Το δεύτερο μέρος της μελέτης του Δρ Ιωάννη Παρίση για την καθοριστική σημασία της ηγεσίας στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων.
Μπορείτε να διαβάσετε ΕΔΩ το πρώτο μέρος.
Η απόφαση της Πολιτικής Ηγεσίας – Η ημέρα του «ΟΧΙ»
Μιλώντας για την Ηγεσία, οφείλουμε να αναφερθούμε στη στάση της ανωτάτης πολιτικής ηγεσίας της χώρας την κρίσιμη στιγμή της πολιτικής αποφάσεως. Θα αφήσουμε να μας την περιγράψει με την εξαίρετη πέννα του ο Γεώργιος Βλάχος, εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας «Η Καθημερινή», παλιός εχθρός του Ι. Μεταξά, που επανειλημμένως στο παρελθόν του είχε επιτεθεί σκληρά με την αρθρογραφία του:
«Καὶ ἔφθασε τότε ἡ μεγάλη στιγμή. Εἴκοσι ὀκτὼ Ὀκτωβρίου, Δευτέρα, τρεῖς τὸ πρωί. Ὁ Μεταξᾶς, μόνος, κοιμᾶται. Τὸ τηλέφωνον. Μία ὁμιλία. Ὁ Γκράτσι. Γύρω του δὲν ἔχει κανένα. Δὲν ἔχει κἂν τὸ γραφεῖον του, δὲν ἔχει ἕνα κλητῆρα. Κανένα. Ἡ ὑπηρεσία, ὅπως ὅλη ἡ Ἑλλὰς τὴν ὥραν ἐκείνην, κοιμᾶται. Πρὸς στιγμήν, ἂς κρατήσωμεν τὴν ἀναπνοήν μας, διότι ἐδῶ πλησιάζομεν τὸν μεγαλύτερον σταθμὸν τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Ἡ Ἰταλικὴ Αὐτοκρατορία, μὲ τὰ σαράντα ὀκτώ της ἑκατομμύρια, μὲ τὸν πλοῦτον της, μὲ τοὺς στρατούς της, μὲ τὰ ἀεροπλάνα της, μὲ τὰ ἅρματά της, ἐξύπνησε αἰφνιδιαστικῶς ἕνα ἄνθρωπον καὶ τοῦ ἐζήτησε ἐντὸς τριῶν ὡρῶν τὴν Ἑλλάδα. Καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς – τίς ἐξ ἡμῶν, μὴ γνωρίζων ἀκόμη ἂν ζῆ πραγματικότητα ἢ ἐφιάλτην, δὲν θὰ ἐδίσταζε, δὲν θὰ ἐζήτει ὀλίγων ὡρῶν προθεσμίαν, δὲν θὰ προσεπάθει ν᾿ ἀποφύγη τὸ γεγονός; – καὶ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶπεν: Ὄχι. Ἀμέσως, ἄνευ συζητήσεως, ἄνευ ἐνδοιασμοῦ. Δὲν εἶπεν «ὄχι» ἁπλῶς. Ἐντὸς λεπτοῦ, ὅπως ἐξύπνησεν αὐτὸς ἐντὸς λεπτοῦ, ἐξύπνησε τὴν Ἑλλάδα. Διαταγαί, σχέδια, τηλεφωνήματα, γενικὴ ἐπιστράτευσις, κήρυξις Στρατιωτικοῦ Νόμου, ἐπιτάξεις, προκηρύξεις, ἀγγέλματα ἔγιναν πρὶν ἀνατείλη ὁ ἥλιος καί, ὅταν ἀνέτειλε, ἤδη ἐμάχετο ἡ Ἑλλάς.»[8]
Καταλήγει δε ο Γ. Βλάχος με τις εξής «απολογητικές» φράσεις, από τις οποίες φαίνεται και η παλαιά αντιπάθειά του προς τον Ι. Μεταξά:
«Ἡ στήλη αὐτὴ ἠσθάνθη τώρα, τὰς ἡμέρας αὐτὰς τῆς χαρᾶς, τὴν ἀνάγκην νὰ φυλλομετρήση τὴν ἱστορίαν της -τοὺς παλαιούς της λογαριασμούς- νὰ ἀνατρέξη εἰς περασμένους καιρούς, νὰ ἐνθυμηθῆ. Ἀλλὰ ἠσθάνθη πρὸ παντὸς τὴν ἀνάγκην νὰ γράψη ὅ,τι φρονεῖ, ὅ,τι σκέπτεται διὰ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἐπὶ δεκαὲξ ἔτη ἠγωνίσθη ἐναντίον ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων εἰς μάτην διὰ νὰ χρησιμεύση εἰς τὴν Ἑλλάδα, εἰς μὲν τέσσαρα ἔτη κατώρθωσε νὰ τὴν ἀναπλάση, εἰς δὲ μίαν ὥραν τὴν ἔσωσε.»
