Η μάχη της Νινευή απετέλεσε το αποκορύφωμα του πολέμου μεταξύ Βυζαντίου – Σασσανιδών (602-628). Η Βυζαντινή νίκη προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο στην Περσία και αποκατέστησε τα αρχικά σύνορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Μέση Ανατολή.
Ποιοι ήταν οι ηγέτες των δύο πλευρών
Από τη μία ο Ηράκλειος Α’ αυτοκράτωρ του Βυζαντίου (575-641), γιος του Ηράκλειου του Πρεσβύτερου, Έξαρχου της Καρχηδόνας, ήταν χαρισματικός στρατηγός και μετέπειτα αυτοκράτωρ, ο οποίος αφού εκθρόνισε τον Φωκά (610) αφιερώθηκε αμέσως στο Περσικό πρόβλημα.
Μετά από 16 έτη νικών και τακτικών υποχωρήσεων, επέβαλε στους Σασσανίδες (628) συνθήκη ειρήνης αναγκάζοντάς τους να αποσυρθούν από τα εδάφη που είχαν κατακτήσει.
Όταν ο πατέρας του επαναστάτησε το 608 κατά του σφετεριστή Φωκά, ο Ηράκλειος τίθεται επικεφαλής των δυνάμεων, βαδίζει προς την Κωνσταντινούπολη και αφού σκοτώνει τον τύραννο στέφεται αυτοκράτορας από τον πατριάρχη Σέργιο στις 5/10/610.
Μεταξύ των ετών 612 – 617 διεξήγαγε τρεις ατυχείς εκστρατείες εναντίον των Περσών οι οποίοι είχαν λεηλατήσει την Ιερουσαλήμ και το 622 αφού απέκρουσε νέα επίθεση, εισέβαλλε (623) μέσω Καππαδοκίας και Αρμενίας στην Περσική επικράτεια, νικώντας τον Χοσρόη ΙΙ. Τον Ιούλιο του 626 επιστρέφει εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη που πολιορκείτο από Αβάρους και Σλάβους, τους οποίους συντρίβει.
Κατόπιν επιστρέφει στην Νινευή όπου νικά τους Πέρσες, επιβάλλοντας (628) στον διάδοχο του Χοσρόη, Καβάδη Β’ Σιρόη, συνθήκη ειρήνης, αναγκάζοντάς τον να αποχωρήσει από όλα τα κατεκτημένα μετά το 604 εδάφη.
Αφού επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη, ευνόησε τον μονοθεϊσμό που υποστήριζαν οι πατριάρχες Σέργιος της Κωνσταντινούπολης και Κύρος της Αλεξάνδρειας. Το 634-636 αντιμετωπίζει ανεπιτυχώς την εισβολή των Αράβων που καταλαμβάνουν την Συρία, την Παλαιστίνη, την Ιορδανία και την Αίγυπτο. Με τον Ηράκλειο Α’ ξεκινά η Ηρακλειανή δυναστεία που βασίλευσε στο Βυζάντιο μέχρι το 711.
Από την άλλη, ο Ραζάτης ήταν Πέρσης στρατηγός Αρμενικής καταγωγής που υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Χοσρόη Β’. Όταν ο πόλεμος μεταξύ Σασσανιδών και Βυζαντινής Αυτοκρατορίας πλησίαζε το 25ο έτος, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ηράκλειος προέβη σ’ ένα τολμηρό εγχείρημα.
Αρχές Σεπτεμβρίου του 627, εισέβαλε στην καρδιά της Περσίας ηγούμενος ενός ετερογενούς στρατεύματος, αποτελούμενο από Γκεκτούρκους (Göktürks) και Βυζαντινούς.
Η είδηση ανησύχησε τον Χοσρόη, διότι μετά από τόσα έτη πολέμου, ο στρατός του ήταν εξαντλημένος και οι δύο σημαντικότεροι στρατηγοί του δεν ήσαν διαθέσιμοι, αφού ο Σαχίν ήταν νεκρός και ο Σαρβαραζάς(Shahrbaraz) είχε διαφύγει στην Αίγυπτο, φοβούμενος την οργή του βασιλέα μετά την ήττα στα Σάταλα. Έτσι ο Χοσρόης έθεσε επικεφαλής του στρατού τον Ραζάτη, έναν ικανό και γενναίο στρατηγό.
