Γράφει ο φιλόλογος Νίκος Ι. Λεβογιάννης
«Είναι γνωστό ότι η δικτατορία των συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου 1967 καταδίωξε κατά τρόπο βάρβαρο τους δημοκρατικούς αξιωματικούς. Είναι χιλιάδες οι αξιωματικοί που εκδιώχθηκαν τότε από τις ένοπλες δυνάμεις και πάρα πολλοί εκείνοι που βασανίστηκαν με πρωτοφανή αγριότητα.
Από τη Νάξο δύο αξιωματικοί υπέστησαν σκληρούς διωγμούς και αποτάχθηκαν για τα δημοκρατικά τους φρονήματα και την αντιστασιακή τους δράση, αφού φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν απάνθρωπα. Ήταν ο ίλαρχος Μιχάλης Βαρδάνης και ο υποπλοίαρχος Γιάννης Βουραζέρης. Ο ίλαρχος Βαρδάνης υπέστη επί μήνες απάνθρωπα βασανιστήρια στο ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Ο Μιχάλης Βαρδάνης γεννήθηκε στην Απείρανθο Νάξου το 1936.
Φοίτησε στο γυμνάσιο Νάξου και ακολούθως εισήχθη στη Σχολή Ευελπίδων, απ’ όπου αποφοίτησε το 1958 με το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Στο ξεκίνημα της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας υπηρέτησε σε ακριτικές περιοχές και ως εθελοντής στην Κύπρο. Την εποχή της ανατροπής από τον βασιλιά της δημοκρατικής κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου του Γ. Παπανδρέου (15.7.1965) ο Μιχ. Βαρδάνης υπηρετούσε στην Κύπρο από τον Αύγουστο 1964.
Με απόφαση της κυβέρνησης Στ. Στεφανόπουλου των αποστατών (η Τρίτη κυβέρνηση αποστασίας) όλοι οι δημοκρατικοί αξιωματικοί μετατέθηκαν από την Κύπρο σε μονάδες της βόρειας Ελλάδας. Ήταν αυτές οι ενέργειες προπαρασκευαστικές για την απομάκρυνση το 1968 της ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο, μια πράξη προδοσίας από τις πρώτες που διέπραξαν οι πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου.
Ο Βαρδάνης «προσάγεται» στη δίκη ΑΣΠΙΔΑ και από «μάρτυρας κατηγορίας», γίνεται μάρτυρας υπεράσπισης, γεγονός που σημαδέψει τη ζωή του
Ο Μ. Βαρδάνης μετατέθηκε στην Αλεξανδρούπολη και στις αρχές Δεκεμβρίου 1966 κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον του στρατοδικείου ως μάρτυρας «κατηγορίας» στη δίκη των 28 δημοκρατικών αξιωματικών του «ΑΣΠΙΔΑ». Μεταφέρθηκε συνοδεία ενόπλων (ένας ανθυπασπιστής και στρατιώτες) στην Αθήνα και στις 28.12.1966 παρουσιάστηκε ενώπιον του στρατοδικείου. Δεν ήταν όμως «ειλικρινής μάρτυς», καθότι από μάρτυρας κατηγορίας μετατράπηκε σε μάρτυρα υπεράσπισης των δημοκρατικών αξιωματικών και συγκεκριμένα του Δαμβουνέλη, διοικητή του στην Κύπρο, του Βλάχου και του Αρ. Μπουλούκου.
Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος του Προέδρου του στρατοδικείου Αρεοπαγίτη Καμπέρη με τον Βαρδάνη:
«Πρόεδρος: Γνωρίζετε τον Δαμβουνέλη;
Μάρτυς: Ναι ήταν διοικητής μου το 1963-1964,
Πρόεδρος: Πολιτικολογούσε;
Μάρτυς: Όχι, ήταν πολύ σοβαρός.
Πρόεδρος: Ήρθε καθόλου ο Μπουλούκος στην μονάδα του Βλάχου;
Μάρτυς: Μία φορά μαζί με δύο κοπέλες, αλλά δεν ήταν εκεί ο Βλάχος.
Πρόεδρος: Πάντως δεν ήρθε για συνωμοσία, αφού είχε μαζί του κορίτσια. Δηλαδή ουσιαστικώς δεν ξέρετε τίποτα εσείς», παρατήρησε ο Πρόεδρος στο Μ. Βαρδάνη.
Από την ημέρα εκείνη ο Βαρδάνης μπαίνει στο στόχαστρο των συνωμοτών αξιωματικών, οι οποίοι, υπό τον Συνταγματάρχη Γ. Παπαδόπουλο, προετοίμαζαν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Μετά την κατάθεσή του στη δίκη ΑΣΠΙΔΑ
Ο Βαρδάνης μετατίθεται συνεχώς από μονάδα σε μονάδα για τα πολιτικά φρονήματα. Τον είχαν χαρακτηρίσει «κεντρώος».
Οι αξιωματικοί στην Αντίσταση
Στην αντίσταση εναντίον της χούντας πήραν μέρος πολλοί αξιωματικοί και υπαξιωματικοί και των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, αποδυναμώνοντας το μύθο που καλλιεργούσε η χούντα ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις είναι συνυπεύθυνες για την τραγωδία του Ελληνικού Λάου. Και επειδή δεν μπόρεσε η χούντα να κάμψει το δημοκρατικό φρόνημα των αξιωματικών, στράφηκε εναντίον τους με αδυσώπητο μίσος, ακριβώς γιατί διέλυσαν τον μύθο ότι δήθεν οι Ένοπλες Δυνάμεις οργάνωσαν και εκτέλεσαν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.
Η συμμέτοχη και δράση Αξιωματικών στις αντιστασιακές οργανώσεις «Δημοκρατική Άμυνα», «Ελεύθεροι Έλληνες», «Εθνική Σωτηρία» και το Κίνημα του Ναυτικού, είναι από τις κορυφαίες ενέργειες αντίστασης στη χούντα των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά και του λαού.
