Η Πολωνία δεν είναι ικανοποιημένη από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για την «υπόθεση Κατίν» που αφορά τις εκτελέσεις Πολωνών στρατιωτικών από τις σοβιετικές υπηρεσίες καταστολής.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) εξέδωσε στις 21 Οκτωβρίου την πολυαναμενόμενη απόφαση για την υπόθεση του Κατίν, η οποία πάντως αποδείχθηκε ασαφής. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Ρωσία παραβίασε τις υποχρεώσεις της κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης που αφορούσε την εκτέλεση το 1940 χιλιάδων πολωνών αιχμαλώτων από τις δυνάμεις της Λαϊκής Επιτροπής Εσωτερικών Υποθέσεων (NKVD). Ταυτόχρονα, όμως, δεν την υποχρέωσε να επαναλάβει τις έρευνες.
Οι πολωνοί εμπειρογνώμονες δηλώνουν βέβαιοι ότι αν στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν μπει μια τελεία, αυτή θα συνεχίσει να αμαυρώνει τις σχέσεις της Βαρσοβίας με τη Μόσχα. Οι ρώσοι νομικοί από την πλευρά τους θεωρούν ότι οι ρωσικές αρχές, για ιδεολογικούς λόγους, δεν έχουν συμφέρον να οδηγήσουν τις έρευνες ως το τέλος.
Οι πολωνοί εμπειρογνώμονες δηλώνουν βέβαιοι ότι αν στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν μπει μια τελεία, αυτή θα συνεχίσει να αμαυρώνει τις σχέσεις της Βαρσοβίας με τη Μόσχα.
Η τελική απόφαση που εξέδωσε η Μεγάλη Συνέλευση του Δικαστηρίου του Στρασβούργου σε μια από τις πιο ηχηρές αγωγές κατά της Ρωσίας, δηλαδή των καταγγελιών των συγγενών των θυμάτων του Κατίν, απεδείχθη ευνοϊκή για τη Μόσχα. Για τους εξής λόγους:
1. Το Δικαστήριο δεν αναγνώρισε τη Ρωσία ως υπαίτιο για την παραβίαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα («Απαγόρευση της απάνθρωπης είτε μειωτικής για την αξιοπρέπεια συμπεριφοράς»). Οι ενάγοντες, δηλαδή οι οικογένειες των εκτελεσθέντων κοντά στο Σμολένσκ πολωνών αξιωματικών, είχαν αναφέρει ότι «δοκιμάζουν αισθήματα έντονης οδύνης λόγω της αδιαφορίας των ρωσικών αρχών στις προσπάθειές τους να βρουν πληροφορίες για την τύχη των συγγενικών τους προσώπων». Οι δικαστές έφτασαν στο συμπέρασμα ότι μέχρι τον Μάιο του 1998, όταν η Ρωσία επικύρωσε τη Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, «δεν υπήρχαν πλέον αμφιβολίες σχετικά με το τι συνέβη στους πολωνούς αιχμαλώτους». «Παρότι δεν βρέθηκαν όλες οι σοροί, ο θάνατός τους επιβεβαιώθηκε από τις σοβιετικές, ενώ κατόπιν και από τις ρωσικές αρχές, και κατέστη ένα ιστορικό γεγονός», αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου.
2. Το Δικαστήριο αρνήθηκε να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα της έρευνας που πραγματοποίησαν οι ρωσικές αρχές για την υπόθεση Κατίν. Η Γενική Στρατιωτική Εισαγγελία το 2004 έκλεισε την υπόθεση που είχε ανακινήσει το 1990, χωρίς να ανακοινώσει τα ονόματα των ενόχων και δίχως να αναγνωρίσει ως παθόντες τους συγγενείς των νεκρών. Στο Στρασβούργο οι οικογένειες των θυμάτων προσπάθησαν να αποδείξουν ότι η έρευνα που πραγματοποιήθηκε ήταν αναποτελεσματική και απαίτησαν την επανάληψή της. Οι ενάγοντες επικαλέστηκαν το άρθρο 2 της Σύμβασης («Δικαίωμα στη ζωή»). Ωστόσο, οι δικαστές αποφάσισαν ότι το θέμα αυτό δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές τους.
Οι λόγοι της ενοχής
Το ΕΔΑΔ αναγνώρισε τη Ρωσία ένοχη μόνο σε σχέση με το άρθρο 38 της Σύμβασης («Υποχρέωση εκπλήρωσης όλων των προϋποθέσεων για την εξέταση της υπόθεσης από το Δικαστήριο»). Στην απόφαση του Δικαστηρίου αναφέρεται ότι η Ρωσία αρνήθηκε να παρουσιάσει «σημαντικότατο έγγραφο της διαδικασίας, χαρακτηρίζοντάς το ως απόρρητο». Πρόκειται για την απόφαση της Γενικής Στρατιωτικής Εισαγγελίας για το κλείσιμο της υπόθεσης το 2004. Στην ίδια την απόφαση, όπως και σε ένα μέρος του υλικού (36 τόμοι από τους 183), οι ρωσικές αρχές προσέδωσαν τον χαρακτηρισμό «άκρως απόρρητο». Γνωστό έγινε μόνο το ότι η Στρατιωτική Εισαγγελία χαρακτήρισε την εκτέλεση στο Κατίν όχι ως «έγκλημα πολέμου», αλλά ως «υπέρβαση καθηκόντων».
