22 Αυγούστου 1941 τα στρατεύματα της ναζιστικής Γερμανίας φτάνουν προ των πυλών του Λένινγκραντ. Θα πολιορκήσουν την πόλη έως τον Ιανουάριο του 1944.
Παρακάτω θα διαβάσετε τις συγκλονιστικές μαρτυρίες των κατοίκων, ίσως για την πιο φοβερή τραγωδία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
12 Νοεμβρίου 1941. Σκριάμπινα:
Πέρασα από μια γνωστή και αυτή με κέρασε μια νέα γαστρονομική εφεύρεση. Ζελέ από δερμάτινες ζώνες. Η συνταγή είναι η εξής: Βραστές ζώνες από χοιρινό δέρμα και το αποτέλεσμα είναι κάτι σαν την πηχτή. Είναι αδύνατο να περιγράψω αυτή την αηδία! Το χρώμα κιτρινωπό, η μυρωδιά απαίσια. Παρά την πείνα μου δεν μπόρεσα να καταπιώ ούτε μια κουταλιά, πνιγόμουν. Οι γνωστοί εξεπλάγησαν από την απέχθειά μου, καθώς οι ίδιοι τρέφονται συνεχώς μ’ αυτό.
3 Οκτωβρίου 1941. Καθηγήτρια της ρωσικής Λογοτεχνίας, Γελένα Σκριάμπινα (35 ετών).
Η μερίδα του ψωμιού: 125 γραμμάρια για τους δημόσιους υπαλλήλους και τους άνεργους πολίτες, 250 γραμμ. για τους εργάτες. Η μερίδα μας (125 γραμμ.), είναι ένα μικρό κομματάκι, σαν αυτά για το σάντουιτς. Πλέον ο καθένας στο σπίτι έχει αρχίσει κουμαντάρει τη μερίδα του όπως νομίζει. Για παράδειγμα, η μητέρα μου προσπαθεί να διαιρέσει το κομμάτι της στα τρία. Εγώ το δικό μου το τρώω αμέσως το πρωί με τον καφέ. Τουλάχιστον, στην αρχή της ημέρας μου φτάνουν οι δυνάμεις να σταθώ στις ουρές ή να βρω κάτι μέσω κάποιας ανταλλαγής. Στο δεύτερο μισό της ημέρας χάνω πλέον τις δυνάμεις μου και είμαι ξαπλωμένη συνεχώς.
23 Δεκεμβρίου 1941. Γιατρός νοσοκομείου του Λένινγκραντ, Κλάβντια Ναούμοβνα:
Άρχισαν να νοσηλεύονται πάρα πολλοί εξαντλημένοι από την πείνα ασθενείς. Δεν περιγράφονται οι εικόνες τις οποίες αναγκάζομαι να βλέπω! Δεν πρόκειται για ανθρώπους, αλλά για σκελετούς με ξηρό, φρικτό χρώμα δέρματος. Η συνείδησή τους δεν είναι διαυγής, μοιάζουν με κουτούς και καθυστερημένους. Με πλήρη έλλειψη δυνάμεων. Σήμερα δέχτηκα έναν τέτοιο, ήρθε μόνος του, και μετά από δυο ώρες πέθανε. Γενικά στην πόλη, πεθαίνει πάρα πολύς κόσμος από την πείνα. Σήμερα μια φίλη μου γιατρός κήδεψε τον πατέρα της, που κι αυτός πέθανε από υποσιτισμό. Μου έλεγε ότι στο νεκροταφείο η κατάσταση είναι φοβερή, δεν σταματούν να φέρνουν νεκρούς.
25 Δεκεμβρίου 1941. Μούχινα:
Τι ευτυχία! Τι Ευτυχία! Θέλω να βγάλω όλη τη φωνή από μέσα μου. Θεέ μου, τι ευτυχία! Έδωσαν παραπάνω ψωμί! Και πόσο μάλιστα. Κοίτα διαφορά: Από 125 γραμμάρια, 200, και για τους εργάτες 350 γραμμάρια. Πρόκειται για σωτηρία, μια και τις τελευταίες μέρες ίσα που στεκόμασταν στα πόδια μας. Ενώ τώρα, τώρα πλέον και η μαμά και η Άκα, θα επιβιώσουν. Να λοιπόν γιατί είμαι ευτυχισμένη. Τώρα θα αρχίσει να βελτιώνεται η κατάσταση.
6 Ιανουαρίου 1942. Καλλιτέχνιδα, ιδρυτής του πρώτου σοβιετικού Θεάτρου Μαριονέτας, Λιουμπόβ Σαπόρινα:
Είχε πολλή δουλειά. Τέσσερις υποδόριες ενέσεις σε άτομα που έσβηναν, παρουσία σε εγχειρήσεις, τρέξιμο πάνω-κάτω, μετά απ’ όλα αυτά ίσα που κατάφερα να φτάσω σπίτι. Με το που ήρθα σωριάστηκα στο κρεβάτι. Σβήνει η θέληση να ζήσω. Πονάει η καρδιά. Λες να μην τα καταφέρω …; Στους δρόμους περιφέρονται άνθρωποι με κουβάδες για να βρουν νερό. Στα περισσότερα σπίτια δεν υπάρχει νερό, οι σωλήνες πάγωσαν. Εμείς ευτυχώς έχουμε συχνά νερό, ενώ τώρα, και ηλεκτρικό. Γράμματα δεν έχω από κανέναν. Χιονίζει. Θα πεθάνουμε όλοι και θα μας πλακώσει το χιόνι.
