Γράφει ο Ευθύμης Φρεντζαλάς
Τον Νοέμβρη του 1944 η Αθήνα είχε ήδη καταφέρει να αποτινάξει τον γερμανικό ζυγό και ο λαός της βροντοφώναζε «όχι άλλη κατοχή» και απαιτούσε αληθινή δημοκρατία ενώ οι φανατικοί την άμεση εγκαθίδρυση ενός νέου καθεστώτος που το αποκαλούσαν λαοκρατία.
Οι τελευταίοι ανάγκασαν μέχρι και τον τότε πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου να εκστομίσει την περίφημη φράση «Πιστεύουμε και στη λαοκρατία» παρόλο που δεν πίστευε καθόλου σε αυτή. Έτσι την 5η Δεκεμβρίου του 1944 o στρατηγός Σκόμπυ κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο στην Αθήνα για να την απομακρύνει όσο το δυνατόν πιο πολύ από την απαίτηση του λαού. Ο Τσώρτσιλ είχε καταστήσει ήδη σαφές σε όλους πως «προτεραιότητα υπέρτατης τάξης είναι νίκη στην Αθήνα». Είχε δε διαμηνύσει στον πρεσβευτή της Αγγλίας στην Αθήνα Λίπερ πως «αν παραιτηθεί ο Παπανδρέου φυλακίστε τον έως ότου συνέλθει». Ο Παπανδρέου συνήλθε πολύ γρήγορα και αν ήταν ειλικρινής θα έπρεπε να διορθώσει την περίφημη φράση του διακηρύττοντας πως «όχι μόνο δεν πιστεύουμε στη λαοκρατία αλλά δεν σκοπεύουμε να προβούμε σε κανέναν συμβιβασμό μαζί της».
Σύμφωνα με μαρτυρίες κάποιων γυναικών (17 γυναίκες θυμούνται τον Δεκέμβρη- έκδοση Αυγής και ΑΣΚΙ) που έζησαν από κοντά τα τότε γεγονότα η νέα κατάσταση ήταν αφόρητη και άκρως επικίνδυνη. Τα αγγλικά αεροπλάνα για παράδειγμα πετούσαν τόσο χαμηλά που μπορούσε κανείς να διακρίνει τους πιλότους τους. Τα έως χτες συμμαχικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν ως επί το πλείστον παράγκες αμάχων και γυναικόπαιδα και προτιμούσαν τις φτωχότερες συνοικίες της Αθήνας. Πυροβολούσαν ακόμη και διαβάτες. Οι επιθέσεις τους ήταν κεραυνοβόλες και τα καταφύγια πρόχειρα. Οι πρώην σύμμαχοι είχαν αντικαταστήσει απλά τους Γερμανούς . Οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν μόνο το βράδυ και έβγαιναν μόνο για να αγοράσουν τρόφιμα. Ο Τσώρτσιλ είχε επιτύχει τον σκοπό του. Είχε μετατρέψει την Αθήνα σε μία πολύ επικίνδυνη πόλη για όλους, αριστερούς και δεξιούς, Έλληνες και Εγγλέζους ενώ μέχρι την 3η Δεκεμβρίου εκείνοι οι Αθηναίοι που γύρευαν προστασία από τα βρετανικά στρατεύματα δεν αποτελούσαν παρά μία ελάχιστη μειοψηφία.
Οι γυναίκες που εξιστόρησαν τα γεγονότα όπως τα βίωσαν μας μεταφέρουν το κλίμα και μας «ταξιδεύουν» στην δύσκολη καθημερινότητα της περιόδου εκείνης.
Σύμφωνα με την Ασήμω Γαλέου τα θλιβερά και αιματηρά γεγονότα της 4ης Δεκεμβρίου ξεκίνησαν όταν κατέφθασαν στο Σύνταγμα διαδηλωτές από την Καισαριανή. Σύμφωνα με τον Σόλωνα δε Γρηγοριάδη (Τα Φοβερά Ντοκουμέντα Δεκέμβριος 1944, έκδοση του Βήματος) ένα άτομο με χακί παντελόνι και άσπρο πουκάμισο βγήκε από την πύλη του κτιρίου της Διεύθυνσης της Αστυνομίας της εποχής και κράυγασε «Πυροβολήστε λοιπόν τους παλιανθρώπους».