Η εθνική ενότητα ήταν ένα κύριο χαρακτηριστικό εκείνες τις κρίσιμες στιγμές. Ολόκληρο το έθνος, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, έδειξε ξεχωριστή εμπιστοσύνη στη ηγεσία του. Χαρακτηριστικό είναι το τηλεγράφημα που απέστειλε στις 12 Νοεμβρίου 1940, στην κυβέρνησή του ο Πρέσβης της Μεγ. Βρετανίας στην Αθήνα: «Αν στη Βρετανία υφίσταται η εντύπωσης ότι δεν επικρατεί απόλυτη ενότητα στην Ελλάδα, η εντύπωσης αυτή πρέπει να διαλυθεί αμέσως. Ολόκληρο το έθνος έχει συνταχθεί με τον Μεταξά…».
Θα πρέπει, επίσης, να γίνει μια αναφορά στο ζήτημα που τίθεται σχεδόν κάθε χρόνο τις ημέρες της επετείου, σχετικά με το ποιος είπε το ΟΧΙ το 1940. Θα παραθέσουμε, αντί άλλων σχολίων, την άποψη του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ενός πολιτικού, αλλά και βαθιά πνευματικού ανθρώπου, φυσικά κάθε άλλο παρά υποστηρικτή του τότε πρωθυπουργού Ι. Μεταξά. Γράφει:
«Πρέπει να είμεθα χωρίς άλλο ευγνώμονες εις τον Ιωάννην Μεταξά διότι είπε ολομόναχος στο σκοτάδι της νυκτός το μέγα ΟΧΙ. Λέγουν όσοι αντιμετωπίζουν με εμπάθειαν και αυτά τα ανάγλυφα γεγονότα της Ιστορίας, ότι το ΟΧΙ δεν το είπεν ο Μεταξάς, ότι το είπεν ο λαός. Ναι, το είπεν ο λαός, αλλά αφού το είχεν ειπεί ο Μεταξάς. Ο ατυχής και συμπαθής Εμμανουέλε Γκράτσι εκτελώντας εντολήν που δεν του άρεσε διόλου, εξύπνησε την 3ην πρωϊνήν τον Μεταξάν και όχι τον Ελληνικόν λαόν. Εάν έλεγεν ο Μεταξάς ΝΑΙ, πώς θα έλεγεν ΟΧΙ ο Ελληνικός λαός, που θα εξυπνούσε αργότερα; Θα το έλεγε βέβαια μέσα του και θα το εξεδήλωνε έμπρακτα, όταν θα οργάνωνε μυστικά την αντίστασή του. Αλλά το Βορειοηπειρωτικόν έπος δεν θα εγράφετο ποτέ. Ας είμεθα λοιπόν τίμιοι απέναντι της Ιστορίας. Το μεγάλο ΟΧΙ είναι πράξις του Ιωάννου Μεταξά».[9]
Οι πολεμικές επιχειρήσεις
Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου τα επικεφαλής τμήματα του στρατηγού Βισκόντι Πράσκα διέβαιναν την ελληνική μεθόριο με 4 μεραρχίες. Αριστερά η επίλεκτη Μεραρχίας Αλπινιστών «ΤΖΟΥΛΙΑ», με κατεύθυνση το Μέτσοβο, στο κέντρο η Τεθωρακισμένη Μεραρχία «ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ» και η Μεραρχία Πεζικού «ΦΕΡΡΑΡΑ» με κατεύθυνση τα Ιωάννινα, τα οποία θα υπερκερώντο από το δεξιό από την Μεραρχία Πεζικού «ΣΙΕΝΑ» που κινείτο στον παραλιακό άξονα.