Πριν από τη δικτατορία και κατά την περίοδο της ανώμαλης πολιτικά κατάστασης μετά το βασιλικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1965, την ανατροπή της λαοπρόβλητης κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου (Γεώργιος Παπανδρέου) και τον σχηματισμό των κυβερνήσεων των αποστατών (Νόβα, Τσιριμώκου Στεφανόπουλου), με τη μέθοδο της διάσπασης της Ένωσης Κέντρου (1965-1967), η εκκολαπτόμενη χούντα των Συνταγματαρχών, με αφορμή την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» και την προβοκάτσια του υποτιθέμενου σαμποτάζ στον Έβρο, έπιασε όλες τις καίριες θέσεις στις Ένοπλες Δυνάμεις και κατόρθωσε να εξοντώσει μεγάλο αριθμό δημοκρατικών αξιωματικών, για να μη βρει εμπόδια μέσα στο στρατό, όταν θα προχωρούσε στο πραξικόπημα που σχεδίασε και εκτέλεσε στις 21 Απριλίου 1967.
Οι διώξεις των αξιωματικών αμέσως μετά την χωρίς αντίσταση επικράτηση της χούντας πήραν μορφή χιονοστιβάδας. Η χούντα των «Συνταγματαρχών» τιμώρησε σκληρά τους δημοκρατικούς αξιωματικούς και αυτοί είναι που πρώτοι που δοκίμασαν την πρωτοφανή αγριότητα των «συναδέλφων» τους, ως τίμημα για την πίστη στον όρκο τους στο Σύνταγμα και την αφοσίωσή τους στις αξίες της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας.
Η Ελένη Βλάχου είχε γράψει στο αντιδικτατορικό περιοδικό «Greek Report», που εξέδιδε στο Λονδίνο στα χρόνια της χούντας, ότι μέχρι το 1968 είχαν εκδιωχτεί μόνο από τις τάξεις του στρατού ξηράς 2.500 μόνιμοι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί.
Σύλληψη του Βαρδάνη στο Πολύκαστρο
Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 βρίσκει τον ίλαρχο Μ. Βαρδάνη να υπηρετεί στο Πολύκαστρο Χαλκιδικής και μάλιστα χωρίς «ανάθεση καθηκόντων». Ο ίδιος περιγράφει την ημέρα εκείνη: «Από τα θούρια αντιλαμβάνομαι ότι έχει γίνει πραξικόπημα. Την επόμενη μέρα βλέπω, από ένα ύψωμα πάνω στο πεδίο βολής στο βουνό, έναν ουλαμό τεθωρακισμένων να ανεβαίνει. Αυτός ο ουλαμός τεθωρακισμένων ήρθε για να με μεταφέρει «συνοδεία» στη μονάδα στο στρατόπεδο, εμένα τον «δράκουλα», μην τυχόν και κάψω το βουνό, να κατεβώ. Στο στρατόπεδο τίθεμαι υπό περιορισμό σε ένα γραφείο, χωρίς καμία απασχόληση, χωρίς καμία εντολή, χωρίς καμία υπεύθυνη δουλειά. Ήμουνα Ίλαρχος, λοχαγός δηλαδή των τεθωρακισμένων και έπρεπε να διοικώ ίλη αρμάτων».
Συλλαμβάνεται αμέσως και τίθεται μέσα στο στρατόπεδο σε «απομόνωση», χωρίς μάλιστα την παραμικρή εξήγηση, ούτε και την απαγγελία κάποιας κατηγορίας.
Η αντικατάσταση του διοικητή του στρατοπέδου στο Πολύκαστρο στις αρχές Μαΐου 1967 από έναν Αντισυνταγματάρχη, που δεν ήταν όργανο της χούντας, είχε ως αποτέλεσμα να αποκατασταθεί ο Βαρδάνης στα καθήκοντά του και να αναλάβει και πάλι τη διοίκηση ίλης αρμάτων. Ήταν ο Αντισυνταγματάρχης τεθωρακισμένων Σταύρος Κακαβέλας, αντιχουντικός, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια. Ο σπουδαίος αυτός αξιωματικός και άνθρωπος κάλεσε τον Βαρδάνη στο γραφείο του και, αφού του έδωσε να καταλάβει ότι γνωρίζει ποιος είναι και ότι του έχει εμπιστοσύνη, τού ανέθεσε και πάλι τη διοίκηση της 1ης ίλης (λόχος) αρμάτων τονίζοντάς του: «το τι σου γράφουνε εδώ δεν λέγεται, αλλά εγώ σου έχω εμπιστοσύνη. Θα αναλάβεις μια ίλη αρμάτων και θέλω να με βγάλεις ασπροπρόσωπο».
Στους επόμενους μήνες και μετά από πολλές συζητήσεις μεταξύ τους, ο Αντισυνταγματάρχης μύησε τον ίλαρχο Βαρδάνη στο κίνημα που ετοίμαζαν αντιχουντικοί αξιωματικοί με τον βασιλιά Κωνσταντίνο. «.Στη συνέχεια σιγά, σιγά μου παίρνει συνεντεύξεις και μου λέει κοίταξε μπορεί να χρειαστεί κάποια στιγμή να χρησιμοποιήσουμε την μονάδα. Είσαι διατεθειμένος; «Αν είμαι λέω διατεθειμένος; Με ορμή». Προετοιμάσου μου λέει ετοίμαζε την ίλη κ.λπ. αν ξέρεις και κανένα έφεδρο κ.λπ. που είναι αντίθετος πες μου και θα τον βάλω εγώ στην ίλη σου… Εγώ είχα πυρομαχικά και ετοίμασα όπως έπρεπε να ετοιμάσω την ίλη. Αυτά απαγορεύονται όμως, πυρομαχικά, δεν επιτρεπόταν μέσα στα άρματα. Εγώ έβαλα πυρομαχικά».
Τον Οκτώβριο 1967 ο ίλαρχος είχε ήδη ετοιμάσει την ίλη του κατ’ εντολή του Αντισυνταγματάρχη. Είχε τοποθετήσει πυρομαχικά μέσα στα άρματα, παρ’ όλον ότι αυτό απαγορευόταν και περίμενε την ημέρα που θα εκδηλωνόταν το κίνημα του βασιλιά στη Θεσσαλονίκη. Αρχικά είχε οριστεί η μέρα του Αγίου Δημητρίου στις 28 Οκτωβρίου. Όμως το μυστικό φαίνεται διέρρευσε και η εκδήλωση του κινήματος αναβλήθηκε για τις 13 Δεκεμβρίου.