Τετάρτη, 7 Ιανουαρίου 1942. Σκριάμπινα:
Πριν από μια ώρα περίπου ήρθε ο φίλος του άντρα μου, Πιότρ Γιάκοβλεβιτς Ιβανόφ. Αυτός ο πάντοτε χαρούμενος και γεμάτος ενέργεια άνθρωπος, έχει γίνει αγνώριστος. Αδύνατος, χλωμός και κάπως περίεργος. Είναι βέβαιο ότι η πείνα αλλάζει όλους τους ανθρώπους και τους κάνει μη φυσιολογικούς. Αποδείχθηκε ότι ήρθε να μάθει αν υπάρχει ακόμα εκείνος ο μεγάλος γάτος που ανήκε σε μια καλλιτέχνη, η οποία έμενε στο ίδιο κτίριο με μας. Αναγκάστηκα να τον απογοητεύσω. Ούτε ένα έμβιο ον, εκτός από τους ανθρώπους, οι οποίοι με το ζόρι μπορούν να πάρουν τα πόδια τους, δεν έχει μείνει στο κτίριο που μένουμε.
16 Ιανουαρίου 1942. Σκριάμπινα:
Τα εξωτερικά ιατρεία έχουν γεμίσει από εργάτες και άλλους υπαλλήλους οι οποίοι έχουν εξαντληθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν μπορούν να εργαστούν άλλο, αλλά φοβούμενοι μην τους πουν ότι είναι κοπανατζήδες, έρχονται να πάρουν χαρτί από το νοσοκομείο ότι όντως δεν είναι σε θέση να δουλέψουν. Πολλοί από αυτούς που έρχονται, πεθαίνουν την ώρα που περιμένουν στη σειρά για το γιατρό. Το πάτωμα σε αυτή την κλινική -με την κυριολεκτική έννοια της λέξης- είναι στρωμένο από νεκρούς ή ετοιμοθάνατους. Δεν προλαβαίνουν να τους μαζέψουν.
17 Ιανουαρίου 1942. Σαπόρινα:
Χθες πέρναγα δίπλα από το Θερινό κήπο. Τα δέντρα ήταν καλυμμένα από μεγάλους υπέροχους κρυστάλλους. Συνάντησα μπροστά μου έναν άντρα 40άρη, αδύνατο ως εκεί που δεν παίρνει, ο οποίος έμοιαζε καλοβαλμένος. Ήταν ντυμένος καλά, με ζεστό όμορφο παλτό. Η μύτη του ήταν πιο μυτερή, όπως και αρκετών τον τελευταίο καιρό, και μωβ χρώματος. Τα μάτια του ήταν γουρλωμένα, λες και θα χυθούν έξω. Προχωράει με το ζόρι, τα χέρια του είναι κολλημένα στο στήθος και λέει με μια υπόκωφη τρεμάμενη φωνή: «Παγώνω, πα-γώ-νω!».
18 Ιουνίου 1942. Σαπόρινα:
Αυτό το διάστημα εμφανίζονται πολλά ενδιαφέροντα βιβλία από το βιβλιοπωλείο της οδού Σιμεόνοβσκαγια, κι εγώ, αντί να κάνω οικονομίες για φέρετρο, κυνηγώ τα βιβλία. Αστείο. Μια μπομπίτσα να φας, και τελειώσαν όλα. Κανέναν όμως δεν τον απασχολεί αυτό.
15 Ιουλίου 1942. Κλάβντια Ναούμοβνα:
Εξακολουθούμε να είμαστε ζωντανοί. Τη μέρα συχνοί βομβαρδισμοί… αλλά η ζωή κυλά. Θα έλεγα μάλιστα, ότι είναι πιο έντονη σε σύγκριση με το χειμώνα. Ο κόσμος είναι καθαρός, άρχισε να ντύνεται καλύτερα. Τα τραμ κυκλοφορούν, τα μαγαζιά ανοίγουν σιγά-σιγά. Στα αρωματοποιεία σχηματίζονται ουρές. Ήρθαν κάποια αρώματα στο Λένινγκραντ. Βέβαια, το μπουκαλάκι κοστίζει 120 ρούβλια, αλλά ο κόσμος αγοράζει. Μου αγόρασαν και μένα. Χάρηκα πολύ. Αγαπώ τόσο πολύ τα αρώματα! Βάζω πάνω μου, και τότε μου φαίνεται πως έχω χορτάσει απ’ όλα, ότι μόλις γύρισα από το θέατρο, από το κονσέρτο, απ’ την καφετέρια.
6 Αυγούστου 1942. Τορναδόρος, Βλαντίμιρ Μπογκντάνοφ (21 ετών):
Βαρέθηκα αυτή τη διαολεμένη κατάσταση! Έξω είναι καλοκαίρι, αλλά τι θα γίνει αν έρθει ο χειμώνας και δεν έχει αλλάξει τίποτα; Δεν νομίζω ότι θα τον αντέξουμε όπως είναι τα πράγματα τώρα. Από την άλλη όμως, σχετικά με την εκκένωση, είμαι σταθερός σ’ αυτό. Δεν μπορούμε να πάμε πουθενά με τον πατέρα μου, ούτε και έχουμε κάτι να πάρουμε μαζί μας, οπότε θα μείνουμε εδώ ως το τέλος. Δεν μπορώ να αφήσω την πόλη όπου γεννήθηκα και στην οποία έχω ζήσει είκοσι χρόνια. Την πόλη που είναι τόσο αγαπητή και ακριβή για μένα, και η οποία έγινε τόσο σκληρή και αφιλόξενη τις ημέρες του πολέμου, δεν μπορώ να την αποχωριστώ.
ΠΗΓΗ: Σύγχρονη Ρωσία
Διαβάστε ακόμη:
872 ημέρες ο θάνατος χόρευε στο Λένινγκραντ.