Τι είχε προηγηθεί
Όταν ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος δολοφονήθηκε από τον σφετεριστή Φωκά, ο Χοσρόης Β’ κήρυξε πόλεμο, φαινομενικά για να εκδικηθεί το θάνατο του φίλου & ευεργέτη του, αλλά στην πραγματικότητα να επωφεληθεί από το κενό εξουσίας.
Ενώ οι Πέρσες είχαν επιτυχίες στα πρώτα στάδια του πολέμου, κατακτώντας μεγάλο μέρος του Λιβάνου, την Αίγυπτο και την Ανατολία, η υπεροχή του Ηρακλείου οδήγησε τελικά στην ήττα.
Οι εκστρατείες του Ηρακλείου μετέβαλλαν την ισορροπία, αναγκάζοντας τους Πέρσες σε αμυντική στάση και επιτρέποντας στους Βυζαντινούς να ανακτήσουν την υπεροχή. Σε μια προσπάθεια αντίδρασης οι Πέρσες συμμαχούν με τους Αβάρους και επιχειρούν να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, αλλά ηττώνται.
Ενώ η πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως βρισκόταν σε εξέλιξη, ο Ηράκλειος συμμάχησε με τους Χαζάρους, που σύμφωνα με Βυζαντινές πηγές ανήκαν στο Δυτικό Τουρκικό Χαγανάτο των Γκεκτούρκων (Göktürks = Ουράνιοι Τούρκοι) με επικεφαλής τον Tong Yabghu Qaghan, ή Ziebel, στον οποίο προσέφερε θαυμαστά δώρα και ως ανταμοιβή την χείρα της κόρης του, Ευδοξίας Επιφανείας, η ομορφιά της οποίας εντυπωσίασε τόσο πολύ τον Ziebel, με αποτέλεσμα να την ερωτευθεί.
Οι Καυκάσιοι Τούρκοι ανταποκρίνονται και το 626 μ.Χ. αποστέλλουν 40.000 άνδρες εισβάλλοντας στην Περσική αυτοκρατορία, προκαλώντας τον 3ο Περσο-Τουρκικό πόλεμο. Οι κοινές επιχειρήσεις Βυζαντινών & Γκεκτούρκων επικεντρώθηκαν στην πολιορκία της Τυφλίδας.
Εισβολή στην Μεσοποταμία
Στα μέσα Σεπτεμβρίου 627, αφήνοντας τον Ziebel να συνεχίσει την πολιορκία της Τυφλίδας, ο Ηράκλειος εισβάλλει στην Περσική ενδοχώρα, με 25.000 έως 50.000 άνδρες και 40.000 Γκεκτούρκους, οι οποίοι όμως αποχωρούν λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών.
Τον Ηράκλειο ακολούθησε ο Ραζάτης με στρατό 12.000ανδρών, αλλά ο πρώτος κατάφερε να τον αποφύγει και εισβάλει στην Μεσοποταμία (σύγχρονο Ιράκ). Εκεί ανεφοδιάζεται με τρόφιμα και ζωοτροφές από την ύπαιθρο λεηλατώντας τις πόλεις, με αποτέλεσμα οι Πέρσες να μην μπορούν να βρουν τροφή για τους στρατιώτες και τα ζώα.
Αμφότεροι Ηράκλειος και Πέρσες προσέγγισαν από την Ανατολή τα ερείπια της αρχαίας Ασσυριακής πρωτεύουσας Νινευή στην επαρχία Ασσουριστάν, ενώ οι Περσικές ενισχύσεις παρέμειναν στην Μοσούλη. Μετά την μάχη, ο Ηράκλειος επέστρεψε ανατολικά ενώ οι Πέρσες αναδιπλώνονται στην Νινευή προτού ακολουθήσουν πάλι τον Ηράκλειο.
Την 1η Δεκεμβρίου, ο Ηράκλειος διασχίζει τον Μεγάλο ποταμό Ζάμπ και στρατοπεδεύει στην Νινευή. Η κίνηση από νότο προς Βορρά, ερχόταν σε αντίθεση με την αναμενόμενη (εκ μέρους των Περσών) προέλαση προς νότο.
Αυτό μπορεί να αξιολογηθεί ως ένας τρόπος για να αποφύγει την παγίδευση από τον Περσικό στρατό σε περίπτωση ήττας. Ο Ραζάτης πλησίασε την Νινευή από διαφορετική θέση. Η είδηση ότι πλησιάζουν Περσικές ενισχύσεις από 3.000 άνδρες ανάγκασε τον Ηράκλειο να κινηθεί, διασχίζοντας τον ποταμό Τίγρη, δίδοντας την εντύπωση ότι αποσύρεται από την Περσία.