Ο «κόκκινος ίλαρχος Βαρδάνης μάρτυρας της θηριωδίας των εγκαθέτων της χούντας»
Στις 25 Οκτωβρίου 1967 εμφανίζονται αιφνιδιαστικά στο στρατόπεδο Πολυγύρου αξιωματικοί του 2ου γραφείου της VI Μεραρχίας Κιλκίς-όργανα της χούντας- και ενεργούν έλεγχο στα άρματα της ίλης του Βαρδάνη, που τα βρίσκουν οπλισμένα με πυρομαχικά έτοιμα για μάχη. Ήταν φανερό ότι το μυστικό αυτό είχε «καρφωθεί» μέσα απ’ το στρατόπεδο. Ο διοικητής τού στρατοπέδου δέχτηκε εντονότατες παρατηρήσεις, επειδή ανέθεσε τη διοίκηση ίλης στον «κόκκινο ίλαρχο Βαρδάνη», όπως τον αποκάλεσαν: «πώς έδωσες ίλη στον Βαρδάνη τον κόκκινο;»
Ο διοικητής Κακαβέλας μετατίθεται σε μονάδα επιστράτευσης στην Κοζάνη τον Οκτώβριο 1967 και ο ίλαρχος Βαρδάνης αποτάχτηκε από τις Ένοπλες Δυνάμεις με Συντακτική πράξη την επομένη (26 Οκτωβρίου 1967) μαζί με τους αξιωματικούς του ΑΣΠΙΔΑ, ως… ενεχόμενος στη «συνωμοτική» αυτή οργάνωση και ως «επικίνδυνος» για τις Ένοπλες Δυνάμεις. Η χούντα τότε δεν τόλμησε να τον παραπέμψει στο στρατοδικείο, γιατί δεν ήθελαν να δώσουν την εντύπωση ότι στις Ένοπλες Δυνάμεις υπήρχε αντίδραση εναντίον της δικτατορίας, ήταν ακόμη νωρίς για τέτοιες κινήσεις: «Δεν αποτόλμησαν όμως για στρατοδικείο. Διότι ήταν νωρίς και δεν θέλανε να δημιουργήσουνε κλίμα ότι υπάρχουνε αντίθετοι στην 21η Απριλίου. Ήταν πολύ νωρίς για να ετοιμάσουνε στρατοδικεία για εν ενεργεία αξιωματικούς. Με αποτάξανε στις 26 Οκτωβρίου ως ενεχόμενο, όχι γι’ αυτά, με βάλανε στην λίστα επειδή υπήρχε και το προηγούμενο της κατάθεσής μου στον ανακριτή, ως ενεχόμενος στον «ΑΣΠΙΔΑ», εύκολο πράγμα, με περάσανε μέσα».
Ο Μιχάλης Βαρδάνης, απότακτος πλέον συμμετέχει μαζί με άλλους απόστρατους αξιωματικούς στη σύσταση της αντιστασιακής ομάδας «Ελεύθεροι Έλληνες» του συνταγματάρχη Δημ. Οπρόπουλου και αργότερα θα προσχωρήσει στην αντιστασιακή ομάδα του αντισμηνάρχου εν αποστρατεία Τάσου Μήνη «Αντίσταση-Απελευθέρωση-Ανεξαρτησία-ΑΑΑ»
Στις 22 Απριλίου 1972 ο Μιχάλης Βαρδάνης συλλαμβάνεται και βασανίζεται φρικτά από χουντικούς αξιωματικούς, ως μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης «ΑΑΑ» του Τάσου Μήνη. Στην οργάνωση μετείχαν μεταξύ άλλων ο Σπύρος Μουστακλής και ο Γιάννης Αλευράς. Αργότερα απελευθερώνεται, για να συλληφθεί και πάλι τον Σεπτέμβριο 1972, οπότε οδηγείται ξανά στο ΕΑΤ/ΕΣΑ για ανάκριση. Θα παραμένει κρατούμενος επί εξάμηνο, αλλά παρά τα σκληρά βασανιστήρια που υφίσταται, αρνείται να πει ο, τιδήποτε για την υπόθεση Οπρόπουλου-«Ελευθέρων Ελλήνων» και φυλακίζεται στον Κορυδαλλό από τις 22 Ιουνίου-16 Δεκεμβρίου.
«Μια κουστωδία δημίων με οδηγούσε σε μια αγχόνη.
Μια στήλη ηλεκτρικού φορτίου υπήρχε εκεί…»
Ο Μιχάλης Βαρδάνης, παρά τις περιπέτειες, τα βασανιστήρια και τους διωγμούς της χούντας, δεν υποκύπτει, παίρνει μέρος και στο κίνημα του Ναυτικού (1973), στο οποίο τον είχε μυήσει ο Σπύρος Μουστακλής που, σύμφωνα με το σχέδιο, θα καταλάμβανε τη Σύρο όπου θα γινόταν το κέντρο του κινήματος. Το κίνημα όμως του ναυτικού είχε προδοθεί πριν καν εκδηλωθεί και ο Βαρδάνης, ο Μουστακλής και δεκάδες άλλοι αξιωματικοί και πολίτες, συλλαμβάνονται την 1η Ιουνίου 1973.
Ο Ανθυποπλοίαρχος Αντ. Κακαράς , αναφερόμενος στο Κίνημα του Ναυτικού γράφει για τους Μουστακλή και Βαρδάνη: «Από τον στρατό ξηράς συνελήφθησαν οι αξιωματικοί Μουστακλής, Βαρδάνης, Αλεξάκης, Φέτσης, Περίδης, Βιδάλης και Δεμέστιχας. Ο Μουστακλής και ο Βαρδάνης βασανίζονται απάνθρωπα. Ο Μουστακλής σέρνει τη βαρειά αναπηρία μέχρι το θάνατό του και γίνεται το σύμβολο της αντίστασης. Βασανίζεται και πάλι απάνθρωπα επί τρίμηνο στην απομόνωση στο ΕΑΤ/ΕΣΑ».
