Ανάμεσα στα πολλά ,μεγάλα και δύσκολα στην επίλυσή τους προβλήματα η χώρα αναζητά και σήμερα ηγεσία που θα πείσει πως είναι ικανή να την οδηγήσει σε λιμάνι ασφαλές. Ίσως η επιτυχία αυτής της αναζήτησης να είναι και το κλειδί που θα ανοίξει μια διέξοδο στο απόλυτο αδιέξοδο που νοιώθουμε ότι έχουμε βρεθεί.
Για τον καθοριστικό ρόλο της ηγεσίας σε σχέση με το Έπος του 1940 έγραψε ο Δρ. Ιωάννης Παρίσης. Το κείμενό του λόγω του όγκου του θα δημοσιευθεί σε δύο συνέχειες.
Γράφει ο
Δρ. Ιωάννης Παρίσης
Υποστράτηγος ε.α.
Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης / Διεθνών Σχέσεων
Η 28η Οκτωβρίου 1940 έχει καταγραφεί στην εθνική συνείδηση και την εθνική μνήμη ως το νεότερο έπος του Ελληνισμού. Τον Οκτώβριο του 1940, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, και ειδικά μετά τις πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες, η Ελλάδα ολόκληρη μέθυσε, ο αγώνας έλαβε μια διάσταση επική, χάρη στον ενθουσιασμό στρατού και λαού. Ωστόσο, στις επικές περιγραφές παρεισέφρησαν και ανακρίβειες. Οι απλοί Έλληνες πίστεψαν, ότι οι φαντάροι μας κυνήγησαν τις «οκτώ εκατομμύρια λόγχες» των «δειλών» Ιταλών με… πέτρες και το τσαρούχι στα χέρια! Όπως έδειχναν και οι γελοιογραφίες της εποχής.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, πολιτικές σκοπιμότητες ήρθαν να προσθέσουν αμφισβητήσεις και να προκαλέσουν σύγχυση, κυρίως στους νεωτέρους που δεν είχαν επαρκή γνώση των πραγματικών γεγονότων. Αποτελεί ίσως μοναδική περίπτωση παγκοσμίως η άποψη ότι, το 1940 νίκησε ο ελληνικός λαός αλλά όχι η Ηγεσία του! Ειπώθηκε, επίσης, μεταξύ άλλων, ότι ο Μεταξάς είπε ένα «ψιθυριστό» ΟΧΙ, συρόμενος από τα γεγονότα, ότι η στρατιωτική ηγεσία ήταν ανίκανη ή διαβρωμένη από ηττοπαθείς, και τέλος ότι εκείνο το οποίο απέκρουσε τους εισβολείς ήταν το «αντιφασιστικό μένος» του λαού! Είναι όμως αυτή πραγματικότητα;
Θα ήταν χρήσιμο να επισημανθεί κάτι που διαφεύγει ίσως από πολλούς και προκαλεί κάποια σύγχυση. Κάθε χρόνο, κατά την επέτειο του ΟΧΙ, ακούμε να επαναλαμβάνεται από διαφόρους – άθελα ή εκ προθέσεως – ότι «η Ελλάδα είπε ΟΧΙ στον φασισμό» ή ότι «η Ελλάδα πολέμησε εναντίον του φασισμού». Τίθεται εν προκειμένω το εύλογο ερώτημα: δηλαδή αν ο εχθρός είχε δημοκρατικό πολίτευμα θα τον αφήναμε να περάσει; Λάθος λοιπόν! Η Ελλάδα το 1940 πολέμησε έναν εχθρό, έναν ξένο επιβουλέα που της επιτέθηκε και απείλησε την εδαφική της ακεραιότητα. Χωρίς να του ζητήσει… πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων!!! Θα έλεγε ΟΧΙ οποιοσδήποτε κι αν ήταν ο εισβολέας.
Τα συστατικά στοιχεία της νίκης
Εβδομήντα τρία χρόνια μετά, θα ήταν χρήσιμο και σκόπιμο να προβούμε σε κάποιες εκτιμήσεις και επισημάνσεις για τον ρόλο της Ηγεσίας στη μεγάλη αυτή εθνική νίκη, εστιάζοντας κυρίως στην στρατιωτική Ηγεσία. «Χωρίς ηγεσία δεν ευδοκιμεί η Πολιτεία» σημειώνει ο Κ. Τσάτσος. «Την πρώτη ευθύνη την έχει ο ηγέτης που πρέπει να οδηγήσει το λαό».[1]
Μέχρι τον Οκτώβριο του 1940, οι Σύμμαχοι στην Ευρώπη είχαν γνωρίσει μόνο καταστροφές. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο η γερμανική πολεμική μηχανή είχε κυριολεκτικά συντρίψει την Πολωνία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και την ισχυρότατη, τότε, Γαλλία, μαζί με τη σύμμαχό της Μεγάλη Βρετανία. Η τελευταία, αποχωρήσασα από την Ευρώπη, μετά την ήττα του Μαΐου 1940, αντιμετώπιζε, μόνη πλέον τον κίνδυνο της γερμανικής εισβολής στο νησί της. Μέσα σ’ αυτή τη ζοφερή κατάσταση, η νικηφόρος αντίσταση ενός μικρού λαού εναντίον της μεγάλης Ιταλίας έδωσε δύναμη και κουράγιο όχι μόνο στους εξουθενωμένους Βρετανούς, αλλά και σε όλους τους ελευθέρους ακόμη λαούς.