Ο Έβερτ διέλυσε αργότερα τον θρύλο που είχε δημιουργηθεί γύρω από το πρόσωπο αυτό που έδωσε τότε το σύνθημα για επίθεση εναντίον του πλήθους, λέγοντας πως οι συγκεκριμένοι διαδηλωτές που έφτασαν ως το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη δεν ήταν άοπλοι σε πείσμα των ξένων ανταποκριτών τύπου που δεν είδαν κανέναν ένοπλο. Κατά την μαρτυρία της Γαλέου ακούγονταν καθημερινώς τότε τόσοι πυροβολισμοί που οι κάτοικοι είχαν αρχίσει να τους συνηθίζουν και προσπαθούσαν απλώς να μαντέψουν από τι είδους όπλο έβγαιναν κάθε φορά οι σφαίρες.
Μία μέρα δε μπήκαν στο σπίτι της δύο καπεταναίοι και είδαν ένα παλιό πιάτο πάνω στο οποίο υπήρχαν οι εικόνες του βασιλιά Γεώργιου του Α’, της Όλγας, του διαδόχου του Κωνσταντίνου και της συζύγου του Σοφίας και όλων των μέχρι τότε πρωθυπουργών της Ελλάδας. Ο πατέρας της έπεισε μεν τους αντάρτες πως η γυναίκα του ήταν μανιώδης συλλέκτρια αντικών αλλά ο ένας καπετάνιος δεν άντεξε και είπε στον πατέρα πως τέτοιες αμέλειες δημιουργούν στην ψυχή των παιδιών κακή προδιάθεση. Η περιοχή που κατείχε ο κυβερνητικός στρατός με την βοήθεια των Άγγλων ονομάστηκε γρήγορα και περιπαιχτικά Αγγλία όπως ο Άγγελος Έβερτ μετατράπηκε εν μία νυχτί σε Άγγλο Έβερτ.
Η Γιόνα Μικέ Παϊδούση λίγο πριν τα Χριστούγεννα έφτασε επιτέλους στο σπίτι του θεατρικού συγγραφέα Μπόγρη τον οποίο και αναζητούσε. Ο Μπόγρης, όμως, δεν έβγαινε καθόλου από το σπίτι του καθώς όπως της είπε ήταν άλουστος για πολλές μέρες και ακούρευτος και ντρεπόταν… «Οι Άγγλοι είναι σύμμαχοί μας» της είπε και «θα βοηθήσουν να σταματήσει αυτός ο απαίσιος αδερφοσκοτωμός». Τότε αυτή απορημένη τον ρώτησε «Ποιους θα βοηθήσουν οι Άγγλοι;». «Μα φυσικά τους νόμιμους» της απάντησε αυτός που αγνοούσε βέβαια ότι οι Άγγλοι είχαν προβιβάσει τους ταγματασφαλίτες και τους Χίτες σε δημόσια αρχή. Κατά την δικτατορία του Μεταξά ο Μπόγρης είχε αναλάβει μία πολύτιμη για το καθεστώς υπηρεσία. Τριγυρνούσε με ένα αυτοκίνητο που του είχαν παραχωρήσει στις γειτονιές της Αθήνας και με μία ντουντούκα που του είχαν δώσει εξυμνούσε τον δικτάτορα. Η ατμόσφαιρα κατά την μάρτυρα αυτή διέφερε από εκείνη της Κατοχής γιατί τότε ήξερες από ποιους έπρεπε να προφυλάσσεσαι ενώ τον Δεκέμβρη κυριαρχούσε η καχυποψία και δεν μπορούσες να χτυπήσεις όποια πόρτα βρισκόταν μπροστά σου γιατί δεν ήξερες τι έκρυβε η καθεμιά. Με τα περίφημα χωνιά, τέλος, γράφει η μάρτυρας, οι αντάρτες προσπαθούσαν να εμψυχώνουν τον κόσμο και προειδοποιούσαν τους κατοίκους για τους κινδύνους που διέτρεχαν και γι’ αυτό αυτοί σταματούσαν και τα άκουγαν. Κατά την μάρτυρα πάντως Άλεξ Ζάννου φώναζαν τι σκόπευαν να κάνουν όλους τους εχθρούς τους αν κέρδιζαν.