Ο Ηράκλειος είχε εντοπίσει μια πεδιάδα, δυτικά του ποταμού Ζάμπ σε μικρή απόσταση από τα ερείπια της Νινευή, η οποία θα επέτρεπε στους Βυζαντινούς να επωφεληθούν από την υπεροχή τους σε λογχοφόρους και στις μάχες σώμα με σώμα.
Επιπλέον, η ομίχλη μείωνε το Περσικό πλεονέκτημα σε τοξότες (μειωμένη ορατότητα) και επέτρεπε στους Βυζαντινούς να επιτεθούν χωρίς μεγάλες απώλειες από την εκτόξευση βελών. Ο Walter Kaegi (Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο) εκτιμά ότι η μάχη έλαβε χώρα κοντά στο ρέμα Karamlay.
Ο Ραζάτης αναπτύσσει τις δυνάμεις του σε τρία τμήματα και επιτίθεται. Ο Ηράκλειος προσποιείται ότι υποχωρεί με σκοπό να οδηγήσει τους Πέρσες στα πεδινά, αυτοί τον ακολουθούν και όταν αντιστρέφει το στράτευμα επιτιθέμενος αιφνιδιάζονται.
Μετά από οκτώ ώρες μάχης, οι Πέρσες υποχώρησαν στις πέριξ υπώρειες, έχοντας υποστεί απώλειες 6.000 ανδρών. Ο ιστορικόςΝικηφόρος ισχυρίζεται ότι ο Ραζάτης προκάλεσε τον Ηράκλειο σε μονομαχία την οποία ο δεύτερος αποδέχθηκε και φονεύει τον Πέρση με ένα χτύπημα.
Την εν λόγω μονομαχία ακολούθησαν άλλες δύο μεταξύ Περσών και Βυζαντινών όπου νικητές αναδείχθηκαν οι Βυζαντινοί. Σε κάθε περίπτωση, ο Ραζάτης σκοτώθηκε στην εν λόγω μάχη. Οι 3.000 Περσικές ενισχύσεις έφτασαν πολύ αργά για την μάχη.
Η νίκη στην Νινευή δεν ήταν ολοκληρωτική, αφού οι Βυζαντινοί δεν κατόρθωσαν να εξοντώσουν τα Περσικά στρατεύματα. Ωστόσο, ήταν αρκετή για να καταστείλει την αντίσταση των Περσών.
Χωρίς Περσικά στρατεύματα πλέον να του αντιτίθενται, ο Ηράκλειος λεηλάτησε το ανάκτορο του Χοσρόη στην Ντασκάρα (πόλη των Σασσανιδών πλησίον της Κτησιφώντος) αποκτώντας τεράστια πλούτη, ενώ ανέκτησε και 300 Βυζαντινά/Ρωμαϊκά λάφυρα που είχαν συγκεντρώσει οι Πέρσες από τους πολέμους.
Ο Χοσρόης είχε ήδη καταφύγει στα βουνά της Susiana προσπαθώντας να ανασυγκροτηθεί για την υπεράσπιση της Κτησιφώντος. Ο Ηράκλειος όμως δεν μπορούσε να επιτεθεί στην Κτησιφώντα, επειδή τοκανάλι του Nahrawan είχε αποκλειστεί από την κατάρρευση της γέφυρας.
Ο Περσικός στρατός επαναστάτησε και ανέτρεψε τον Χοσρόη ΙΙ, αναθέτοντας την εξουσία στον γιό του Καβάδη ΙΙ, γνωστό και ως Σιρόη. Ο Χοσρόης φυλακίζεται σε μπουντρούμι γυμνός και χωρίς τροφή επί πέντε ημέρες, μέχρι τελικά να θανατωθεί με βέλη.
Ο Καβάδης ζητά συνθήκη ειρήνης, την οποία ο Ηράκλειος αποδέχεται χωρίς να επιβάλλει σκληρούς όρους, γνωρίζοντας ότι και η δική του αυτοκρατορία ήταν εξαντλημένη.
Σύμφωνα με την συνθήκη, οι Βυζαντινοί ανέκτησαν όλα τα χαμένα εδάφη, τους συλληφθέντες στρατιώτες, έλαβαν αποζημίωση πολέμου και το σπουδαιότερο όλων ανακτούν τον Τίμιο Σταυρό και άλλα κειμήλια που χάθηκαν στα Ιεροσόλυμα το 614. Η μάχη σήμανε το τέλος των πολέμων Βυζαντίου – Σασσανιδών.
Πηγή: Cheilon