Η ελληνική νίκη προκάλεσε παγκόσμια κατάπληξη. Πολλοί την αποκάλεσαν θαύμα. Η πραγματικότητα είναι ότι ο Ιταλικός Στρατός δεν ήταν εύκολος αντίπαλος. Προ πάντων δεν ήταν ένα στράτευμα «δηλών» και «φαιδρών» όπως τους παρουσίαζαν οι γελοιογραφίες της εποχής, ούτε φυσικά οι «γελοίοι» των τραγουδιών και των επιθεωρήσεων. Αναμφισβήτητα, οι γελοιογραφίες, τα άσματα και οι θεατρικές παραστάσεις αποτέλεσαν χρήσιμα μέσα για την τόνωση του ηθικού των ημετέρων, λαού και στρατού, και ορθότατα η τότε Ηγεσία τα χρησιμοποίησε στο πλαίσιο της δημιουργίας κλίματος ευφορίας, ενθουσιασμού, πίστης στη νίκη («Θα νικήσωμεν!» διακήρυττε ο τότε Πρωθυπουργός). Τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο έδιναν δύναμη, κουράγιο και ελπίδα και ενίσχυαν το φρόνημα λαού και στρατού. Επιπλέον, όλα αυτά δημιουργούσαν αισθήματα δίκαιης υπερηφάνειας στο λαό για τα παιδιά του που μάχονταν στο μέτωπο. Οφείλουμε όμως να επισημάνουμε ότι, και αυτές οι ψυχολογικού τύπου δράσεις, εκτός από τον αυθορμητισμό κάποιων καλλιτεχνών, υλοποιούνταν στο πλαίσιο σχεδιασμού εκ μέρους της Ηγεσίας.
Από την πλευρά της, βεβαίως, η στρατιωτική ηγεσία δεν μπορούσε να στηρίζεται σ’ αυτά, κατά την εκτίμηση της σχετικής μαχητικής ισχύος. Γνώριζε πολύ καλά τα πραγματικά στοιχεία ισχύος και με βάση αυτά σχεδίαζε. Διότι η νίκη είναι αποτέλεσμα ορθής, λεπτομερούς, επίπονης και δαπανηρής σχεδίασης και προετοιμασίας και μιας επιδέξιας διεξαγωγής των πολεμικών επιχειρήσεων, ή ορθότερα μιας περισσότερο επιδέξιας διεξαγωγής από εκείνην του αντιπάλου.[2]
Ο ρόλος, επομένως, της Ηγεσίας είναι καθοριστικός, αφού αυτή προπαρασκευάζει λαό και στρατό και αυτή σχεδιάζει και διεξάγει τις επιχειρήσεις. Ουδείς, ουδέποτε αμφισβήτησε την αξία, το φρόνημα και τον ηρωισμό του μαχητή. Ασφαλώς αυτός κάνει τον πόλεμο. Αλλά επίσης ασφαλώς είναι η Ηγεσία εκείνη που τον κερδίζει ή τον χάνει. Και φυσικά εκείνη έχει την ευθύνη στην περίπτωση αποτυχίας.
Αν δεν υπήρχαν ο Μιλτιάδης και ο Θεμιστοκλής δεν θα είχαμε τις νίκες στον Μαραθώνα και την Σαλαμίνα. Η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα βάθη της Ασίας δεν θα είχε το αποτέλεσμα που είχε, χωρίς τον Αλέξανδρο. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι χωρίς την ηγεσία του Αλεξάνδρου, το αντικειμενικά μικρό μακεδονικό στράτευμα θα είχε συντριβεί από την πρώτη του κιόλας επαφή με την πανίσχυρη Περσική Αυτοκρατορία. Ο Ναπολέων αποτελεί μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση ηγεσίας και στρατηγικής ευφυΐας. Προφανώς, τα γαλλικά στρατεύματα δεν θα πετύχαιναν να επιβληθούν σε όλη σχεδόν την Ευρώπη με έναν άλλον ηγέτη. Η παρουσία του Ουίνστον Τσόρτσιλ στην πρωθυπουργία της Μεγάλης Βρετανίας υπήρξε καταλυτική για την έκβαση του πολέμου και την τελική νίκη των Συμμάχων, κάτι που εξηγεί και το γεγονός ότι απεκλήθη «Πατέρας της νίκης».
