Στις 5 Ιανουαρίου 1941, ακριβώς 73 χρόνια πριν, ο Ιταλικός στρατός, υπέστη την συντριπτικότερη ήττα της ιστορίας του.
Το καλοκαίρι του 1940 ο Μουσολίνι είχε κάθε λόγο να είναι αισιόδοξος, πως θα μπορούσε να φτάσει στο Σουέζ, αφού διέθετε περίπου 450.000 άνδρες στην αφρικανική ήπειρο. Από αυτούς, περισσότεροι των 200.000 ήταν ανεπτυγμένοι στη Λιβύη.
Στις αρχές Αυγούστου 1940 ο Ιταλός αρχιστράτηγος στη Βόρεια Αφρική στρατάρχης Ροντόλφο Γκρατσιάνι είχε στη διάθεση του δύο στρατιές. Στην Τριπολίτιδα στάθμευε η 5η του Στρατιά υπό τον στρατηγό Ίταλο Γκαριμπόλντι, περιλαμβάνουσα τα 10ο, 20ο και 23ο Σώματα Στρατού με έξι μεραρχίες του στρατού, δύο μεραρχίες μελανοχιτώνων και μια λιβυκή μεραρχία.
Στην Κυρηναϊκή στάθμευε η 10η Ιταλική Στρατιά, υπό τον στρατηγό Μπέρτι, περιλαμβάνουσα το 21ο και το 22ο Σώματα Στρατού με τρείς μεραρχίες του στρατού, μια μεραρχία μελανοχιτώνων και μια λιβυκή μεραρχία.
Συνολικά ο στρατάρχης Γκρατσιάνι διέθετε 152.775 άνδρες, 410 άρματα, 1.441 πυροβόλα και 8.000 οχήματα γενικής χρήσης. Ο Γκρατσιάνι αποφάσισε να ξεκινήσει την κατά της Αιγύπτου επίθεσή του στις 15 Δεκεμβρίου.
Οι Βρετανοί όμως τον πρόλαβαν. Ανησυχώντας ιδιαιτέρως για την τύχη της Αιγύπτου, οι Βρετανοί συγκρότησαν την Στρατιωτική Διοίκηση Αιγύπτου, υπό τον Σερ Χένρι Μαίντλαντ Ουίλσον, η οποία διέθετε το 13ο Σώμα Στρατού – την ονομασία αυτή έλαβε στα μέσα Δεκεμβρίου, μετά την έναρξη των επιχειρήσεων.
Το 13ο Σώμα, υπό τον στρατηγό Ο΄ Κόννορ, διέθετε την περίφημη 7η Τεθωρακισμένη Μεραρχία (οι «αρουραίοι της Ερήμου»), την 4η Ινδική Μεραρχία Πεζικού, δύο ακόμα ταξιαρχίες πεζικού. Λίγο αργότερα οι δυνάμεις αυτές ενισχύθηκαν με την 6η Αυστραλιανή Μεραρχία. Συνολικά οι Βρετανοί διέθεταν περίπου 30.000 μάχιμους άνδρες.
Τα τμήματα τους όμως ήσαν εξ’ ολοκλήρου μηχανοκίνητα και ως εκ τούτου ευκίνητα. Επίσης οι Βρετανοί υπερείχαν συντριπτικά των αντιπάλων τους στην ποιότητα των αρμάτων μάχης και των αεροσκαφών που παρέτασσαν.
Ιδιαιτέρως τα άρματα Α-12, τα περίφημα «Matilda», δικαίως έλαβαν το προσωνύμιο «βασίλισσα της μάχης». Αν και αργοκίνητα τα άρματα αυτά διέθεταν πολύ ισχυρή θωράκιση, που τα καθιστούσε άτρωτα σχεδόν στις βολές των ιταλικών αντιαρματικών.
Σταθμίζοντας τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του ο Ουίλσον αποφάσισε να διεξαγάγει «επιθετική αναγνώριση» κατά των ιταλικών θέσεων γύρω από το Σίντι Μπαράνι. Οι τέσσερις ιταλικές μεραρχίες της 10ης Στρατιάς στάθμευαν σε απόσταση 30 χλμ. η μία από την άλλη, κατά μέσο όρο.
Συνδετικός κρίκος της προβληματικής αυτής διάταξης ήταν το Μηχανοκίνητο Συγκρότημα Μαλέτι, το οποίο στάθμευε στη Νιμπέβια.
(Άρμα μάχης Α-12 Matilda)
Οι Βρετανοί, δικαίως, αποφάσισαν ότι πρώτος τους στόχος έπρεπε να είναι ακριβώς το Συγκρότημα Μαλέτι. Αν το συγκρότημα αυτό καταστρεφόταν, οι λοιπές ιταλικές μεραρχίες θα καταστρέφονταν επίσης μια προς μια, απομονωμένες και ανίκανες να κινηθούν, όπως ήταν.
