η γυναίκα έπρεπε να είναι τελείως αναπτυγμένη σωματικά, επομένως σε μια ηλικία δεκαοχτώ με είκοσι.
Στη Σπάρτη, αντίθετα από την Αθήνα, ο επίσημος αρραβώνας από τον πατέρα της νύφης δεν ήταν αναγκαίος για έναν νόμιμο γάμο και έτσι δεν υπήρχε επίσημη υπόσχεση από τον πατέρα να δώσει προίκα για την κόρη του. Αυτό το νομοθέτησε ο Λυκούργος με το σκεπτικό καμιά να μη μένει άγαμη εξαιτίας της φτώχιας ούτε να είναι περιζήτητη εξαιτίας του πλούτου, αλλά ο καθένας να συγκεντρώνει την προσοχή του στον χαρακτήρα και στα προσόντα του κοριτσιού. Άρα, οι γάμοι διευθετούνταν ατομικά, χωρίς να σημαίνει πως δεν υπήρχε μια συμφωνία του γαμπρού με τον πατέρα της νύφης. Επιπλέον, υπήρχε και η λεγόμενη αρπαγή, που ο σύζυγος απλώς την έκλεβε λόγω ενός εθίμου, αν και υπάρχουν μαρτυρίες πως αυτό γινόταν εν γνώσει του πατέρα.
Ενώ όμως οι άνδρες για να παντρευτούν άλλη γυναίκα, έπρεπε να χωρίσουν την προηγούμενη, επιτρεπόταν σε μια γυναίκα να έχει σεξουαλικές σχέσεις με δυο άνδρες! Αν ένας άνδρας λόγω μεγάλης ηλικίας ή ανικανότητας ήθελε να αποκτήσει παιδιά, έφερνε στο σπίτι όποιον άνδρα θαύμαζε τη διάπλαση και τον χαρακτήρα για να κάνει παιδιά με τη γυναίκα του. Επίσης, αν κάποιος έβλεπε μια γυναίκα να έχει ωραία παιδιά, ζητούσε, με συγκατάθεση του συζύγου της, να γεννήσει τα παιδιά του. Φυσικά, ο σκοπός του νόμου ήταν η μεγαλύτερη αύξηση του πληθυσμού και η γέννηση όσο το δυνατόν περισσότερων γερών παιδιών. Τα παιδιά νομικά μπορούσαν να θεωρηθούν ότι ανήκαν είτε στον φυσικό τους πατέρα ή στον σύζυγο της γυναίκας κατόπιν συμφωνίας των ανδρών. Έτσι, δεν είναι εύκολο να καθηλωθεί μια έννοια μοιχείας στη Σπάρτη. Οι Σπαρτιάτισσες από τη στιγμή που παντρεύονταν είχαν τα μαλλιά τους κοντά, σε αντίθεση με τους μακρυμάλληδες άνδρες, και ενδεχομένως να φορούσαν πέπλο, όταν εμφανίζονταν δημόσια.
Πάντως, ο ηθικιστής και συντηρητικός Αριστοτέλης αναφέρεται σε σεξουαλική ασυδοσία, όταν μιλούσε για τις γυναίκες της Σπάρτης, που επέβαλλαν τη βούλησή τους και πως αποτελούσε την πολιτική και ηθική χρεοκοπία της Σπάρτης. Όπως και ο μορφωμένος Αριστοτέλης, έτσι και οι υπόλοιποι Έλληνες ασπάζονταν την τυπική φαλλοκρατική άποψη ότι οι γυναίκες ήταν κατώτερες απ’ τους άνδρες και αυτή η ελευθεριότητα των Σπαρτιατισσών τους ξένιζε αφάνταστα! Είχαν την άποψη ότι οι Σπαρτιάτισσες ζούσαν μια τρυφηλή και ακόλαστη ζωή, με την παρότρυνση των υποχωρητικών συζύγων τους. Η αλήθεια είναι όμως πως οι γυναίκες αυτές γαλουχούνταν στα πλαίσια ενός δημοσίου εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να διαφέρει εντυπωσιακά από την τυπική συμπεριφορά των υπολοίπων Ελληνίδων.
Πέρα των ερωτικών σχέσεων με άλλους άνδρες, πολύ σημαντικό στοιχείο για να θεωρήσει ο Αριστοτέλης τη Σπάρτη γυναικοκρατούμενη κοινωνία ήταν το δικαίωμα τους να κατέχουν και να διαχειρίζονται οι ίδιες περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων και έγγειων ιδιοκτησιών, χωρίς να υπόκεινται σε κάποιο νομικό καθεστώς επιτροπείας. Όταν οι υπόλοιπες Ελληνίδες μεταβίβαζαν την περιουσία τους στον σύζυγό τους ή στον πλησιέστερο συγγενή, οι Σπαρτιάτισσες πατρούχοι ήταν ιδιοκτήτριες της περιουσίας που είχαν κληρονομήσει!