Φρόνημα – Ηθικό – Ηγεσία
Το φρόνημα, έννοια ταυτόσημη με εκείνη του ηθικού, αποτελεί σοβαρότατο παράγοντα μαχητικής ισχύος για κάθε στρατό και συμβάλλουν αποφασιστικά στην επίτευξη της νίκης. Για το λόγο αυτό όλοι οι στρατιωτικοί ηγέτες στη διάρκεια της Ιστορίας επεδίωκαν την ανύψωσή του και τη διατήρησή του σε υψηλό επίπεδο. Εμπεριέχει όλες τις ηθικές δυνάμεις που συγκροτούν ένα έθνος και τις ένοπλες δυνάμεις του.
Όμως το ηθικό και το φρόνημα δεν είναι αυθύπαρκτα. Δημιουργούνται, αναπτύσσονται, καλλιεργούνται και συντηρούνται ώστε να παραμένουν στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Είναι το αποτέλεσμα συστηματικής προσπάθειας, επιτυχημένης κυβερνητικής πολιτικής, εσωτερικής συνοχής και κατάλληλων χειρισμών της Ηγεσίας. Αυτά όλα υπήρξαν το 1940 και συνετέλεσαν αποφασιστικά στην τόνωση του αναμφισβήτητου πατριωτισμού των Ελλήνων και στη δημιουργία του πραγματικά άφθαστου ηθικού του Λαού και του Στρατεύματος.
Το ηθικό βασίζεται στην Ηγεσία. Το υψηλό ηθικό είναι απίθανο να επιτευχθεί χωρίς καλούς ηγήτορες. Το υψηλό ηθικό σημαίνει εμπιστοσύνη στα μέσα και στη διοίκηση, τους σχεδιασμούς και τις εντολές της. Ένας ικανός ηγέτης μπορεί να έχει μεγάλη επιρροή στη γενικότερη συμπεριφορά των στρατευμάτων του.[3]
Η πειθαρχία, από την άλλη, αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες του ηθικού. Συναφής είναι έννοια της αίσθησης του καθήκοντος ως προς αυτούς που βρίσκονται πίσω του, προς τους γονείς του, τους φίλους, τους συμπατριώτες του, την Πατρίδα, αλλά και τους συμπολεμιστές του. Αυτή η αίσθηση εμποτίζεται στους άνδρες με την πειθαρχία, ενώ η ενθάρρυνση αυτής της αίσθησης είναι δουλειά των μικρών ηγητόρων.
Από την άλλη, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η διεξαγωγή του πολέμου απαιτεί μέσα, υλικό, σχεδίαση και κατεύθυνση, το δε ηθικό καταρρέει όταν δεν υπάρχουν τουλάχιστον τα απαραίτητα μέσα καθώς και εμπιστοσύνη προς την ηγεσία. Θα μπορούσε να αναφερθεί ως παράδειγμα το γεγονός ότι το ελληνικό πυροβολικό ήταν καλύτερα προσαρμοσμένο στις εδαφικές συνθήκες από εκείνο των Ιταλών και σαφώς ανώτερο από πλευράς αποτελεσματικότητας και ευστοχίας, πράγμα που σημαίνει ορθή και επιτυχή σχεδίαση αλλά και εκπαίδευση, διότι τα βλήματα δεν πηγαίνουν στο στόχο απλά με… το ηθικό των πυροβολητών![4]
Η πολεμική προπαρασκευή
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η νίκη των Ελλήνων κατά των Ιταλών και η σθεναρή άμυνα που προβλήθηκε στις ναζιστικές σιδηρόφρακτες μεραρχίες την άνοιξη του 1941, δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο του υψηλού ηθικού και του φρονήματος των Ελλήνων. Πίσω από αυτό υπήρχε η προετοιμασία της τότε ελληνικής κυβέρνησης και της στρατιωτικής ηγεσίας. Αν και το 1936 ο στρατιωτικός εξοπλισμός της χώρας αποτελείτο από υπολείμματα υλικού της Μικρασιατικής Εκστρατείας, τέσσερα χρόνια αργότερα η Ελλάδα παρέταξε για την άμυνά της τον πιο ισχυρό στρατό που είχε ποτέ – μισό εκατομμύριο άντρες![5]