Στο αριστερό της ελληνικής αμυντικής διατάξεως, η VIII Μεραρχία έπειτα από επικό αγώνα που κράτησε μέχρι την 7η Νοεμβρίου, απέκρουσε την ιταλική επίθεση, στο κεντρικό και τον παραλιακό τομέα. Οι ιταλικές μηχανοκίνητες και τεθωρακισμένες δυνάμεις καθηλώθηκαν χάρη στην ετοιμότητα των ελληνικών μονάδων αλλά και στην κατάλληλη αμυντική οργάνωση που, μεταξύ των άλλων, περιλάμβανε την τοποθέτηση αντιαρματικών κωλυμάτων και την ματαίωση της προγραμματισμένης αποξήρανσης του έλους στο οποίο εγκλωβίστηκε η Μεραρχία «ΚΕΝΤΑΥΡΩΝ». Ο στρατηγός Κατσιμήτρος τήρησε την υπόσχεσή του: οι Ιταλοί δεν πέρασαν.
Στη Δυτική Μακεδονία οι Ιταλοί τήρησαν αρχικά στάση αναμονής. Παρέμειναν εγκατεστημένοι αμυντικά με δύο μεγάλες μονάδες στην περιοχή της Κορυτσάς. Πρόβλημα σοβαρό δημιουργήθηκε στον κεντρικό τομέα του μετώπου, στον ορεινό όγκο της Πίνδου, όπου η συντριπτική υπεροχή των Ιταλών, εξανάγκασε σε σύμπτυξη το απόσπασμα Δαβάκη, παρά τον ηρωικό του αγώνα, υποχώρησε, μέχρι το χωριό Βωβούσα. Οι Ιταλοί με την Μεραρχία «ΤΖΟΥΛΙΑ», προχωρούσαν απειλητικά προς το Μέτσοβο. Τυχόν κατάληψη της διαβάσεως του Μετσόβου θα έδινε τη δυνατότητα στους Ιταλούς να ελέγξουν την οδό Ιωαννίνων - Καλαμπάκας και να κινηθούν προς την Αθήνα μέσω της θεσσαλικής πεδιάδας και των Θερμοπυλών.
Το Γενικό Στρατηγείο αντέδρασε αμέσως και αποτελεσματικά:
■ Στις 29 Οκτωβρίου προώθησε στην Πίνδο την Ι Μεραρχία Πεζικού, και την V Ταξιαρχία Πεζικού του Β’ ΣΣ, από την περιοχή της Θεσσαλίας στη Δυτική Μακεδονία (περιοχή Πενταπόλεως-Επταχωρίου).
■ Προώθησε, την ίδια ημέρα, την Μεραρχία Ιππικού, από την Θεσσαλονίκη στην περιοχή Μετσόβου,[10] τοποθετούμενη στο βορειότερο δεξιό άκρο του Α’ ΣΣ.
■ Προώθησε στις 31 Οκτωβρίου την Ταξιαρχία Ιππικού, την οποία έθεσε υπό διοίκηση του Β’ ΣΣ, βορειοανατολικά του Μετσόβου.
■ Προώθησε επίσης στην Ήπειρο το Α’ Σώμα Στρατού, από την Αθήνα όπου ήταν η έδρα του, ενώ οι μονάδες του συμπληρώνονταν με επιστράτευση.
■ Προώθησε στο μέτωπο κάθε τμήμα που ολοκλήρωνε την επιστράτευσή του, σύμφωνα με τα σχέδια.
■ Διέταξε τον βομβαρδισμό του αεροδρομίου της Κορυτσάς από την Αεροπορία, αποφεύγοντας να πλήξει κατοικημένες περιοχές.
Εξέδωσε, επίσης, αυστηρή διαταγή, να εμπνευσθεί σε όλους το απαιτούμενο πνεύμα θυσίας, «καθ’ όσον παρετηρήθησαν περιπτώσεις κατά τας οποίας μικραί μονάδες δεν επέδειξαν κατά τας πρώτας συγκρούσεις το επιβαλλόμενον πνεύμα σταθερότητος και θυσίας. Πάσα αδικαιολόγητος υποχώρησις δέον να επισύρει αυστηρά μέτρα.» Για να είμαστε ακριβείς, κατά τις πρώτες ημέρες λειτούργησαν επί τόπου και με συνοπτικές διαδικασίες έκτακτα στρατοδικεία, κυρίως για περιπτώσεις λιποταξίας προ του εχθρού.
