Η Μάχη του Σαγγάριου έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 1921 κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919-1922), ως αποκορύφωμα της προέλασης του Ελληνικού Στρατού στην μικρασιατική ενδοχώρα. Η έκβαση της μάχης ήταν αμφίρροπη και συντέλεσε στην ανακοπή της πορείας προς Άγκυρα.
Η Ελληνική Στρατιά τον Ιούνιο του 1921, ύστερα από τη νικηφόρα προέλαση δια μέσω της Κιουτάχειας, προωθήθηκε στη γραμμή Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ. Οι τουρκικές δυνάμεις αφού απέφυγαν την κύκλωση στην Κιουτάχεια, συνέχισαν την υποχώρησή τους ανατολικά από τις όχθες του Σαγγάριου ποταμού. Στις 15 Ιουλίου 1921, ύστερα από ελληνικό πολεμικό συμβούλιο στην Κιουτάχεια, αποφασίστηκε η συνέχιση της προέλασης προς Άγκυρα με την ονομασία «εκστρατεία Σαγγαρίου-Αγκύρας».
Το ελληνικό σχέδιο καθόριζε ως σκοπό την καταστροφή των τουρκικών δυνάμεων ανατολικά του Σαγγάριου και στη συνέχεια την κατάληψη της Άγκυρας. Οι ελληνικές δυνάμεις θα προέλαυναν με τρία σώματα στρατού συνολικά 120.000 ανδρών, αποτελούμενες από 9 μεραρχίες πεζικού, 1 ταξιαρχία ιππικού και 2 συντάγματα πυροβολικού. Η περιοχή των επιχειρήσεων περικλείονταν από τα όρη Ελμά Νταγ, Τσελίκ Νταγ και από τους ποταμούς Σαγγάριο και Γκεούκ. Στο χώρο αυτό η τουρκική διοίκηση οργάνωσε τρεις αμυντικές τοποθεσίες σε βάθος 25 εως 30 χιλιομέτρων, που περιελάμβανε χαρακώματα, ορύγματα με συρματοπλέγματα, πρόχειρα πυροβολεία και θέσεις αυτομάτων όπλων. Η τουρκική πλευρά διέθετε συνολικά 98,000 ένοπλους: 16 μεραρχίες, 3 συντάγματα πεζικού, 4 μεραρχίες και 1 ταξιαρχία ιππικού.
Σύγκρουση
Ο Ελληνικός Στρατός ξεκίνησε την προς ανατολάς προέλασή του το πρωί της 1ης Αυγούστου από τις βάσεις του στο Εσκί Σεχίρ διαμέσου έρημων και άνυδρων εκτάσεων μέχρι τον ποταμό Σαγγάριο, χωρίς οι τουρκικές δυνάμεις να τον παρενοχλήσουν ιδιαίτερα. Η πορεία, όμως, ήταν κοπιωδέστατη και ταλαιπώρησε αφάνταστα τα προελαύνοντα τμήματα, αφού πραγματοποιήθηκε μέσα σε αφόρητο καύσωνα και με ελλιπέστατη επιμελητεία. Ειδικά το Β΄ Σώμα Στρατού αναγκάστηκε να πεζοπορήσει 300 χιλιόμετρα μέσα στην Αλμυρά έρημο. Στις 21 Αυγούστου οι ελληνικές δυνάμεις έφθασαν στον Σαγγάριο, τον διάβηκαν με γέφυρες εκστρατείας χωρίς σημαντική παρενόχληση από τους Τούρκους και στράφηκαν βορειοανατολικά προς τις κύριες θέσεις άμυνας του τουρκικού στρατού. Στις 23 Αυγούστου το Α’ και Γ’ Σώματα Στρατού εξαπέλυσαν επίθεση με σκοπό την διάσπαση της γραμμής Ινλάρ Κατραντζή – Ιλιτζά. Εν τω μεταξύ το Β’ Σώμα Στρατού εκτελούσε κυκλωτικό ελιγμό από το αριστερό πλευρό της τουρκικής αμυντικής γραμμής που καταλάμβανε το όρος Καλέ Γκρότο.
Από τις 24 Αυγούστου έως τις 13 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκαν σκληρές συγκρούσεις σε όλη την έκταση του μετώπου. Μέχρι τις 13 Σεπτεμβρίου οι ελληνικές δυνάμεις κατάφεραν να διασπάσουν τις δύο τουρκικές αμυντικές γραμμές και να καταλάβουν την γραμμή Καρά Νταγ – Τσαλ Νταγ – Αρντίζ Νταγ – Καλέ Γκρότο. Απέμενε η τρίτη και τελευταία αμυντική γραμμή των Τούρκων, που κάλυπτε την Άγκυρα, έδρα των κεμαλιστών.