Η εξοπλιστική και οχυρωματική προσπάθεια που ανέπτυξε η χώρα στα χρόνια που προηγήθηκαν έδωσαν τη δυνατότητα προετοιμασίας και ισχυροποίησης, στο μέτρο του δυνατού, για την αναμενόμενη παγκόσμια σύρραξη. Η κήρυξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου βρήκε την Ελλάδα καλύτερα προετοιμασμένη από ό,τι εκτιμούσε η ιταλική ηγεσία. Αυτό, βέβαια, ήταν αποτέλεσμα της πολεμικής προπαρασκευής που είχε προηγηθεί κυρίως την τελευταία διετία.[6]
Μέχρι το 1939 ο κύριος ορατός κίνδυνος κατά της χώρας προερχόταν από την βουλγαρική επεκτατικότητα και κατά συνέπεια ο πλέον πιθανός αντίπαλος της Ελλάδας ήταν η Βουλγαρία. Όπως είναι φυσικό, το σύνολο της ελληνικής πολεμικής προπαρασκευής ήταν στραμμένο προς τα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα (οχύρωση, προσανατολισμός σχεδίων και μονάδων, κλπ.). Από την πλευρά της Γιουγκοσλαβίας και της Τουρκίας δεν αντιμετωπίζονταν κανενός είδους απειλές και οι σχέσεις ήταν γενικά καλές. Το ίδιο με την Αλβανία, η οποία, επιπλέον, ήταν από απόψεως στρατιωτικής ισχύος αμελητέα. Έναντι της Αλβανίας ο Ελληνικός Στρατός είχε δύο Μεραρχίες οι οποίες θεωρούνταν υπεραρκετές: την VIII στην Ήπειρο και την IX στη Δυτική Μακεδονία.
Η απόβαση, ωστόσο, των ιταλικών στρατευμάτων στην Αλβανίας το 1939, και η κατάληψη της χώρας, μετέβαλε τα δεδομένα και διαμόρφωσε νέα κατάσταση. Ο Μεταξάς και το Γενικό Επιτελείο, παρακολουθώντας την γενικότερη κατάσταση στην Ευρώπη, αντιλαμβάνονται τα σύννεφα του πολέμου που πλησιάζουν. Καλούνται πλέον να αντιμετωπίσει, εκτός από τη Βουλγαρία, και μια αυτοκρατορία «οκτώ εκατομμυρίων λογχών», κατά την έκφραση του Μουσολίνι, της οποίας οι αδυναμίες δεν είχαν ακόμα φανεί. Μια αυτοκρατορία που την εποχή εκείνη την υπολόγιζε ακόμα και η κραταιά Μεγ. Βρετανία, αλλά και η Γαλλία. Η στάση της Γιουγκοσλαβίας, που απειλείτο πλέον τόσο από τον βορρά (σύνορα με Ιταλία), όσο και από το νότο (σύνορα με Αλβανία), αλλά και από την πλευρά της Βουλγαρίας, δεν μπορούσε να θεωρηθεί δεδομένη.
Η διαμορφούμενη νέα κατάσταση στο ευρύτερο στρατηγικό περιβάλλον της χώρας οδήγησε το ΓΕΣ σε αναθεώρηση της αρχικής στρατηγικής σχεδίασης και στην αναζήτηση νέων λύσεων. Από την επομένη της ιταλικής εισβολής στην Αλβανία, η ανωτάτη στρατιωτική ηγεσία της χώρας αντέδρασε αμέσως και με ψυχραιμία. Στη στρατηγική ο παράγων χρόνος έχει μεγάλη σημασία. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κοινοποιήθηκαν στους διοικητές των Σωμάτων Στρατού και των VIII και IX Μεραρχιών διαταγές για την αντιμετώπιση τυχόν ιταλικής επιθέσεως, οι οποίες κατέληγαν ως εξής: «Εις τας παρούσας κρισίμους στιγμάς ο Βασιλεύς και η Κυβέρνησις έχουσι πλήρη εμπιστοσύνη εις υμάς και αναμένουσι την απολύτως ψύχραιμον εκτίμησιν της καταστάσεως καθώς και την μέχρις εσχάτων εκπλήρωσιν της αποστολής σας.»
Επειδή υπήρχαν πληροφορίες ότι πιθανώς ο Ιταλικός Στρατός θα επιχειρούσε απόβαση στην Κέρκυρα, ο Αρχηγός του ΓΕΣ αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, απέστειλε σήμα στον εκεί στρατιωτικό διοικητή στο οποίο, μεταξύ των άλλων αναφέρεται: «Επαναλαμβάνω ότι εντολή είναι η μέχρις εσχάτων αντίστασις και καθιστώ υμίν γνωστόν ότι συνθηκολόγησις ή παράδοσις θα χαρακτηρισθεί ως εσχάτη προδοσία…».