Το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) που έχει προϊδεασθεί με διαταγή του Γενικού Στρατηγείου, είναι έτοιμο και κατάλληλα προσανατολισμένο, και την 1η Νοεμβρίου, οι δυνάμεις του Β’ ΣΣ επιτίθενται κατά του αριστερού πλευρού του ιταλικού θύλακα στην Πίνδο. Στο μέσον, στην περιοχή Σαμαρίνας, η Ι Μεραρχία, με διοικητή τον υποστράτηγο Βασ. Βραχνό, βορειότερα η V Ταξιαρχία Πεζικού και νοτιότερα η Ταξιαρχία Ιππικού, η οποία, υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Σωκρ. Δημάρατου, είναι η πρώτη που απέκοψε την προχώρηση των Ιταλών, καταλαμβάνοντας το Δίστρατο. Εν τω μεταξύ την 1η Νοεμβρίου ο Δαβάκης τραυματίσθηκε σοβαρά και διακομίσθηκε, την δε διοίκηση του αποσπάσματος Πίνδου ανέλαβε ο επίσης άξιος ηγήτορας, ταγματάρχης Ιωάννης Καραβίας.
Από το νότο, η Μεραρχία Ιππικού, με διοικητή μια άλλη ηρωική φυσιογνωμία, τον υποστράτηγο Γ. Στανωτά, με υψηλό επιθετικό πνεύμα, όρμησε ακάθεκτη από την περιοχή του Μετσόβου προς βορρά, ανατρέπουσα τους ορμητικούς χιονοδρόμους των Ιταλών. Αποστολή της ήταν να εξασφαλίσει τον άξονα Ιωάννινα-Καλαμπάκα, να επιτεθεί στην κατεύθυνση Ελεύθερο – Κόνιτσα και να αποκαταστήσει σύνδεσμο με τη σκληρά δοκιμαζόμενη VIII Μεραρχία και το Β’ ΣΣ. Η Μεραρχία «ΤΖΟΥΛΙΑ» συντρίβεται και σε λίγες ημέρες οι Ιταλοί απωθούνται πέραν των ελληνικών συνόρων.
Σημαντική υπήρξε η συμβολή του πυροβολικού, χάρις κυρίως στην κατάλληλη τάξη των πυροβόλων και την εξαίρετη οργάνωση στόχων που είχαν προηγηθεί. Ο στρατηγός Πράσκα αναφέρει: «Πυροβολαρχίαι εντός σπηλαίων, τας οποίας δεν κατόρθωσε να ανακαλύψει ούτε η επίγειος ούτε η εναέριος παρατήρησις, έπληττον τα τμήματα εις τα σημεία της αναγκαστικής διαβάσεώς των ή επί των ακαλύπτων σημείων τα οποία δεν ήτο δυνατόν να παρακαμφθούν και προεκάλουν πολλάς απωλείας, βάλλουσαι προς όλας τα καταευθύνσεις κατά του μετώπου και κατά των πλευρών των στρατευμάτων μας. Μεταξύ των εχθρικών πυροβολαρχιών υπήρχον και μερικαί μακρού βεληνεκούς, αι οποίαι, κείμεναι μακράν της ακτίνος δράσεως του ιδικού μας πυροβολικού, δεν ήτο δυνατόν να βληθώσιν.»[11]
Στις 8 Νοεμβρίου 1940, ο κόσμος ολόκληρος μένει άναυδος μη μπορώντας να πιστέψει ότι η πρώτη νίκη του ελευθέρου κόσμου ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα ήταν γεγονός. Γράφει ο Ελβετός στρατιωτικός συγγραφέας Eddy Bayer: «Ο στρατηγός όμως Παπάγος ενισχύθη επί των κορυφογραμμών και από της 4ης μέχρι της 7ης Νοεμβρίου, προσέβαλε την δυστυχισμένην μεραρχία «ΤΖΟΥΛΙΑ» δια συγκεντρικής επιθέσεως εκ των άνω προς τα κάτω. Η συμφορά του στρατηγού Μάριο Τσιρότι δεν ήτο δυνατόν να γίνει περισσότερον πλήρης».[12]