Η μάρτυρας Μαρία Καρρά έζησε από κοντά όσα διαδραματίστηκαν εκείνες τις ημέρες στον Πειραιά. Σύμφωνα με την μαρτυρία της μερικοί Κύπριοι που υπηρετούσαν στον αγγλικό στρατό προσχώρησαν στον ΕΛΑΣ. Οι Άγγλοι απέκλεισαν κάποια στιγμή το σπίτι της και συνέλαβαν την αδερφή της. Την εξανάγκασαν να σηκώνει και να κουβαλά έπιπλα στα γραφεία της ΚΟΒας όπου την μετέφεραν και στη συνέχεια την διαπόμπευσαν περνώντας την από κεντρικούς δρόμους του Πειραιά όπου τις πετούσαν φλούδες και την έβριζαν. Η συνάντηση δε με έναν πλήρως οπλισμένο και καλοντυμένο λόχο του ΕΛΑΣ που είχε φτάσει στην πόλη από τον Βόλο αναπτέρωσε τις ελπίδες των ανταρτών. Όταν έκοψε μόνη της τα μαλλιά της επειδή είχαν πιάσει ψείρες και επειδή δεν διέθετε χρήματα, ο επικεφαλής της ΕΠΟΝ της περιοχής την κατσάδιασε: «Φυσικά και είναι δικαίωμά σου να κόβεις τα μαλλιά σου όποτε θέλεις αλλά δεν έχεις δικαίωμα να διασύρεις την οργάνωση με την εμφάνισή σου». Είχαν ενημερωθεί πάντως όλα τα μέλη της ηγετικής ομάδας πως θα έμεναν στην πόλη για να οργάνωναν όσους θα έμεναν μόλις και αν τυχόν έφευγε ο ΕΛΑΣ αλλά δεν γνωρίζουμε αν τελικώς έμεινε η ίδια. Όταν, τέλος, προσπάθησε να εκμυστηρευτεί στον επικεφαλής τον ερωτά της για κάποιον σύντροφο ο επικεφαλής της απάντησε κοφτά: «Περίμενε να δούμε αν θα ζήσουμε». Ο θάνατος παραμόνευε σε κάθε γωνία πράγματι.
Η Καίτη Ζευγού γράφει πως ο στρατός επέταξε το σπίτι όπου έμενε η γριά μάνα της και η επίσης γριά θεία της νύφης της. Ο στρατός κράτησε τον πρώτο όροφο και έστειλε τις γριές στο ημιυπόγειο. Η μάνα της έβλεπε κάθε τόσο να φεύγουν γυναίκες φαντάρων από το σπίτι κρατώντας στα χέρια τους τσάντες με αντικείμενα αξίας που υπήρχαν σε αυτό. Παραπονέθηκε αλλά οι φαντάροι την έβρισαν με τα χειρότερα λόγια και από τότε άρχισε να κλέβει κι αυτή το ίδιο της το σπίτι για να σώσει ό,τι μπορούσε.
Η ίδια μάρτυρας βρέθηκε μία ημέρα μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα, μπροστά σε μία φάλαγγα ομήρων του ΕΛΑΣ ξεθεωμένων από την κούραση που επικεφαλής της ήταν ένα γεροντάκι εντελώς ανήμπορο. Στηριζόμενη σε αυτό το τραγικό για την ίδια λάθος του κινήματος η αντίδραση, που κακώς αναμενόταν πως θα διαπραγματευόταν για να σώσει τους ομήρους, προσπάθησε να δικαιολογήσει το όργιο τρομοκρατίας που εξαπέλυσε μετά την μάχη των 33 ημερών. Η Μαρία Σβώλου της είχε πει μία ιστορία που είχε διαδραματιστεί μέσα σε ένα αστικό λεωφορείο όπου δύο καθωσπρέπει κυρίες συζητούσαν για τις ωμότητες των κομμουνιστών που είχε αποκαλύψει η Επιτροπή Σιτρίν.
Στο Περιστέρι, λοιπόν, είχαν βρεθεί πολλοί κουβάδες γεμάτοι με βγαλμένα μάτια σύμφωνα με την Επιτροπή.« Μα καλά όλοι οι άλλοι» ανέκραξε η μία κυρία, «μα σ’ αυτές τις αγριότητες να παίρνει μέρος και η κυρία Σβώλου;» αναρωτήθηκε. Τότε η παρούσα στην συνομιλία τους Κα Σβώλου άδραξε την ευκαιρία: «Για κοιτάξτε με κυρίες μου! Εγώ είμαι η Σβώλου. Σας φαίνομαι ικανή να βγάζω μάτια από ζωντανούς ή πεθαμένους ανθρώπους, τι λέτε;». Οι κυρίες λούφαξαν θέλουμε να ελπίζουμε όχι από φόβο. Η κατάσταση δυσκόλευε για τον ΕΛΑΣ και την ΕΠΟΝ μέρα με τη μέρα κι έτσι χανόταν σταδιακά κατά την Ζευγού και ο έλεγχος της Επιτροπής Πόλης προς τις τοπικές οργανώσεις (Αχτίδες).