Τα βρετανικά «Matilda» κινήθηκαν όλο το βράδυ της 8ης προς 9η Δεκεμβρίου με κατεύθυνση νοτιοδυτική και το πρωί της 9ης Δεκεμβρίου εμφανίστηκαν στα νώτα του Μηχανοκίνητου Συγκροτήματος Μαλέτι. Ο θόρυβος της προσέγγισής τους καλύφθηκε από τον αεροπορικό βομβαρδισμό των εχθρικών θέσεων από την RAF.
Υπό αυτές τις συνθήκες το ιταλικό μηχανοκίνητο συγκρότημα σαρώθηκε.
Ο ίδιος ο διοικητής του, στρατηγός Μαλέτι σκοτώθηκε πολεμώντας. Σε λιγότερο από τέσσερις ώρες όλα είχαν τελειώσει. Την ίδια την ίδια τύχη είχε και η Ιταλική 2η Λιβυκή Μεραρχία, η οποία τεμαχίστηκε από την 4η Ινδική Μεραρχία σε συνεργασία με μια επιλαρχία με 22 Matilda.
Την ίδια ημέρα η 1η Λιβυκή Μεραρχία αιφνιδιάστηκε στη Μάρσα Ματρούχ και τράπηκε σε φυγή προς Σίντι Μπαράνι, σπεύδοντας με τη σειρά της να κλειστεί στην παγίδα. Πραγματικά το Σίντι Μπαράνι δέχθηκε την επίθεση της 4ης Ινδικής Μεραρχίας και των Matilda στις 11 Δεκεμβρίου.
Η Μεραρχία Μελανοχιτώνων 3ης Ιανουαρίου, που αποτελούσε τη φρουρά, διαλύθηκε κυριολεκτικά. Έχοντας ήδη απολέσει τέσσερις μεραρχίες του, ο Γκρατσιάνι διέταξε τις εναπομείνασες δυνάμεις του στα αιγυπτιακά σύνορα να υποχωρήσουν.
Η μεταβίβαση της διαταγής όμως υπήρξε πλημμελής. Αποτέλεσμα τούτου ήταν η αγκίστρωση των δύο ιταλικών μεραρχιών και η πρόκληση σε αυτές σκληρών απωλειών. Τελικά ότι απέμεινε από τις προχωρημένες ιταλικές δυνάμεις βρήκε καταφύγιο, υπό τον στρατηγό Μπεργκοντσόλι, στην «οχυρή τοποθεσία» της Μπάρντια, εντός του λιβυκού πλέον εδάφους.
Στην Μπάρντια βρέθηκαν τέσσερις ιταλικές μεραρχίες με 45.000 περίπου άνδρες, υποστηριζόμενους από 430 πυροβόλα. Η «οχυρή τοποθεσία» της Μπάρντια είχε ανάπτυγμα 38 χλμ. Η οχύρωση αποτελείτο από πολλά μικρά σκυρόδετα «περιπόλια» το καθένα εκ των οποίων διέθετε δύο πολυβόλα και ένα αντιαρματικό πυροβόλο των 47 χλστ.
Πέραν της εξωτερικής περιμέτρου τίποτα άλλο δεν υπήρχε. Όλο δε το πεδινό πυροβολικό ήταν ταγμένο εντελώς ακάλυπτο. Ήταν μάλλον γελοίο να αναμένει κανείς σοβαρή αντίσταση από τους πολιορκημένους στην Μπάρντια. Η ιταλική διοίκηση όμως δεν είχε άλλη επιλογή από το να διατάξει άμυνα, άνευ ιδέας συμπτύξεως, στην συγκεκριμένη θέση, αφού οι πεζοπόρες δυνάμεις της δεν ήταν δυνατό να επιχειρήσουν να διαφύγουν από την καταδίωξη των μηχανοκινήτων και τεθωρακισμένων βρετανικών δυνάμεων.
Οι Βρετανοί πραγματικά επιτέθηκαν κατά της Μπάρντια στις 17 Δεκεμβρίου. Προς τιμήν τους, οι Ιταλοί παρέτειναν την αγωνία τους ως τις 5 Ιανουαρίου 1941. Την ημέρα αυτή τα υπολείμματα των δυνάμεων του Μπεργκοντσόλι παρεδόθησαν. Ήδη από την στιγμή της έναρξης της επίθεσης τους, οι Βρετανοί είχαν συλλάβει 75.000 Ιταλούς αιχμαλώτους, έχοντας καταστρέψει οκτώ ιταλικές μεραρχίες.