Γράφει ο στρατηγός Πράσκα: «Η αριστερή πτέρυγα στην ‘Hπειρο είχε συναντήσει ισχυρή εχθρική αντίσταση στη ζώνη του Καλπακίου…. Η θέση της Μεραρχίας «Τζούλια», με τη συνεχιζόμενη άφιξη ελληνικών δυνάμεων, κινδύνευσε να καταστεί επισφαλής. (…) Είναι πάντοτε μία οδυνηρή στιγμή για ένα Διοικητή, όταν είναι υποχρεωμένος να εκδώσει διαταγή συμπτύξεως, συνιστά όμως και καθήκον, το οποίο ο Διοικητής πρέπει να εκτελέσει με αποφασιστικότητα. Δεν μπορούσε κανείς να ζητήσει από το γενναίο Τζιρόττι και τους αλπινιστές του τίποτε περισσότερο από αυτό που είχαν επιτελέσει. Διέταξα την «ΤΖΟΥΛΙΑ» να μετακινηθεί στην Κόνιτσα, έχοντας δεινοπαθήσει από τα πλήγματα που της κατάφεραν πολύ ευέλικτες μονάδες του εχθρού, από όλες τις κατευθύνσεις…»[13]
Προ της απροσδόκητης αυτής καταστάσεως, ο Ντούτσε αντικατέστησε στις 9 Νοεμβρίου 1940 τον στρατηγό Βισκόντι Πράσκα με τον στρατηγό Ουμπάλντο Σοντού, υφυπουργού των στρατιωτικών και υπαρχηγό του Γενικού Επιτελείου. Επιπλέον, απέστειλε στην Αυλώνα την Μεραρχία Πεζικού «ΜΠΑΡΙ», την οποία αρχικά προόριζε για απόβαση στη νήσο Κέρκυρα
Εν τω μεταξύ, οι ελληνικές εφεδρείες άρχισαν να φτάνουν στο μέτωπο στις αρχές Νοεμβρίου. Έτσι, ο Παπάγος κατόρθωσε να πετύχει κατάλληλη συγκέντρωση δυνάμεων ως τα μέσα Νοεμβρίου, πριν εξαπολύσει αντεπίθεση. Στις 13 Νοεμβρίου – μόλις 15 ημέρες μετά την ιταλική εισβολή – ο Ελληνικός Στρατός, πλήρως κινητοποιημένος και έχοντας αποκαταστήσει το εθνικό έδαφος, πέρασε στην αντεπίθεση, έχοντας πλέον την πρωτοβουλία. Ένδεκα Μεραρχίες και δύο Ταξιαρχίες Πεζικού, και η Μεραρχία Ιππικού, είχαν απέναντί τους δεκαπέντε ιταλικές Μεραρχίες Πεζικού και μία Τεθωρακισμένη Μεραρχία. Η ελληνική στρατιωτική Ηγεσία είχε αντιμετωπίσει την κατάσταση κατά τρόπον ορθό και αποτελεσματικό.
Στον τομέα της Δυτικής Μακεδονίας, το ΤΣΔΜ με το Γ’ ΣΣ από τη Θεσσαλονίκη και με την ενίσχυση μονάδων από ολόκληρη τη Βόρειο Ελλάδα, εξαπέλυσαν στις 14 Νοεμβρίου επίθεση, από ανατολάς προς δυσμάς, με κατεύθυνση την Κορυτσά, η οποία κατελήφθη στις 22 Νοεμβρίου, με 2.000 αιχμαλώτους, 80 πυροβόλα, 55 αντιαρματικά και 300 πολυβόλα, προερχόμενα από τέσσερις ιταλικές μεραρχίες. Ήταν το σημαντικότερο επίτευγμα του Ελληνικού Στρατού στη φάση αυτή του αγώνα και ταυτόχρονα η «μαύρη ημέρα» του Ιταλικού Στρατού. Οι αλλεπάλληλες αποτυχίες προκάλεσαν σοβαρή κρίση στην ανωτάτη ιταλική στρατιωτική ηγεσία που οδήγησε στην παραίτηση του Στρατάρχη Μπαντόλιο στις 26 Νοεμβρίου.
Η επίθεση από τη Δυτική Μακεδονία συνδυάστηκε με γενική επίθεση σε ολόκληρο το μήκος του μετώπου. Τα Α’ και Β’ Σώματα Στρατού προέλασαν στη Βόρεια Ήπειρο, και, μετά από σκληρές μάχες, κατόρθωσαν να καταλάβουν τους Αγίους Σαράντα, το Αργυρόκαστρο και την Πρεμετή ως τις αρχές Δεκεμβρίου, και τη Χειμάρρα τις παραμονές των Χριστουγέννων, εξασφαλίζοντας παράλληλα την διάνοιξη της οδού προς την Αυλώνα. Είχε πλέον καταληφθεί ουσιαστικά ολόκληρη η Βόρειος Ήπειρος. Στις 9 Ιανουαρίου 1941, πριν την έλευση της βαρυχειμωνιάς, καταλήφθηκε και το στρατηγικής σημασίας οχυρωμένο πέρασμα της Κλεισούρας, στο κέντρο της ιταλικής διατάξεως. Επρόκειτο για νέο πλήγμα, το οποίο είχε ως επακόλουθο την δυσμένεια του στρατηγού Σοντού και την αντικατάστασή του από τον στρατηγό Καβαλλέρο.