Την απώλεια αυτή την κατάλαβε αμέσως η ίδια όταν την παρακαλούσανε μία μέρα να πάρει κατασχεμένες κλωστές, κουμπιά και μεταξωτά μαντήλια στα γραφεία της Αχτιδικής Επιτροπής στα Πατήσια τα οποία είχε επισκεφτεί. Οι τοπικές επιτροπές είχαν σχεδόν αφεθεί στις ορέξεις των επικεφαλής και των μελών τους γράφει ενώ εμείς δεν καταλαβαίνουμε γιατί αυτοί οι κομμουνιστές φέρονταν ως κομμουνιστές όσο ελέγχονταν από τους ανωτέρους τους… Επειδή ήταν άραγε λιγότερο κομμουνιστές ή επειδή έτσι κι αλλιώς οι ανώτεροι είναι πάντα καλύτεροι; Κατά την μεγάλη έξοδο η Καίτη Ζευγού ήταν μέσα στην τεράστια, θλιβερή και αμίλητη φάλαγγα που εγκατέλειψε την Αθήνα και μπορεί να θεωρηθεί τυχερή που την εγκατέλειψε με αυτοκίνητο καθώς στη φάλαγγα βρίσκονταν και πολλοί ανήμποροι και άρρωστοι άνθρωποι που κινούνταν πεζή.
Η φάλαγγα στρατοπεύδευσε πρώτα στα βασιλικά ανάκτορα στο Τατόϊ. Οι φύλακες είχαν προλάβει και είχαν κρύψει τα χαλιά και τα έπιπλα στο ισόγειο αλλά ο κόσμος κρύωνε τόσο πολύ που έσπασε τις κλειδαριές, έβγαλε τα έπιπλα και με αυτά τροφοδοτούσε τα τζάκια των ανακτόρων… Ο αρχιοικοκονόμος τους είπε πως δεν μπορούσε να τους βρει τίποτα να φάνε αλλά οι ίδιοι ανακάλυψαν έναν ορνιθώνα γεμάτο με γαλαζοαίματες κότες και έτσι χόρτασαν σούπα και μεζέ.
Η γυναίκα του Ιωάννη Μεταξά Λέλα Ιωάννου Μεταξά απήχθη την 11η Δεκεμβρίου από το σπίτι της στην Αθήνα από τους αντάρτες και κρατήθηκε όμηρος έως την 29η Ιανουαρίου του 1945. Τους είχαν στοιβάξει σε ένα σχολείο σε ένα χωριό έξω από την Θήβα. Πολλοί Θηβαίοι, γράφει, ήθελαν να τους φιλοξενήσουν. Αυτή την είχαν εντάξει στην ομάδα Μεταξά. Ένας χωροφύλακας ονόματι Ηλίας είχε προλάβει να της πει το βράδυ πριν την εκτέλεσή του: «Αχ τι έκανε εκείνος ο Μεταξάς. Έπρεπε να τους ξεκάνει όλους». «Τι κρίμα που πέθανε τόσο νωρίς » μπορεί να σκέφτηκε εκείνη την στιγμή και η ίδια. Στον φανατικό κομμουνιστή Βρετάκο που ήταν ο στρατοπεδάρχης τους και είχε «ξοδέψει» επτά ολόκληρα χρόνια από την ζωή του στην φυλακή του Παλαμηδίου απάντησε όπως του άρμοζε όταν την ρώτησε αν είναι η γυναίκα του Μεταξά που τον κράτησε επτά χρόνια στη φυλακή:« Λάθος κάνεις, του απάντησα, για τα τρία χρόνια τουλάχιστο. Εμείς σε ηύραμε μέσα εκεί το 1936. Και εμπήκες βέβαια για κάποιο σοβαρό λόγο και φυσικά σε άφησε και το ιδικό μας καθεστώς». Ο Βρετάκος φυσικά δεν απάντησε καθώς μπορεί να σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή πως η Κα Μεταξά ίσως θεωρούσε σοβαρό λόγο ακόμη και την πίστη του Βρετάκου στην ιδεολογία του.