Επίσης, ήταν απαλλαγμένες από τις κοπιαστικές οικιακές εργασίες, σε αντίθεση με τις άλλες Ελληνίδες που όλος τους ο κόσμος ήταν το σπίτι τους. Δε μαγείρευαν, δεν έραβαν, δεν καθάριζαν: όλα αυτά τα έκαναν γυναίκες είλωτες. Είναι πιθανόν ότι δε θήλαζαν καν τα παιδιά τους. Είτε συνέβαινε είτε όχι, η φήμη των Σπαρτιατισσών τροφών, που προφανώς ήταν είλωτες, ήταν τόσο μεγάλη, ώστε, για παράδειγμα, ο Αλκιβιάδης είχε ανατραφεί από μια είλωτα τροφό. Γενικά, οι υπόλοιποι Έλληνες, έχοντας διαστρεβλωμένη άποψη, θεωρούσαν πως επικρατούσε ένα κλίμα ηθικής εξαχρείωσης και ότι οι Σπαρτιάτισσες, όχι μόνο επέβαλλαν τη βούλησή τους στους άνδρες, αλλά ασκούσαν και επιρροή στις κρατικές υποθέσεις!
Στη Σπάρτη δεν υπήρχαν γιορτές αποκλειστικά για τις γυναίκες. Οι κοπέλες που βρίσκονταν στο κατώφλι του γάμου διαγωνίζονταν στον χορό και στο τραγούδι, ενώ οι παντρεμένες τραγουδούσαν σκωπτικά τραγούδια και χλεύαζαν τους εργένηδες.
Ένα άλλο ιδιαίτερο γνώρισμά τους ήταν πως δε θρηνούσαν και δεν οδύρονταν μετά τον θάνατο ενός μέλους της οικογένειας. Δεν πενθούσαν και δεν αποσύρονταν στα σπίτια τους, όταν οι άνδρες τους έπεφταν στον πόλεμο, αλλά κυκλοφορούσαν περήφανες με λαμπερό και χαρούμενο πρόσωπο για τον ένδοξο θάνατο των ανδρών τους.
Η Αρχιλεωνίς, η μητέρα του Βρασίδα, που της πέθανε ο γιος, όταν έφτασαν κάποιοι απ’ την Αμφίπολη στη Σπάρτη και πήγαν να τη δουν, ρώτησε αν ο γιος της πέθανε με τρόπο ωραίο και αντάξιο της Σπάρτης. Καθώς εκείνοι έπλεκαν το εγκώμιό του και έλεγαν πως στα κατορθώματα ήταν ο άριστος των Λακεδαιμονίων, αυτή είπε: «Ξένοι, σωστός και ενάρετος ήταν ο γιος μου, η Λακεδαίμων όμως έχει πολύ ανώτερους απ’ αυτόν». Πλούταρχος.
Η σπαρτιατική κοινωνία ήταν η πρώτη που προσπάθησε να εφαρμόσει την ευγονική. Η καλή φυσική κατάσταση των γυναικών συντελούσε στο να είναι υγιείς μητέρες. Δε θεωρούνταν κατώτερες στην κοινωνία τους. Στα νεαρά κορίτσια χορηγούνταν παρόμοιες μερίδες τροφής με τα αγόρια. Εμποτίζονταν μέσω μιας διαδικασίας εκπαίδευσης και κοινωνικοποίησης με τα ιδεώδη της σπαρτιατικής κοινωνίας, για την υλοποίηση της οποίας είχε καθοριστική σημασία η συμπεριφορά τους ως ενήλικων γυναικών.
Τέλος, όταν ενηλικιώνονταν, είχαν το δικαίωμα να κληρονομούν και να διαχειρίζονται οι ίδιες τις περιουσίες τους. Μπορούσαν να εκφράσουν τη γνώμη τους για τον υποψήφιο γαμπρό που θα επέλεγε ο πατέρας τους και η γνώμη τους είχε βαρύνουσα σημασία. Ήταν αυτές οι γυναίκες που, αν οι γιοι τους επέστρεφαν ηττημένοι και ζωντανοί, τους έδειχναν δημόσια τη μήτρα τους και τους ρωτούσαν προσβλητικά αν ήθελαν να συρθούν μέσα σ’ αυτήν! Ήταν απλώς μοναδικές σε έναν φαλλοκρατικό κόσμο!