Ο Βαρδάνης σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Επίκαιρα» στις 4.9.1974 δήλωσε: «όσα έχω υποστεί δεν αξίζει καν να αναφερθούν, όταν υπάρχουν ο Σπύρος Μουστακλής, το ζωντανό αυτό μνημείο των βασανιστηρίων της ΕΣΑ, ο ανάπηρος συνταγματάρχης Δημ. Οπρόπουλος και όταν θυμάμαι τα θύματα των βασανιστών που δεν επέζησαν για να γίνουν μάρτυρες της θηριωδίας των εγκαθέτων της χούντας».
Στο ΕΑΤ/ΕΣΑ ο Βαρδάνης υπέστη πρωτοφανή σε σκληρότητα βασανιστήρια από τη γνωστή ομάδα των βασανιστών (ταγματάρχης Σπανός, λοχίας Πέτρου, λοχαγός Μπέλος, Χατζηζήσης, Κόφας γιατρός, Αντωνόπουλος). Του ζητούσαν να πει ό, τι γνωρίζει για το κίνημα του ναυτικού και για την οργάνωση Α.Ε.Ν. Αρχιβασανιστής του ήταν ο λοχίας Μ. Πέτρου. Ο ίδιος αφηγείται «Από την 1η μέχρι τις 14 Ιουνίου 1973, αρχίζει η σκληρότερη εμπειρία της ζωής μου με το άγριο ξύλο, το μαρτύριο της ορθοστασίας στο ένα πόδι, που ήταν ένα μαρτύριο καινούριο και εξοντωτικό. Μόλις παρέλυε το πόδι και έπεφτε, αυτοί ορμούσαν κυριολεκτικά να με κατασπαράξουν», το ηλεκτροσόκ, οι παραισθήσεις, το κτύπημα στις πατούσες κ.λπ.» και συνεχίζει: «Μια κουστωδία δημίων με οδηγούσε σε μια αγχόνη Μια στήλη ηλεκτρικού φορτίου υπήρχε εκεί. Πολεμούσαν με κάθε μέσο να με ακουμπήσουν. Έβλεπα τον αφανισμό μου και προσπαθούσα να παρασύρω τουλάχιστον έναν απ’ αυτούς. Αυτό το κατάλαβα όταν άκουσα μια κραυγή, του Μιχάλη ίσως, που φώναζε: «Άτιμε πήρα κι εγώ». Αυτό ήταν από κει κι ύστερα βρήκα πάλι τον εαυτό μου, αλλά ετοιμοθάνατο πλέον. Αισθανόμουν πως είχα παραμορφωθεί. Άκουγα όμως καθαρά φωνές από τους τοίχους «Βαρδάνη θα πεθάνεις» Ούρλιαζα και για να σταματώ τις κραυγές, ο «καλός» μου Μιχάλης έβαζε μοχλό το γκλοπ του στο στόμα μου φωνάζοντας: «Έχεις βρε κερατά και γερά δόντια».
Ο Βαρδάνης παρέμεινε φυλακισμένος μέχρι τον Αύγουστο 1973, οπότε αποφυλακίστηκε (24 Αυγούστου) με τη γενική αμνηστία που έδωσε ο δικτάτορας.
Μετά την απόταξή του, ο Βαρδάνης συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου πήρε το πτυχίο του και ξεκίνησε να ασκεί τη δικηγορία.
Στην εκδήλωση ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ στις 3 Σεπτέμβρη 1974 ο Βαρδάνης ήταν ανάμεσα στις 149 προσωπικότητες του αντιδικτατορικού αγώνα, της πολιτικής, των γραμμάτων, της τέχνης, που είχε καλέσει προσωπικά ο Ανδρέας Παπανδρέου και στις εκλογές της 17 Νοεμβρίου 1974 ήταν υποψήφιος Βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στις Κυκλάδες.
«καθήκον η αναφορά στην ιστορική μνήμη, διδαχή για τις νεότερες γενιές»
Ο Μιχάλης Βαρδάνης παραβρέθηκε στην πρώτη παρουσίαση της ιδρυτικής διακήρυξης του ΠΑΣΟΚ στις 3 Σεπτέμβρη 1974, την οποία και είχε υπογράψει, διετέλεσε οργανωτικός γραμματέας στην οργάνωση του ΠΑΣΟΚ της Α΄ περιφέρειας Αθήνας και στις πρώτες βουλευτικές εκλογές μετά την πτώση της δικτατορίας στις 17.11.1974 ήταν υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ στο νομό Κυκλάδων μαζί με τους Π. Βάλβη (Σύρος) και Χρ. Γεωργούση (Πάρος).
Ο Βαρδάνης ήρθε 2ος σε ψήφους στο συνδυασμό του ΠΑΣΟΚ. Συγκεκριμένα οι τρεις υποψήφιοι του ΠΑΣΟΚ έλαβαν: Π. Βάλβης: 2.797, Μ. Βαρδάνης: 2.586, Χρ. Γεωργούσης: 295 ψήφους. Το ΠΑΣΟΚ δεν εξέλεξε τότε Βουλευτή στις Κυκλάδες, αλλά είχε ένα καλό αποτέλεσμα: Τα ποσοστά των κομμάτων στις πρώτες μετά τη χούντα εκλογές είναι: Ν.Δ. 62,73%, Ε.Κ.-Ν.Δ.: 23,82%, ΠΑΣΟΚ: 10,60%), Ε.Α.: 2,03%.
Ο Βαρδάνης μετά τις πρώτες εκλογές σταδιακά αποστασιοποιήθηκε απ’ το ΠΑΣΟΚ, όταν διέβλεπε ιδεολογικές αποκλίσεις από τη διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη. Εξ αιτίας της ανάμιξής του στην πολιτική στις εκλογές του 1974 δεν αποκαταστάθηκε στις Ένοπλες Δυνάμεις με το νόμο του 1975 ως διωχθείς από την χούντα, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, τόσο από την αντιπολίτευση στη Βουλή, όσο και από την κοινή γνώμη. Ο τότε Υπουργός Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ υποχρεώθηκε ουσιαστικά με άλλη νομοθετική ρύθμιση να «άρει» αυτή την αδικία σε βάρος του και έτσι επανήλθε ο Βαρδάνης στο στράτευμα το 1976 παίρνοντας όλους τους βαθμούς που είχε στερηθεί, λόγω της απόταξής του από την χούντα. Το 1990 αποστρατεύτηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη με τον βαθμό του Υποστρατήγου.