Το ΓΕΣ δραστηριοποιείται για την αντιμετώπιση της καταστάσεως. Το σχέδιο επιστρατεύσεως αναθεωρείται ώστε να προσαρμοσθεί προς την νέα διαμορφωθείσα κατάσταση. Με προσεκτικές και μεθοδικές κινήσεις, εν πολλοίς μυστικές, καλύπτονται τα κενά των εμπός μεραρχιών σε προσωπικό, προωθούνται εφόδια, ενεργοποιούνται επιστρατευόμενες μονάδες… Έτσι, στις 28 Οκτωβρίου 1940, όλες οι έναντι της Αλβανίας μονάδες ήταν πλήρως επανδρωμένες, χωρίς να έχει κηρυχθεί επιστράτευση. Συμπληρώθηκαν επίσης οι αποθήκες επιστρατεύσεως με όλο το απαραίτητο υλικό.
Στις 28 Οκτωβρίου και εντός 15 ημερών, ο Ελληνικός Στρατός προσκάλεσε, έντυσε, εξόπλισε και κίνησε στις προβλεπόμενες θέσεις 300.000 άνδρες. Επίσης επίταξε και προώθησε στις μονάδες 120.000 κτήνη, τα οποία αποδείχθηκαν πολύτιμα στο ορεινό και χωρίς οδικό δίκτυο έδαφος της Βορείου Ηπείρου. Χάρις στην άρτια σχεδίαση, οργάνωση και προπαρασκευή η επιστράτευση λειτούργησε κατά τρόπο υποδειγματικό.
Όλα αυτά δεν έχει έγιναν εκ του προχείρου ή εκ των ενόντων, μέσα σε μια μέρα ή σε ένα μήνα. Υπήρξε σχέδιο προπαρασκευής το οποίο υλοποιήθηκε με επιτυχία, από την ανωτάτη στρατιωτική ηγεσία μέχρι τον τελευταίο διοικητή τμήματος. Είναι κάτι που έχει επαληθευθεί με αδιαμφισβήτητα ιστορικά ντοκουμέντα και είναι ενδεικτικό της σχεδιάσεως και της επιβλέψεως στην υλοποίηση, από μία Ηγεσία που είχε μεριμνήσει για όλα, χωρίς να παραλείψει την κατάλληλη εκπαίδευση του προσωπικού σε όλη την κλίμακα της ιεραρχίας. Ενδεικτικά παρατίθεται απόσπασμα από την Έκθεση Πεπραγμένων της Μεραρχίας Ιππικού που συνέταξε ο διοικητής της στρατηγός Στανωτάς: «…
Ουδεμία πτυχή αφορώσα εντολήν ἐπιστρατεύσεως δεν είχε αφεθεί χωρίς να μελετηθεί και εξονυχισθεί επαρκώς οπό τα εντεταλμένα όργανα και τούς μελλοντικούς εκτελεστάς. (…) Με την κήρυξιν της ἐπιστρατεύσεως η Μεραρχία ήτο ήσυχος ότι οπό τεχνικής τουλάχιστον πλευράς ουδεμία παράλειψις έμελλε να παρουσιασθεί εις ότι ἐξηρτάτο οπό αυτήν».
Παρακάτω συνεχίζει: «Η πιθανότης πολέμου εναντίον ευρωπαϊκού στρατού διαθέτοντος μηχανοκινήτους μονάδας, ισχυράν αεροπορίαν, ενδεχομένως δε και αλεξιπτωτιστάς, ηνάγκασε την Μεραρχίαν να μελετήσει μακράν σειράν ασκήσεων διά την έξιν των στελεχών και οπλιτών εις τα νέα ταύτα μέσα. Αι ασκήσεις αύται, αρξάμενοι εντός των Μονάδων, συνεδυάσθησαν βραδύτερον διά τας εν Θεσσαλονίκη Μονάδας της Μεραρχίας. Κατά τάς τελευταίας τοιαύτας εξητάσθησαν εις συνδυασμένας μετά στρατεύματος ασκήσεις εἰς ποικίλα εδάφη, ημέρας τε και νύκτας αι πιθανώτεροι τακτικαί καταστάσεις. Δεν υπήρχε πιθανότης οι αξιωματικοί και οι κληρωτοί της Μεραρχίας ν᾽ αντιμετωπίσωσι μεθόδους καί μέσα του εχθρού τελείως άγνωστα εις αυτούς. Ασκήσεις συντόνων πορειών, επιβιβάσεως επί παντοίων μεταφορικών μέσων και η παραμονή επί μακρόν εις το ύπαιθρον εν καταυλισμώ είχον επανειλημμένως συντελεσθή».