Στην κορυφή του λόφου Ντουατεπέ (στο Πολατλί). Μουσταφά Φεβζί (Τσακμάκ), Κιοπρουλή Καζίμ (Οζάλπ), Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ), Ισμέτ (Ινονού) και Χαϊρουλάν (Φισέκ)
Όμως, οι επιτυχίες αυτές των Ελλήνων κατακτήθηκαν με τεράστιες θυσίες σε έμψυχο υλικό, αλλά και σε εφόδια. Παράλληλα, παρουσιάστηκαν σοβαρά προβλήματα, όπως η πλημμελής διοίκηση, η κόπωση των τμημάτων, η έλλειψη ικανών εφεδρειών να αναπληρώσουν τις μεγάλες απώλειες ανδρών, προβλήματα επισιτισμού και γενικότερα ανεφοδιασμού του στρατού, τα οποία οδήγησαν στην πτώση του ηθικού του Ελληνικού Στρατού. Από τις 16 Σεπτεμβρίου αποφασίστηκε η διακοπή της επίθεσης και η προσωρινή μετάπτωση σε άμυνα, καθώς οι προβλέψεις για συνέχιση της επίθεσης ήταν ιδιαίτερα δυσοίωνες.
Πορομοίως και στην πλευρά των Τούρκων η κατάσταση ήταν κρίσιμη, με μεγάλες απώλειες ενώ είχαν διασπαστεί οι δύο αμυντικές γραμμές τους. Η τουρκική διοίκηση σκέφθηκε προς στιγμήν την απόσυρση πίσω από την Άγκυρα, αλλά αυτό θα ισοδυναμούσε με καταστροφή, γιατί θα έπεφτε στα ελληνικά χέρια η πρωτεύουσά τους Άγκυρα η κύρια βάση ανεφοδιασμού τους και ανατολικά αυτής, χωρίς σοβαρή δημογραφική βάση και χωρίς εφόδια η συνέχιση της αντίστασης τους θα ήταν ανέφικτη.
Η διοίκηση της Ελληνικής Στρατειάς τότε, αμφιταλαντευόμενη και αδυνατώντας να αποφασίσει για την εξέλιξη των επιχειρήσεων, έστειλε τηλεγράφημα στην κυβέρνηση στην Αθήνα ζητώντας από τον πρωθυπουργό Δ. Γούναρη εντολές για την περαιτέρω συνέχιση της επίθεσης. Ο Γούναρης με έκπληξη απάντησε ότι ήταν αναρμόδιος και συνέστησε να ληφθεί η απόφαση «συμφώνως προς το στρατιωτικόν συμφέρον».
Το απόγευμα της 21ης Σεπτεμβρίου ο αρχηγός της Στρατειάς Μικράς Ασίας Αναστάσιος Παπούλας και αφού ο διοικητής του Β’ Σώματος Στρατού Πρίγκιπας Ανδρέας πήρε μόνος του την πρωτοβουλία να μετακινήσει τις δυνάμεις του πίσω από το Α’ Σώμα Στρατού, αποφάσισε τη διακοπή των επιχειρήσεων και την υποχώρηση στις θέσεις εξόρμησης, δυτικά του Σαγγάριου. Η μεγάλη επιχείρηση έληξε άδοξα για τις ελληνικές δυνάμεις, αφού δεν πέτυχαν τους αντικειμενικούς στόχους τους που ήταν η κατάληψη της Άγκυρας και η καταστροφή του κεμαλικού στρατού.
Απολογισμός
Οι Ελληνικές δυνάμεις μπορεί να νίκησαν στο πεδίο της μάχης, αλλά από τακτικής απόψεως βγήκαν χαμένοι αφού δεν πέτυχαν την κατάληψη της Άγκυρας, ενώ παράλληλα τέθηκαν εκτός μάχης 23.000 στρατιώτες και αξιωματικοί, κενά τα οποία, ιδιαίτερα στους αξιωματικούς, δεν αναπληρώθηκαν ποτέ. Από τακτικής απόψεως οι τουρκικές δυνάμεις υπό τη στιβαρή ηγεσία του Κεμάλ, ήταν οι νικήτριες.
Οι απώλειες των επιχειρήσεων για τις ελληνικές δυνάμεις ανήλθαν σε 4.000 νεκρούς και 19.000 τραυματίες, ενώ για την τουρκική πλευρά οι απώλειες ανήλθαν σε νεκρούς και τραυματίες γύρω στις 15.000. Η μάχη του Σαγγάριου σήμανε το τέλος των επιθετικών επιχειρήσεων για τον Ελληνικό Στρατό στην Μικρά Ασία και την μετάπτωση του σε αμυντική κατάσταση. Η πρωτοβουλία των κινήσεων έκτοτε μετατέθηκε στην πλευρά του Κεμάλ και του τουρκικού στρατού, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η αντεπίθεση, η ήττα των Ελλήνων και η μικρασιατική καταστροφή ένα χρόνο αργότερα.