Δραστηριοποιήθηκε στη συνέχεια στον «Σύνδεσμο φυλακισθέντων και εξορισθέντων αντιστασιακών περιόδου 1967-1974 – ΣΦΕΑ», στον οποίο διετέλεσε επί πολλά χρόνια Πρόεδρος (1995-2005) και είχε σημαντική παρουσία και δράση.
Στις 24 Ιουλίου 2002, κατά την επίσκεψη τού Πρωθυπουργού Κ. Σημίτη, στο χώρο των πρώην φυλακών Ωρωπού, όπου φυλακίστηκαν πολλοί αγωνιστές της ελευθερίας, προκειμένου να αποτίσει φόρο τιμής σε όλους εκείνους που αγωνίστηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και εκτοπίστηκαν από την αιματοβαμμένη δικτατορία, ο Μ. Βαρδάνης στο σύντομο χαιρετισμό του ως Πρόεδρος του ΣΦΕΑ είπε μεταξύ άλλων: «Κύριε Πρόεδρε, η αναφορά στην ιστορική μνήμη είναι καθήκον. Όταν όμως η αναφορά αυτή προέρχεται από τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας είναι διδαχή για τις νεότερες γενιές, για τη νεολαία μας που τόσο την έχει ανάγκη».
Στις 23 Μαΐου 2008, στην εκδήλωση τιμής και μνήμης για τον Χαρίλαο Φλωράκη, που οργάνωσε το ΚΚΕ, για τα τρία χρόνια από το θάνατό του, φίλοι και συνοδοιπόροι του μίλησαν για τον ιστορικό ηγέτη του ΚΚΕ κι ένας απ’ αυτούς ήταν ο Μιχάλης Βαρδάνης, ο οποίος εξέφρασε τη βαθιά συγκίνηση που νιώθει κάθε φορά που μιλά για τον Χαρίλαο Φλωράκη. «κάθε φορά που μιλούσα μαζί του, τόνισε, είχα την αίσθηση πως συνομιλούσα με την νεότερη ιστορία της Ελλάδας».
Αναφέρθηκε στις στρατιωτικές ικανότητες του Φλωράκη ως αρχηγού στρατιωτικού σχηματισμού του Δημοκρατικού Στρατού κατά την πορεία από την Όρθρυ στον Όλυμπο και το Γράμμο, καθώς και στη δεύτερη αποστολή του μετά το τέλος του Εμφυλίου, με σκοπό να περάσει μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού έξω από τα σύνορα. Ο σχεδιασμός και η τακτική που ακολούθησε αξίζει, είπε, να «αποτελέσουν διδαχή στις πολεμικές ακαδημίες από άποψη στρατηγικής και τακτικής».
Αναφερόμενος στην περίοδο της μεταπολίτευσης, ο Μ. Βαρδάνης είπε ότι μέσα στις μεγάλες δυσκολίες που είχε δημιουργήσει «η διάσπαση του ’68 με το «κενό» μιας γενιάς στελεχών και η εμφάνιση του ΠΑΣΟΚ με επικεφαλής ένα χαρισματικό ηγέτη, που σάλπιζε ΕΑΜικά συνθήματα», ξετυλίχτηκαν οι χαρισματικές ικανότητες του πολιτικού ηγέτη Χαρίλαου Φλωράκη: «Στην πολιτική και ιδεολογική τρικυμία των αρχών του 1990 λειτούργησε ο πολέμαρχος-στρατηγός και με αποφασιστικότητα, πίστη, πείσμα και σοφία κατάφερε να μην βυθιστεί το καράβι και να το οδηγήσει σε ήρεμα νερά». Ο Μιχάλης Βαρδάνης και σήμερα συνεχίζει τη διακριτική του όπως πάντα παρουσία, συμμετέχοντας στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, σε αγωνιστική συμπόρευση με την Αριστερά.
Η κατάθεση του Βαρδάνη στη δίκη των βασανιστών «τρελλοί οπαδοί του καθεστώτος»
Η εφημερίδα Κορωνίς Νάξου έγραφε τον Σεπτέμβριο 1975 για την κατάθεση του ίλαρχου Βαρδάνη στη δίκη των βασανιστών στο στρατοδικείο.
«Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε για την έκταση των βασανισμών και για την αφηγηματική της πληρότητα η κατάθεση του επιλάρχου και πολιτευτή κ. Μιχάλη Βαρδάνη στο Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών. Κράτησε κυριολεκτικά την αναπνοή του δικαστηρίου και των αναγνωστών των Αθηναϊκών εφημερίδων, στις οποίες έδωσε με παραστατική ακρίβεια τις οδυνηρές εμπειρίες του στο κελί του θανάτου στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, την ατέλειωτη ορθοστασία με την επίβλεψη ροπαλοφόρων, τους ξυλοδαρμούς, την ασθένειά του από κολικό του νεφρού. Σ’ ένα χαρτί που του έδωσαν να γράψει σημείωσε: «τρελοί οπαδοί του καθεστώτος».
Σε λίγο άρχισαν οι εφιαλτικές παραισθήσεις, η δίψα γινόταν όλο και πιο αφόρητη, ενώ ο βασανιστής έχυνε εμπρός του το νερό, επειδή ο κρατούμενος δεν μπορούσε να ορμήσει και να «δαγκώσει» το ποτήρι. Του ξερίζωσαν τις φαβορίτες με τα χέρια και όταν ζητούσε βοήθεια για τους κολικούς, του απαντούσαν «την άλλη φορά»!!!
Τα βασανιστήρια και η συμπεριφορά των συναδέλφων του αξιωματικών τον είχαν φθάσει στον βαθμό της τρέλας. Η κατάθεση-ντοκουμέντο του κ. Μιχάλη Βαρδάνη παριστάνει ανάγλυφα τον δυσώδη υπόκοσμο της επταετίας».