Η καταγγελία στο Στρασβούργο κατατέθηκε από 15 συγγενείς, 12 εκ των εκτελεσθέντων πολωνών αξιωματικών στο δάσος του Κατίν. Μεταξύ των εναγόντων ήταν και η Βίτομιλα Βολκ-Εζέρσκα, κόρη του ενός εξ’ αυτών. Η Βίτομιλα ήλπιζε ότι η έρευνα που ξεκίνησε τη δεκαετία του ΄90 θα ρίξει φως στα γεγονότα εκείνων των ετών. Αυτή, πριν καταφύγει στο ΕΔΑΔ, απευθύνθηκε μαζί με άλλους συγγενείς στα ρωσικά δικαστήρια ζητώντας να αποχαρακτηριστεί το ανακριτικό υλικό, να αναγνωριστούν οι φονευθέντες ως θύματα πολιτικών διώξεων και να αποκατασταθεί το όνομά τους, αλλά η προσπάθειά τους δεν είχε επιτυχία. Μετά την ανακοίνωση της απόφασης, αυτή διαβεβαίωσε ότι σκοπεύει να συνεχίσει τις προσπάθειές της να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Εντονες διαμαρτυρίες
Ο Αλεξάντρ Γκουριάνοφ, επικεφαλής της πολωνικής επιτροπής «Μεμόριαλ», ο οποίος συμμετείχε στην αγωγή στο ΕΔΑΔ ως τρίτη πλευρά, δήλωσε ότι το Δικαστήριο του Στρασβούργου ουσιαστικά απέφυγε να πάρει μια σημαντική απόφαση, αρνούμενο να αξιολογήσει την έρευνα που διεξήγαγε η Ρωσία. Η αναγνώριση δε της Ρωσίας ως ενόχου για την παραβίαση του άρθρου 38 -σύμφωνα με τον ίδιο- δεν συνιστά καμιά απειλή γι’ αυτήν. Όπως διευκρίνισε ο νομικός, η Ρωσία δεν μπορεί καν να δείξει αντίγραφο της Γενικής Στρατιωτικής Εισαγγελίας σε οποιονδήποτε, καθώς η υπόθεση στο Στρασβούργο έκλεισε.
Εκφράζει επίσης τη γνώμη ότι δεν συμφέρει τις ρωσικές αρχές να οδηγήσουν την υπόθεση ως το τέλος. «Έχουν αναγνωρίσει αυτό το έγκλημα –τονίζει- και ζήτησαν συγγνώμη από την Πολωνία, αλλά στην υπόθεση υπάρχουν ακόμη αρκετές ασάφειες, που σχετίζονται με τα ονόματα των θυμάτων και των ενόχων του γεγονότος». Παραμένει δηλαδή ένα παραθυράκι που επιτρέπει να επανεξεταστούν παλαιότερες ανακοινώσεις.
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με τον ειδικό του Πολωνικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, Εουγκένιους Σμολάρ, «όσο δεν μπαίνει μια τελεία στην υπόθεση του Κατίν, αυτή θα αμαυρώνει τις σχέσεις των δύο χωρών, όχι τόσο σε κρατικό επίπεδο αλλά σε επίπεδο κοινής γνώμης». Εξηγεί δε, ότι «στην Πολωνία είναι πολλοί εκείνοι που δεν καταλαβαίνουν τη λογική της Ρωσίας. Μερικές φορές αυτή προβαίνει σε θετικά βήματα, δηλαδή εκφράζει τη συγγνώμη της, παραδίδει υλικό, ενώ άλλες φορές ενεργεί κατά τον σοβιετικό τρόπο, όπως συμβαίνει με το θέμα της απόφασης της Γενικής Στρατιωτικής Εισαγγελίας. Όσο αυτό συνεχίζεται, οι επικριτές της Ρωσίας στην Πολωνία θα βρίσκουν πρόσφορο έδαφος».
Μια «ιδιαίτερη γνώμη» καταθέτει για την απόφαση του ΕΔΑΔ ο ρώσος δικαστής, Ντμίτρι Ντέντοφ. Δηλαδή, ότι δεν πρέπει η Ρωσία να τιμωρείται για εγκλήματα του 1940, όταν ακόμη η ίδια δεν υφίστατο. Σύμφωνα με τον ίδιο, «η ΕΣΣΔ ήταν ένα ολοκληρωτικό κράτος» και μαζί με τους Πολωνούς, «θύματα του σταλινικού καθεστώτος, έγιναν και εκατομμύρια σοβιετικών πολιτών», επομένως «την ευθύνη για τα εγκλήματα πρέπει να φέρουν εκείνοι που έδιναν τις σχετικές εντολές και όχι το κράτος».
Πηγή : Η Ρωσία Τώρα
Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο Kommersant.