Ειδικώς το Β’ ΣΣ, αποτελώντας τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής προελάσεως στον κεντρικό τομέα, έφθασε στην περιοχή Τεπελενίου, στα υψώματα της Τρεμπεσίνας, αμέσως μετά την Κλεισούρα, όπου ήταν και το μέγιστο όριο της ελληνικής προχωρήσεως. Εκεί αντιμετώπισε με επιτυχία την μεγάλη εαρινή ιταλική αντεπίθεση του Μαρτίου 1941.
Είναι προφανές ότι οι Ιταλοί είχαν προετοιμασθεί για μία αποστολή «ειρηνικής κατοχής» ή το πολύ-πολύ για κάποιους πυροβολισμούς για την «τιμή των όπλων». Αντί τούτου όμως βρέθηκαν έναντι αντιπάλων με πολύ υψηλό ηθικό, μεγάλη σωματική αντοχή, συστηματικά εκπαιδευμένων, καλών τυφεκιοφόρων, εξαίρετων πυροβολητών. Δυστυχώς, ο Ελληνικός Στρατός δεν διέθετε τεθωρακισμένες ή μηχανοκίνητες δυνάμεις που θα επέτρεπαν την εκμετάλλευση των επιτυχιών επί των εις το βάθος των κοιλάδων αξόνων, κάτι που θα εξασφάλιζαν οι ελιγμοί και η κατοχή των υψηλών σημείων.[14]
Επίλογος
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ελληνικός Στρατός πολέμησε στον πόλεμο αυτό με άφθαστη ορμή και ηρωισμό. Πραγματικά ο Έλληνας μαχητής «τραβούσε μπροστά».[15] Όμως αυτό δεν είναι αρκετό. Και ο πλέον αδαής αντιλαμβάνεται ότι και το καλύτερο στράτευμα δεν μπορεί να κάνει ούτε ένα βήμα χωρίς κατάλληλες διαταγές και αν δεν έχει προηγηθεί επίπονη και προσεκτική σχεδίαση και προπαρασκευή. Χωρίς αυτά οι στρατοί δεν οδηγούνται προς τη νίκη αλλά προς την καταστροφή. Μπορεί οι μάχες να κερδίζονται με την παλληκαριά, ο πόλεμος όμως κερδίζεται με το μυαλό.
Το 1940, αυτός ο υπέροχος λαός είχε μια αντάξια Ηγεσία, σε ολόκληρη την κλίμακα της ιεραρχίας. Γιατί, εκτός από τον Αρχιστράτηγο Παπάγο, και ο Κατσιμήτρος και ο Δαβάκης και ο Βραχνός και ο Στανωτάς, και όλοι οι διοικητές, μέχρι τον τελευταίο λόχο και ομάδα, που αντιμετώπισαν την ιταλική εισβολή με επιτυχία, Ηγεσία ήταν. Λάθη ασφαλώς έγιναν. Στον πόλεμο, όμως, πάντοτε γίνονται λάθη και νικητής αναδεικνύεται εκείνος που κάνει τα λιγότερα.
Θα ήταν ιστορική παράλειψη αν δεν αναφερόταν η συμβολή του Πρωθυπουργού Μεταξά και σ’ αυτό το καθαρά στρατιωτικό σκέλος. Ο Μεταξάς ήταν παλαιός στρατιωτικός, με εξαίρετες σπουδές και ξεχωριστές ικανότητες. Αυτό του το αναγνώριζαν ακόμη και οι αντίπαλοί του, με πρώτο τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος τον είχε επιλέξει ως πρώτο υπασπιστή και στρατιωτικό σύμβουλό του, ενώ το 1914, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, του πρότεινε τη θέση του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας. Τόσο η προπαρασκευή όσο και η διεύθυνση του πολέμου έγιναν κάτω από την προσωπική του επίβλεψη και οδηγίες. Ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι υπήρξε δικτάτορας και ανεξαρτήτως των ευθυνών που ενδεχομένως του αποδίδονται για άλλες επιλογές του, θα πρέπει εδώ να του αναγνωριστεί αυτό που του ανήκει.