Στο περιοδικό Επίκαιρα και στον δημοσιογράφο Κώστα Τσαρούχα την ίδια περίοδο περιγράφει ο ίδιος τη φρίκη, την κόλαση που έζησε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ: «Την επομένη μου έφεραν το χαρτί. Δεν ήξερα περί τίνος επρόκειτο. Μου υπενθύμισαν ότι είναι η κατάθεσή που έδωσα. Τότε αρνήθηκα να υπογράψω, λέγοντας ότι δεν γνωρίζω τίποτα κι ότι πρώτη φορά ακούω για κατάθεση. Αυτό ήταν αρκετό για να με λειώσουν κυριολεκτικά. Γι αυτή τη στιγμή ό, τι και να πω μπορεί να ’ναι κάτω ή πάνω από την πραγματικότητα. Την έκταση όσων συνέβησαν και σήμερα ακόμη δεν μπορώ να την δώσω στην κανονική τους διάσταση. Πρόκειται μάλλον για σεισμό, κάτι σαν αντάμωση άγριων φυλών σε ώρες τελετουργικές της μαύρης μαγείας. Θυμάμαι πως συμμετείχα κι εγώ σ’ αυτή την «εορταστική ατμόσφαιρα». Το αφιόνι μάλλον είχε κάνει καλά τη δουλειά του. Πάλευα, χτυπούσα και χτυπιόμουν στο ίδιο ρυθμό. Δυνάμεις χαμένες φάνηκαν εκείνες τις ώρες να με κυκλώνουν. Και πάλι χάος, ξανά αγαπημένες μορφές. Τώρα πια πνιγόντουσαν μπροστά μου και προσπαθούσα να τις σώσω μ’ όλες μου τις δυνάμεις. Μια θάλασσα είχε γίνει το κελί μου. Δεν ήξερα αν είμαι στο ίδιο. Δεν είχα καμιά αίσθηση τόπου και χρόνου. Ίσως ήταν μια στιγμή. Ίσως κι ένας αιώνας».
Σε άλλο σημείο της αφήγησής του στον Κ. Τσαρούχα ο Βαρδάνης αναφέρεται και σε ένα στρατονόμο που έδειχνε «άνθρωπος» σαν μια μικρή όαση ανάμεσα στον εσμό των μισθοφόρων: «ένας νέος στη βάρδια του φέρθηκε, όσο μπορούσε φυσικά και με μεγάλο κίνδυνο ανθρώπινα. Μού ’δωσε ένα ποτήρι αναψυκτικό και μου επέτρεψε για λίγο να καθίσω. Αυτό του δημιούργησε μύριους φόβους, γιατί ήταν δυνατό το μικρό αυτό λασκάρισμα να το πλήρωνε ακριβά. Κι αυτός ήξερε καλά καλύτερα απ’ τον καθένα πόσο κόστιζε το τίμημα αυτό. Ας είναι. Αν διαβάσει την μαρτυρία μου, ας μάθει πώς τον ευχαριστώ από καρδιάς».
Ο ίλαρχος Βαρδάνης ήταν από τους πρώτους αξιωματικούς που διώχτηκαν από το τυραννικό καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967 για τα δημοκρατικά του φρονήματα και έμεινε καθ’ όλη τη δικτατορία χωρίς σύνταξη μόνο με ένα βοήθημα 12 μισθών λοχαγού (ιλάρχου).
«δεν ήρθα με κέφι και με χαρά να καταθέσω»
Με χαμηλή φωνή και με συγκίνηση άρχισε τη συντριπτική για τους κατηγορούμενους κατάθεσή του ο μάρτυς κατηγορίας ίλαρχος Μιχάλης Βαρδάνης στη δίκη των βασανιστών του ΕΑΤ-ΕΣΑ στις 24 Αυγούστου 1975. Το ακροατήριο άκουσε με κομμένη την ανάσα τα αίσχη, τις φρικαλεότητες και την έκταση των βασανισμών που διαπράττονταν μέσα στο ΕΑΤ/ΕΣΑ, το σύγχρονο αυτό Νταχάου:… «ακούω στους τοίχους ουρλιαχτά: «Βαρδάνη θα πεθάνεις…». Ουρλιάζω και τότε ο Πέτρου μου βάζει το γκλοπ μέσα στα δόντια. Ο Πέτρου λέει: Άτιμε, έχεις γερά δόντια». Ύστερα θά ’ρθουν οι παραισθήσεις: «Άρχισα να συνομιλώ με τον Μουστακλή, με ένα φίλο μου, με την οικογένειά μου, με τη μάννα μου και τα αδέλφια μου…».
Γράφει η εφημερίδα Καθημερινή στις 28 Αυγούστου 1975: «Στη συγκλονιστική του κατάθεση ο ίλαρχος Μιχ. Βαρδάνης είπε: Είχα φθάσει στον βαθμό της τρέλας, όταν έπαθα κολικό του νεφρού μου είπαν: για να σου κάνουμε ένεση πρέπει να ομολογήσεις» και η ίδια η εκδότρια της Καθημερινής, η Ελένη Βλάχου έγραφε στην καθημερινή της στήλη «επίκαιρα» στις 24 Αυγούστου 1975: «για μια ημέρα, χθες Σάββατο, υπήρχε μόνο ο Κορυδαλλός και όχι στρατοδικείο. Ίσως να ήταν τυχερό, για να μείνει πιο ζωντανά χαραγμένη η εντύπωση που άφησε η κατάθεση ορισμένων μαρτύρων της Παρασκευής. Και κυρίως η αφήγηση του Μιχάλη Βαρδάνη. Πόσες φορές όλες αυτές τις μέρες δεν είχαμε ακούσει όλες τις δυνατές περιγραφές αθλιότητας και αγριότητας. Εν τούτοις, όχι μονάχα το ακροατήριο, αλλά ακόμη και οι στρατοδίκες φάνηκαν για μια στιγμή να έχουν εντυπωσιασθεί. Ήταν η διήγησή του -μιας εμπειρίας ανεκδιήγητης φρίκης-τόσο απλή, τόσο παραστατική, τόσο στερεά, ώστε μόνο αυτή θα έφθανε για ν’ αποκαλύψει την εγκληματική αγριότητα που επικρατούσε μέσα σ’ αυτό το άντρο μιας δήθεν «στρατιωτικής υπηρεσίας». Και ήταν χαρακτηριστική μια απάντηση που έδωσε στο τέλος της κατάθεσής του σε ερώτηση στρατοδίκη: κύριε στρατοδίκα, δεν ήρθα με κέφι και με χαρά να καταθέσω. Και με κανένα αίσθημα εκδίκησης. Ακόμη μου έχει μείνει μια μελαγχολία…».