Η ηθοποιός Ασπασία Παπαθανασίου γράφει για ένα πλουσιόπαιδο, έναν Κώστα που είχε πιστέψει στον καινούργιο κόσμο που θα χτιζόταν στην Ελλάδα… Ο γραμματέας της Αχτίδας, στην οποία ανήκε ο Κώστας, σκότωνε από κοινού με την ερωμένη του εχθρούς κρυφά από τα λαϊκά δικαστήρια που είχαν συστηθεί σε αρκετές συνοικίες και οργάνωναν ξεφαντώματα με γυναίκες ενώ η πόλη καιγόταν… Οι άνθρωποι που πεινούσαν λεηλατούσαν μεν αποθήκες αλλά έπαιρναν κι ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, ακόμη και χαντζάρες.
Η καθοδήγηση είχε στείλει τον Κώστα να επαναφέρει την τάξη σε μία λεηλατημένη αποθήκη κι όταν μπήκε αντίκρυσε ανθρώπους να ανοίγουν κάσες και να βρίσκουνε ορούς τους οποίους έσπαζαν με μανία. Σε τι θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν αυτές οι φιάλες οι γεμάτες με νερό; Άχρηστες τους φαίνονταν αφού δεν τρώγονταν. Ένας από τους υπεύθυνους της Οργάνωσης Λαϊκής Πολιτοφυλακής διαπραγματευόταν την πώληση των πιο πολύτιμων αντικειμένων που βρίσκανε στα κιβώτια. Όταν ο Κώστας τον πλησίασε και τον παρακάλεσε να σταματήσει αυτός σήκωσε το αυτόματό του τού το έβαλε στο στήθος και του είπε: «Φύγε γιατί θα σου την ανάψω». Παρολαυτά ο Κώστας ποτέ δεν άκουσε τους συγγενείς του που προσπαθούσαν να το πείσουν να αλλάξει επειδή η αριστερά νικήθηκε. Ο ΕΛΑΣ της υπαίθρου ,βέβαια, αισθανόταν νικητής αφού ούτε οι Γερμανοί ούτε οι Άγγλοι τον είχαν νικήσει. Με τους Άγγλους εξάλλου δεν είχε αναμετρηθεί ως τότε καθόλου… Ο Σιάντος είχε απαγορεύσει στους ελασίτες της Αθήνας να πυροβολούν Άγγλους… Αφού δεν σκεφτόταν καθόλου να επιτύχει μία στρατιωτική λύση δεν έκανε σχεδόν τίποτα για να ενισχύσει τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Αθήνα παρά το ότι η οργάνωση διέθετε τόσες ετοιμοπόλεμες και εμπειροπόλεμες μονάδες στην επαρχία. Εξάλλου πουθενά αλλού στην Ελλάδα ο ΕΛΑΣ δεν επιτέθηκε σε Βρετανούς.
Κι ενώ ο λαός έτρεχε για να κρυφτεί και να προφυλαχτεί και για να γεμίσει παγούρια με νερό ο στρατάρχης Αλεξάντερ τηλεγραφούσε στις 21 του Δεκέμβρη στον Τσώρτσιλ:«…Δεν είμαστε αρκετά ισχυροί για να κάνουμε περισσότερα και για να αναλάβουμε επιχειρήσεις στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι Γερμανοί, στη διάρκεια της Κατοχής τους διατηρούσαν 6 έως 7 μεραρχίες στην ηπειρωτική Ελλάδα και το ισοδύναμο 4 ακόμα στα νησιά. Ακόμα κι έτσι δεν μπόρεσαν να κρατήσουν σταθερά ανοιχτές τις συγκοινωνιακές γραμμές τους και δεν είμαι σίγουρος ότι θα συναντήσουμε αντίσταση λιγότερο ισχυρή και λιγότερο αποφασιστική απ’ αυτήν όπου σκόνταψαν εκείνοι» εξομοιώνοντας την βρετανική επέμβαση με την γερμανική Κατοχή.
Ο Τσώρτσιλ είχε μιλήσει ήδη για τον «κίνδυνο εγκαθίδρυσης ενός γυμνού και θριαμβευτικού τροτσκισμού» στην Αθήνα και για τους «γκάνκστερς της άκρας αριστεράς» ενώ ήξερε καλά την αληθινή σύνθεση του ΕΛΑΣ, όπου οι κομμουνιστές δεν αποτελούσαν, στην πραγματικότητα, παρά μία μειοψηφία. Ο στρατάρχης Αλεξάντερ τον είχε ενημερώσει πως πίσω από τις μονάδες του ΕΛΑΣ υπήρχε ένας πεισματάρικος πυρήνας αντίστασης, με κομμουνιστικό χαρακτήρα, πιο ισχυρός απ’ ό,τι είχαν φανταστεί…
Πηγή: eranistis.net