Ο Eddy Bayer, σημειώνει τα εξής:[16] «Ουδείς θα αμφιβάλλει ότι μία νέα δάφνη ήνθισεν από τας αθανάτους δόξας της Ελλάδος. Μία μεγάλη ανθοδέσμη από τον πλούσιον τούτον θερισμόν δέον κατά πάσαν έννοιαν δικαιοσύνης να κατατεθεί εις τον τάφον ανοιγέντα την 29ην Ιανουαρίου 1941 του μεγάλου πατριώτου, του μεγάλου πολιτικού ανδρός και του μεγάλου στρατιώτου Ιωάννου Μεταξά. Επί έτη ολόκληρα υπήρξεν ο επιμελητής και ακαταπόνητος οργανωτής της καταπληκτικής ταύτης νίκης. Εις το ένδοξο όνομά του προσθέτομεν και τα ονόματα του Έλληνος Αρχιστρατήγου Αλεξάνδρου Παπάγου, του διοικητού της Στρατιάς…».
Για την επίτευξη της νίκης είναι απαραίτητη η ύπαρξη στρατιωτικής ισχύος, η οποία είναι κάτι περισσότερο από απλή συγκέντρωση προσωπικού, υλικού και οπλικών συστημάτων. Υπάρχουν τρία κύρια συστατικά της στρατιωτικής ισχύος:
1) Το ηθικό στοιχείο, το οποίο κινητοποιεί το στράτευμα και το κάνει να μάχεται,
2) Η φυσική προετοιμασία για μάχη, η οποία περιλαμβάνει την εκπαίδευση καθώς και τον εξοπλισμό και τον εφοδιασμό των στρατευμάτων, και
3) Η επιχειρησιακή αντίληψη, που αναφέρεται κυρίως στη στρατηγική και την ηγεσία, οι οποίες, σε συνδυασμό με τη πειθαρχία, το ηθικό και την κατάλληλη οργάνωση αποτελούν μη ορατά αλλά ουσιώδη στοιχεία ισχύος.
Το 1940, η Ιταλία, παρά την συντριπτική στρατιωτική, δημογραφική, τεχνολογική και οικονομική ισχύ της έναντι της Ελλάδας, δεν πέτυχε να υλοποιήσει τους στόχους της, καταβληθείσα από τον αντικειμενικά υποδεέστερο, από πλευράς μετρήσιμων στοιχείων ισχύος, Ελληνικό Στρατό. Ποιο ήταν το στοιχείο που οδήγησε στο αποτέλεσμα της σύγκρουσης αυτής και, ουσιαστικά, στην ανατροπή των προβλέψεων, στις οποίες οδηγούσε η ψυχρή λογική των αριθμών; Ικανότερη ηγεσία, υψηλότερο φρόνημα και ηθικό, αλλά και πολιτισμικά στοιχεία (αρχές, αξίες, ιστορία, παραδόσεις) τα οποία υπερίσχυσαν.
Κλείνοντας αυτή την συνοπτική αναφορά στο Έπος του ’40, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, χωρίς αμφιβολία, την Ιστορία των εθνών την γράφουν οι ηγέτες, καθώς σύμφωνα και με τον Ξενοφώντα «άνευ αρχόντων ουδέν αν ούτε καλόν ούτε αγαθόν γένοιτο». Οι λαοί ακολουθούν τους ικανούς ηγέτες, που, είτε τους εξασφαλίζουν ότι θα τους βγάλουν με ασφάλεια από μια δύσκολή θέση, είτε αναδεικνύουν τις δημιουργικές δυνάμεις που κρύβουν μέσα τους. Από την άποψη αυτή, είναι τυχερά τα έθνη που σε κρίσιμες στιγμές της ιστορικής τους πορείας ευτύχησαν να έχουν ηγέτες άξιους και ικανούς να διαχειριστούν τις κρίσεις και τις δυσκολίες και να οδηγήσουν τους λαούς τους σε ανάκαμψη και σε επιτυχίες.
[1] Κ. Τσάτσος, Ελληνική Πορεία – Πολιτικά δοκίμια, Εστία, Αθήνα, σελ. 206.
[2] «28η Οκτωβρίου 1940: Για την τιμή των Όπλων», Άγγελου Λάζαρη, περιοδικό ΙΠΠΙΚΟ-ΤΕΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΑ, Αθήνα.