Δεν είναι πολλοί, στην ιστορία, που να έχουν υποστεί βασανιστήρια και όχι μόνο να επιζήσουν και να στέκονται όρθιοι, αλλά και να βρεθούν μπροστά στους βασανιστές τους, σε θέση ισχύος. Και θα έλεγε κανείς ότι αυτό που θα πρέπει να ήταν το όνειρο κάθε θύματος, θα έδινε περισσότερη ή τουλάχιστον πιο φανερή ικανοποίηση. Εν τούτοις, αυτό το τόσο ανθρώπινο αίσθημα έλλειψε παντελώς από τη δίκη. Και θα ήταν χρήσιμο κάποτε η τηλεόραση να έδειχνε μερικές από τις θαυμάσιες μαρτυρίες, τις τόσο αποκαλυπτικές και τόσο ανθρώπινες, να τις ακούσουν όσοι ακόμη σήμερα και ίσως αύριο και μεθαύριο θα εξακολουθούν να αμφισβητούν και να ειρωνεύονται την «αντίσταση». Αυτοί που διαλέγουν ένα δύο ονόματα αντιστασιακών της αρεσκείας τους, τους οποίους χατηρικώς παραδέχονται και σβήνουν όλους τους άλλους. Μα εάν ήταν έτσι, τότε γιατί όλη αυτή η οργάνωση του τρόμου; Γιατί τους βασάνιζαν; (ψέματα, υπερβολές λένε οι αντι-αντιστασιακοί). Γιατί τους έπιαναν; γιατί τους εξόριζαν; Γιατί οι Μπουμπουλίνες, τα Μπογιάτια, η ΕΣΑ; Ότι κοντά στους αυθεντικούς αυτούς ήρωες, στα γενναία παιδιά, θα γλίστρησαν και μερικοί κάλπηδες, αυτό τι σημασία έχει; Πάντοτε υπάρχουν οι επιτήδειοι, που βγαίνουν κερδισμένοι από κάθε πόλεμο, κάθε κρίση, κάθε αγώνα. Όπως και οι άλλοι, που δεν πληρώνουν κανένα λογαριασμό. Μέσα ο γιατρός Κόφας, έξω ο ιατροδικαστής Καψάσκης. Μέσα οι βασανιστές, έξω ο Λάμπρου. Μέσα οι πρωταίτιοι, έξω ο Ανδρουτσόπουλος. Ως πότε; Έχει κανείς κάθε δικαίωμα να ρωτάει…». Ε. [Ελένη Βλάχου].
Μήνης:« Μήπως σε πρόδωσα εγώ;»
Ενώ ο ίλαρχος Βαρδάνης βρισκόταν προφυλακισμένος στον Κορυδαλλό για την υπόθεση της οργάνωσης Οπρόπουλου (είχε συλληφθεί στο τέλος Ιουνίου 1972) συναντήθηκε εκεί με τον επίσης πολυβασανισμένο επί 111 μέρες στο ΕΑΤ-ΕΣΑ Τάσο Μήνη: «μόλις με βλέπει πανιάζει. Δεν μου κάνει κανένα νεύμα γνωριμίας, τόσο συνωμότης ήτανε. Και την επόμενη μέρα, που βρισκόμαστε μαζί με άλλους στο προαύλιο, με πλησιάζει και μου λέει: «γιατί είσαι εδώ; Μήπως σε πρόδωσα εγώ;».
Ανησυχούσε δηλαδή ο Μήνης μήπως στα παραληρήματα που έπεφτε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ στη διάρκεια των φρικτών βασανιστηρίων που υπέστη, είχε αναφέρει ονόματα στελεχών της οργάνωσής του. Η αγωνία, αναφέρει ο Βαρδάνης, ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του: «μην ανησυχείς, του λέω, για άλλο πράγμα είμαι εδώ».
Ο Μήνης θα αποκαλύψει για πρώτη φορά τους συναγωνιστές του στην αντιστασιακή οργάνωση ΑΑΑ, στη δίκη των βασανιστών, τον Αύγουστο 1975. Εκεί, ως μάρτυρας κατηγορίας, απευθυνόμενος προς τους βασανιστές του ΕΣΑτζήδες, θα τονίσει ότι: τώρα, που δεν είστε σε θέση να κάνετε πλέον κακό σε κανένα, ήρθε η ώρα να αποκαλύψω για πρώτη φορά τους συντρόφους και συναγωνιστές μου στην αντιδικτατορική πάλη και ήταν οι: Μουστακλής, Αλευράς, Παντελάκης, Μασουρίδης, Βαρδάνης.
Αυτοί, οι χιλιοβασανισμένοι από τη χούντα αξιωματικοί, που «πρόδωσαν» την…«εθνοσωτήρια- όπως την αποκαλούσαν οι πρωταγωνιστές της- επανάσταση της 21ης Απριλίου», υπέστησαν τα πάνδεινα, όχι μόνο ως πολιτικοί κρατούμενοι των ανθρωπόμορφων θηρίων της χούντας, αλλά και στη συνέχεια, όταν αποτάχτηκαν από τις Ένοπλες Δυνάμεις και έχασαν μισθούς, συντάξεις, καριέρα, πολλοί από αυτούς, όπως ο ίλαρχος Βαρδάνης, δεν αποκαταστάθηκαν αμέσως με τη μεταπολίτευση, αλλά χρειάστηκε να γίνει αγώνας για τα… αυτονόητα. Σε κάθε περίπτωση οι αξιωματικοί αυτοί πολέμησαν τη χούντα, όχι γιατί απέβλεπαν σε κάποιες… δάφνες, αλλά γιατί αυτό ήταν το δημοκρατικό και στρατιωτικό τους καθήκον, να προασπίσουν το Σύνταγμα την Ελευθερία, τη Δημοκρατία. Το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος, το 114 τότε, αυτό επιτάσσει: «η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων».