Πολύ σοβαρότερο ήταν το πρόβλημα της αμυντικής σχεδιάσεως και τούτο διότι:
1) Οι Ιταλοί είχαν ήδη συγκεντρωμένες και ετοιμοπόλεμες τις δυνάμεις τους στην Αλβανία και επειδή αυτοί θα είχαν την πρωτοβουλία ενάρξεως του πολέμου, θα μπορούσαν ασφαλώς να προηγηθούν ως προς την λήψη της διατάξεως και την εξαπόλυση της επιθέσεως, πριν προλάβει ο Ελληνικός Στρατός να συγκεντρωθεί στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία.
2) Στις εν λόγω περιοχές δεν υπήρχε οχύρωση που θα ισχυροποιούσε το έδαφος της αμυντικής διατάξεως και θα έδινε τον χρόνο που ήταν απαραίτητος για την κινητοποίηση και την στρατηγική συγκέντρωση των δυνάμεων στην περιοχή του Θεάτρου Επιχειρήσεων.
3) Η ιταλική πλευρά διέθετε απόλυτη αεροπορική υπεροχή, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να παρενοχλήσει σοβαρά και να καθυστερήσει τις μετακινήσεις και προωθήσεις των ελληνικών δυνάμεων.
4) Η γιουγκοσλαβική στάση δεν ήταν απολύτως σαφής. Εάν οι Ιταλοί, από την Αλβανία περνούσαν στο έδαφος της Γιουγκοσλαβίας, θα μπορούσαν να προσβάλλουν από βορρά το πλευρό των ελληνικών δυνάμεων, όπως έκαναν οι Γερμανοί το 1941.
Με βάση τα ανωτέρω, η μόνη ορθή από στρατηγικής απόψεως λύση για την άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος ήταν η γνωστή παλιά συνταγή που εφαρμόζεται από αιώνων σε παρόμοιες περιπτώσεις: η παραχώρηση εδάφους με υποχωρητικό ελιγμό, μέχρι την τοποθεσία της τελικής άμυνας ώστε να κερδηθεί ο απαιτούμενος χρόνος. Στη βάση αυτή, εκπονείται εντός 25 ημερών και κοινοποιείται στις 4 Μαΐου 1939 το σχέδιο ΙΒ (από τα αρχικά Ιταλία – Βουλγαρία). Σύμφωνα με αυτό:
1ον Η αποφασιστική μάχη θα δινόταν σε χώρο από τον οποίο θα καλύπτονταν η Στερεά Ελλάδα, η Θεσσαλία και η Θεσσαλονίκη και στον οποίο θα ήταν δυνατόν να συγκεντρωθεί ο όγκος του Ελληνικού Στρατού. Τελική τοποθεσία άμυνας καθορίσθηκε η γραμμή Άραχθος –Μέτσοβο – καμπή Αλιάκμονος – όρος Βέρμιο – όρος Βόρας (σύνορα με Γιουγκοσλαβία).
2ον Οι προωθημένες στα σύνορα Μεραρχίες θα ελίσσονταν επιβραδύνοντας τον εχθρό μέχρι την ανωτέρω γραμμή. Η Ήπειρος και ένα τμήμα της Δυτικής Μακεδονίας θα έπρεπε αναγκαστικά να εγκαταλειφθούν.
Το ΓΕΣ πάντως δεν επαναπαύεται στο σχέδιο αυτό. Σε ολόκληρη την ελληνο-αλβανική μεθόριο αρχίζει ένας οργασμός οχυρώσεως με έργα εκστρατείας – μια και δεν υπάρχει χρόνος για μόνιμη οχύρωση – που προχωρεί με ταχύτατο ρυθμό. Επειδή τα χρήματα δεν φθάνουν, ο Διοικητής της VIII Μεραρχίας (Ηπείρου) υποστράτηγος Κατσιμήτρος, ζητά την βοήθεια των κατοίκων, οι οποίοι ανταποκρίνονται με ενθουσιασμό. Διαθέτουν 4-5 ημέρες το μήνα για προσωπική εργασία χωρίς αμοιβή. Παράλληλα, ο διοικητής Πυροβολικού της Μεραρχίας συνταγματάρχης Μαυρογιάννη Π., περιέρχεται το μέτωπο και προβαίνει σε λεπτομερή και πλήρη οργάνωση πυροβολικού.