[3] Στρατάρχης Σερ Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ, «ΗΘΙΚΟ ΣΤΗ ΜΑΧΗ», Γερμανία, 30 Απριλίου 1946.
[4] Ο επικεφαλής της φάλαγγας των ιταλικών τεθωρακισμένων, φθάνοντας προ του Καλπακίου αναφέρει στους προϊσταμένους του με ανοικτό ραδιοτηλεγράφημα, ότι βάλλεται πανταχόθεν «υπό σφοδρού πυρός του εχθρικού πυροβολικού ελαφρού και μέσου, το οποίο οι προνοητικοί και πονηροί Έλληνες έχουν τάξει κατάλληλα και είναι άθικτο». Κατσιμήτρου Χαρ., Η ‘Ήπειρος προμαχούσα, ΓΕΣ/ΔΙΣ
[5] Βλ. επίσημα πρακτικά των 75 συνεδριάσεων του Ανωτάτου Συμβουλίου Εθνικής Αμύνης, μεταξύ Ιανουαρίου 1936 και Οκτωβρίου 1940, στο Κ. Βλάσσης, ΟΙ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1936-1940», εκδ. Δούρειος Ίππος, Αθήνα 2013.
[6] Η συμβολή της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 2009, σελ.36.
[7] «28η Οκτωβρίου 1940: Για την τιμή των Όπλων», Άγγελου Λάζαρη, περιοδικό ΙΠΠΙΚΟ-ΤΕΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΑ, Αθήνα.
[8] «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ – Ἱστορία, Ἀναμνήσεις, Ἀπολογία», Γεώργιος Ἀ. Βλάχος, «Ἡ Καθημερινή», 8 Δεκεμβρίου 1940.
[9] «ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 1939-1944», Παν. Κανελλόπουλου, έκδοση 2η, Αθήνα 1964, σελ.19-20.
[10] Ἡ τηλεφωνική διαταγή του Παπάγου, αργά το βράδυ της 28 Οκτωβρίου, προς τον επιτελάρχη της Μεραρχίας αντισυνταγματάρχη Σόλωνα Γκίκα, ήταν λακωνική και σαφής: «Να τσακιστείτε νά φθάσετε στο Μέτσοβο, έστω και χωρίς συμπλήρωση της επιστράτευσης». Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 28 Οκτωβρίου 1955, στο ΕΝΑΣ ΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΤΙΜΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ του Χρ. Νοταρίδη, εκδ. Πελασγός, Αθήνα 2013.
[11] Sebastiano Visconti Praska, Io ho aggredito la Grecia (Εγώ εισέβαλα στην Ελλάδα), Μιλάνο 1946.
[12] Eddy Bayer, Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΤΕΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΩΝ, έκδοση στην ελληνική από την Διεύθυνση Εκδόσεων του ΓΕΣ, Αθήνα 1964, τόμος Ι, σελ. 182.
[13] Sebastiano Visconti Praska, Io ho aggredito la Grecia (Εγώ εισέβαλα στην Ελλάδα), Μιλάνο 1946, στο οποίο περιλαμβάνονται οι πολεμικές εκθέσεις του στρατηγού Mario Jirotti διοικητή της «ΤΖΟΥΛΙΑ».
[14] Παραγγελίες αρμάτων μάχης είχαν γίνει στην Αγγλία και τη Γαλλία, και είχαν πληρωθεί, τα άρματα όμως δεν παραδόθηκαν, δεσμευθέντα το 1938 από την κατασκευάστριες χώρες ενόψει του επερχομένου πολέμου. Ενδιαφέρουσες απόψεις για την ανάγκη μηχανοκινήτων δυνάμεων είχε εκφράσει ο Δαβάκης το 1934, σε μικρό πόνημά του: Δαβάκης Κων., Ο Στρατός του Μέλλοντος. Μηχανοκίνησις και Μηχανοποίησις, Αθήναι, 1934.
[15] Ο στρατηγός Πράσκα σημειώνει: «Εμείς πολεμούσαμε κυρίως ωθούμενοι από το αίσθημα του καθήκοντος. Οι εχθροί μας πολεμούσαν για την άμυνα της δικής τους πατρίδας».
[16] Eddy Bayer, Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΤΕΘΩΡΑΚΙΣΜΕΝΩΝ, έκδοση στην ελληνική από την Διεύθυνση Εκδόσεων του ΓΕΣ, Αθήνα 1964, τόμος Ι, σελ. 186.