Και όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, η Απριλιανή χούντα πρόδωσε την πατρίδα, αποδιοργάνωσε τις Ένοπλες δυνάμεις, τις οδήγησε σε ταπεινωτικές πράξεις (συλλήψεις πολιτικών, βασανιστήρια πολιτών, δολοφονίες, εγκλήματα σε βάρος της κοινωνίας), σε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ διέλυσε την στρατιωτική αμυντική προστασία της Κύπρου με την απομάκρυνση από εκεί όλων των δημοκρατικών αξιωματικών (1967), αλλά και με την προδοτική ενέργεια να αποσύρει μυστικά από τη Μεγαλόνησο το φθινόπωρο του 1968 την ελληνική Μεραρχία, που είχε εγκαταστήσει εκεί από το 1964 η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Η προδοσία αυτή θα ολοκληρωθεί με το πραξικόπημα εναντίον του Προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου (15.7.1974), που ήταν η αφορμή για την εισβολή-περίπατο των Τούρκων και την κατάληψη του 40% της Κύπρου.
Ο Βαρδάνης, όπως προείπαμε, απομακρύνθηκε από την Κύπρο λίγο πριν την επιβολή της δικτατορίας (1966), μετατέθηκε στην Αλεξανδρούπολη, απ’ όπου στη συνέχεια μεταφέρθηκε συνοδεία στην Ξάνθη και από εκεί στην Αθήνα για να καταθέσει στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ (Αύγουστος 1966).
Δύο ημέρες πριν από τη μεταπολίτευση και ενώ η χούντα διαπράττει το τελευταίο και χειρότερο έγκλημά της στην Κύπρο, το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου και η Τουρκία έχει αρχίσει την εισβολή, κάποιοι απ’ τους βασανισμένους απότακτους δημοκρατικούς αξιωματικούς κι ανάμεσά τους ο Βαρδάνης αποστέλλουν προς τον Αρχηγό των Ενόπλων δυνάμεων το παρακάτω τηλεγράφημα (18 Ιουλίου 1974): «Αρχηγόν Ενόπλων Δυνάμεων ενταύθα. Οι υπογεγραμμένοι τέως Αξιωματικοί, Λοχαγός Πεζικού Αρχάκης Αλέξανδρος, Λοχαγός Πεζικού Αρχοντίδης Νικόλαος, Ίλαρχος Βαρδάνης Μιχαήλ, Υποπλοίαρχος Π.Ν. Βασιλικόπουλος Λεωνίδας, πιστοί εις τον όρκον μας και εν όψει διαγραφομένης απειλής έναντι ακεραιότητος του Έθνους, θέτομεν εαυτούς εις την διάθεσιν της Πατρίδος».
Όπως το είπε και ο Ποιητής «Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο ΜΕΓΑΣ»!!!
Ο Μιχάλης Βαρδάνης πέθανε στο νοσοκομείο ΝΙΜΙΤΣ το απόγευμα τητης 14 Ιανουαρίου 2014
Ο αντισμήναρχος ε.α. Τάσος Μήνης είχε αναπτύξει μεγάλη αντιστασιακή δράση στη διάρκεια της επτάχρονης τυραννίας, συνελήφθη και καταδικάστηκε από τη χούντα σε πολυετή φυλάκιση, αφού βασανίστηκε με πρωτοφανή αγριότητα στο ΕΑΤ ΕΣΑ μαζί με τον Σπύρο Μουστακλή, με τον οποίο είχαν συνεργαστεί στην αντίσταση. Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στο ΕΑΤ ΕΣΑ ο Μήνης είχε καταγράψει σε χαρτί τουαλέτας όσα έζησε και είχε κατορθώσει να τα βγάλει έξω. Ο Τάσος Μήνης ήταν αντισμήναρχος σε πολεμική διαθεσιμότητα, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά την κατάρρευση την υποταγή της Ελλάδας, έφυγε στη Μ. Ανατολή και πήρε μέρος στη μάχη του Ελ Αλαμέιν.
Στη μεταπολίτευση (1974) εκλέχτηκε βουλευτής με την Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις, συμμετείχε στην «Πρωτοβουλία για την ίδρυση της Συμμαχίας» και το 1989 εντάχθηκε στον ενιαίο τότε Συνασπισμό. Το ημερολόγιό του «111 ημέρες στο ΕΑΤ-ΕΣΑ» έγινε σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα. Πέθανε στις 6 Αυγούστου 2005 σε ηλικία 86 ετών. Ήταν ένας υπέροχος Έλληνας πατριώτης, σύμβολο ηρωισμού και σεμνότητας. Ο Μήνης στη μεταπολίτευση αποκαταστάθηκε στις Ένοπλες Δυνάμεις αλλά, με αναφορά του στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας, τον Ιούλιο του 1984, αρνήθηκε πρόσθετη παροχή βαθμών. «…επιθυμώ να παραμείνω στον βαθμό του αντισμηνάρχου, τον οποίο φέρω επί μια 25ετία και τον οποίο, νομίζω, δεν ντρόπιασα… σας παρακαλώ να μην εφαρμόσετε τον νόμο σε ό, τι με αφορά».
Ο Αντ. Κακαράς συνελήφθη από τη χούντα, επειδή συνεπλάκη με κάποιον της Ασφάλειας στην Πλάκα, όπου τραγουδούσε Θεοδωράκη. Φυλακίστηκε στο καταδρομικό πλοίο «ΕΛΛΗ», που το είχε μετατρέψει η χούντα σε χώρο φυλακής και βασανιστηρίων των αντιστασιακών αξιωματικών. Οδηγήθηκε στη συνέχεια στο Ναυτοδικείο και καταδικάστηκε για περιύβριση αρχής και προσβολή του Στρατού και αποτάχτηκε, αφού παρέμεινε επί δέκα εξ μήνες
φυλακισμένος.
ΠΗΓΗ: Κίνηση Ενεργοί Πολίτες