Όταν πλέον η οχύρωση είχε προχωρήσει και μπορούσε να θεωρηθεί σχετικά επαρκής, το σχέδιο επιστρατεύσεως είχε ολοκληρωθεί ενώ η Γιουγκοσλαβία φαινόταν πλέον πως θα παραμείνει αυστηρά ουδέτερη, το ΓΕΣ τροποποίησε το σχέδιο ΙΒ, και την 1η Σεπτεμβρίου 1939, κοινοποίησε νέο σχέδιο με την ονομασία ΙΒα. Το νέο σχέδιο προέβλεπε προωθημένη άμυνα, χωρίς παραχώρηση εθνικού εδάφους.
Επιπλέον, το ΓΕΣ διέταξε, με οδηγίες που εξέδωσε στα μέσα του Σεπτεμβρίου 1940, να εκτελεστούν αναγνωρίσεις προς την κατεύθυνση της Κορυτσάς – από όπου πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο η ελληνική επίθεση– με σκοπό την ανάληψη επιθετικών επιχειρήσεων σε περίπτωση δημιουργίας ευνοϊκών συνθηκών. Αυτό στη στρατηγική ονομάζεται «πρόβλεψη επί μελλοντικής δράσεως» και είναι προφανές ότι το Γενικό Στρατηγείο το ακολούθησε επιτυχώς.
Η κατάσταση στην Ήπειρο εμφανίζεται δυσκολότερη διότι, εκτός των άλλων, υπήρχε και η από θαλάσσης απειλή, η οποία πιθανώς να ανάγκαζε την VIII Μεραρχία να αντιμετωπίσει τον εχθρό σε δύο μέτωπα. Στις 9 Αυγούστου 1940, αποστέλλονται οδηγίες στην Μεραρχία, στις οποίες επαναλαμβάνεται μεν η αποστολή της προωθημένης άμυνας, αλλά παρέχεται στον Μέραρχο η πρωτοβουλία να ελιχθεί επιβραδυντικώς αναλόγως της καταστάσεως. Το ΓΕΣ, που παρακολουθεί συνεχώς την κατάσταση στην Αλβανία, εκτιμά – ορθώς – ότι η κύρια προσπάθεια των Ιταλών κατευθύνεται προς την Ήπειρο και όχι προς τη Δυτική Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη. Ο Κατσιμήτρος και οι Ηπειρώτες του θα δεχθούν το κύριο βάρος της ιταλικής επίθεσης.[7]
Στις 24 Αυγούστου αποστέλλονται νέες οδηγίες επιχειρήσεων στον Κατσιμήτρο, στο τέλος των οποίων αναγράφεται: «Αναγνωρίζεται η δυσχερής θέσις εις την οποία ευρίσκεται η Μεραρχία. Η Κυβέρνησις δεν αναμένει βεβαίως παρά της Μεραρχίας νίκας, δεδομένης της αριθμητικής υπεροχής του αντιπάλου, αναμένει όμως, εκ ταύτης να σώσει την τιμής των ελληνικών όπλων. Και προς τούτο δύναται ο διοικητής της Μεραρχίας να θέσει τα δυνάμεις αυτής όπως αυτός νομίζει καλύτερον».
Η διαταγή αυτή πυροδότησε τις μετέπειτα επικρίσεις για «ηττοπαθή» Ηγεσία η οποία ήθελε απλώς να «πέσουν μερικές τουφεκιές για την τιμή των όπλων». Πρόκειται όμως για προφανή διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Οι κατήγοροι της Ηγεσίας αποσιωπούν – ασφαλώς εσκεμμένα – ότι για να μην υπάρξουν αμφιβολίες, ο Παπάγος εξέδωσε στις 16 Σεπτεμβρίου 1940, διαταγή στην οποία καθορίζει ότι: «Η τιμή των ελληνικών όπλων απαιτεί όπως οιονδήποτε τμήμα σε οιανδήποτε κατάστασιν και αν ευρεθεί, οφείλει να πολεμήσει μέχρι και του τελευταίου ανδρός και του τελευταίου φυσιγγίου».
Θέλησε λοιπόν ο Παπάγος να αναλάβει αυτός την ευθύνη σε περίπτωση αποτυχίας και όχι να την φορτώσει στις πλάτες του υφισταμένου του. Η φράση ότι δεν αναμένονται από την Μεραρχία νίκες, σε συνδυασμό με την πρωτοβουλία που εδόθη στον διοικητή της, κάλυπτε πλήρως τον Κατσιμήτρο ό,τι και αν κάνει. Αφέθηκε λοιπόν στον Μέραρχο η απόφαση, γιατί κανείς δεν γνώριζε τι γίνεται στον τομέα του καλύτερα από εκείνον. Ο Αρχιστράτηγος του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και αυτό προκύπτει από προσωπική επιστολή με ημερομηνία 22 Αυγούστου 1940, στην οποία του έγραφε: Αγαπητέ Κατσιμήτρο, (…) Επιθυμώ να γνωρίζεις ότι τόσον η Κυβέρνησις όσον και εγώ σε περιβάλλομεν μετ’ απολύτου εμπιστοσύνης και πλήρους εκτιμήσεως. (…) Σε ασπάζομαι εγκαρδίως. Αλέξανδρος Παπάγος.
Ο Κατσιμήτρος δεν ήταν απλώς ένας ικανός ηγήτορας. Ήταν δεμένος με τη Μεραρχία του αλλά και με τη γη της Ηπείρου, σαν ένα σώμα. Από το 1938, όταν ανέλαβε τη διοίκηση της VIII Μεραρχίας είχε αφιερωθεί στο να καταστήσει την Ήπειρο αληθινό προμαχώνα. Το σημαντικότερο είναι ότι η Μεραρχία του αποτελείτο από Ηπειρώτες. Γνώριζε λοιπόν ότι εάν έμενε σ’ αυτή την προωθημένη τοποθεσία, θα πολεμούσαν κυριολεκτικά «υπέρ βωμών και εστιών». Αντίθετα μια σύμπτυξη στον Άραχθο, εκτός από τους κινδύνους που κάθε τέτοια μορφή αγώνα εμπεριέχει, θα καταρράκωνε το ηθικό των στρατιωτών του, οι οποίοι θα έβλεπαν να εγκαταλείπονται τα χωριά τους στο έλεος των Ιταλών.
Αποφασίζει λοιπόν, να δώσει τη μάχη στο Καλπάκι. Την απόφασή του αυτή την αναφέρει στο ΓΕΣ, κατά τα προβλεπόμενα, και εγκρίνεται. Τις παραμονές της ιταλικής επιθέσεως τηλεφωνεί στον αρμόδιο επιτελή του ΓΕΣ, στον οποίο λέγει τα εξής:
«Αναφέρατε παρακαλώ στον κ. Αρχηγόν του ΓΕΣ ότι, η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αύριον την πρωίαν ή κατά τη διάρκεια της νυκτός 27 προς 28 Οκτωβρίου θα έχωμεν ιταλικήν επίθεσιν. Η Μεραρχία θα εκτελέσει το καθήκον της προς την πατρίδα, συμφώνως προς τας διαταγάς και οδηγίας του Γενικού Επιτελείου. Δύναμαι να βεβαιώσω υπευθύνως τον κ. Αρχηγόν ΓΕΣ -και τονίζω τούτο ιδιαιτέρως- ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί από το Καλπάκι.»
Το αναμφισβήτητο, κατά συνέπεια, συμπέρασμα είναι ότι η μάχη στο Καλπάκι δεν δόθηκε ούτε εν αγνοία ούτε παρά την θέληση του ΓΕΣ, αλλά με την πλήρη έγκρισή του.
Στο πλαίσιο της λεπτομερούς αμυντικής οργανώσεως, το Γενικό Επιτελείο εντοπίζει το κενό που υφίστατο στον ορεινό όγκο της Πίνδου, στα όρια μεταξύ της VIII Μεραρχίας στην Ήπειρο και των σχηματισμών της Δυτικής Μακεδονίας. Παρακολουθώντας επί ένα και πλέον έτος τις κινήσεις των ιταλικών μονάδων εντός του αλβανικού εδάφους και συλλέγοντας πληροφορίες, ειδικώς για την Μεραρχία Αλπινιστών «ΤΖΟΥΛΙΑ», οδηγήθηκε στην απόφαση της δημιουργίας του Αποσπάσματος Πίνδου, αυτού που αργότερα ονομάσθηκε «απόσπασμα Δαβάκη». Το απόσπασμα αυτό, δυνάμεως 2.500 ανδρών που είχαν επιστρατευθεί δύο μήνες προ της ενάρξεως των επιχειρήσεων, ο δε διοικητής του είχε ανακληθεί από την εφεδρεία τον Αύγουστο του 1940, ανέπτυξε αμυντική διάταξη, επί της γραμμής Σμόλικας – Σταυρός – Γράμμος, μήκους 35 και βάθους 10-15 χιλιομέτρων. Αποστολή του ήταν η άμυνα επί της τοποθεσίας συνόρων, καθώς ο σύνδεσμος των δυνάμεων της Ηπείρου και της Δυτ. Μακεδονίας.
Αύριο το δεύτερο μέρος:
Η απόφαση της Πολιτικής Ηγεσίας – Η ημέρα του «ΟΧΙ»