Η ιστορία του «κόκκινου στρατηγού» των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων

Για τον αντιστασιακό «κόκκινο ίλαρχο» – το παρατσούκλι των χαφιέδων της χούντας  θα υιοθετηθεί με αγάπη από τους φίλους του στην υπόλοιπη ζωή του-  Μιχάλη Βαρδάνη, που πέθανε τις προάλλες, έχουμε γράψει αρκετά. Σήμερα »δίνουμε το λόγο» σε μια νεαρή, τότε, αντιαστασιακό και βουλευτίνα σήμερα, να »μιλήσει» για τον δικό της  «κόκκινο στρατηγό», όπως τον λέει.


Ενα σημείο από όσα περιγράφει η κ. Νάντια Βαλαβάνη στο άρθρο της, είναι πώς ο Μιχάλης Βαρδάνης,ενόψει του Κινήματος του τότε βασιλιά,το 1967,  είχε    οπλίσει τα άρματα της 1ης ύλη αρμάτων που διοικούσε  με πραγματικά πυρομαχικά, πράγμα που απαγορευόταν αυστηρά. Μετά από «κάρφωμα» μέσα απ’  το στρατόπεδο, αξιωματικοί του 2ου Γραφείου της Μεραρχίας διενήργησαν αιφνιδιαστικό έλεγχο στις 25.10.1967 και  βρήκαν «αρματωμένα» τα τανκς.Την επομένη αποστρατεύτηκε ως «επικίνδυνος» για τις Ένοπλες Δυνάμεις λόγω εμπλοκής με τον «Ασπίδα».Δεν ήταν η μόνη του αντιστασιακή πράξη, φυσικά:Συμμετείχε στον κεντρικό πυρήνα όλων των παράνομων αντιδικτατορικών οργανώσεων αξιωματικών και σε όλες τις προσπάθειες για «κινήματα» στις Ένοπλες Δυνάμεις.Συνελήφθη και βασανίστηκε. Στη δίκη των βασανιστών του ΕΑΤ/ΕΣΑ ο Μ. Βαρδάνης απαντώντας σε ερώτηση στρατοδίκη δήλωσε ότι «δεν ήρθα με κέφι να καταθέσω».Με μεγαλείο πρόσθεσε ότι δεν αισθάνεται μίσος για τους βασανιστές του, αλλά μόνο «βαθιά μελαγχολία», για το πώς κατάφερναν να βασανίζουν ανθρώπους, ανάμεσα τους «κι αυτούς που φορούσαν την ίδια στολή».
Όλο το άρθρο: 

Της βουλευτού Νάντιας Βαλαβάνη.

Στις 14 Ιανουαρίου έφυγε σχεδόν ξαφνικά από κοντά μας σε ηλικία 77 ετών ο Πρόεδρος όλων μας, επί μια 10ετία μέχρι το 2005, στον ΣΦΕΑ ’67-74: ο συναγωνιστής, σύντροφος και φίλος Μιχάλης Βαρδάνης, υποστράτηγος ε.α.

Ο Μιχάλης ήταν άνθρωπος απ’  αυτούς που, ελάχιστα να τους γνωρίσεις, παραμένει αξέχαστος. Όσοι τον αγαπήσαμε και είχαμε συναίσθηση του ρόλου που έπαιξε στη στρατιωτική και πολιτική του διαδρομή, κυριολεκτικά δεν θα τον ξεχάσουμε ποτέ: Όσο βρισκόμαστε οι ίδιοι στη ζωή, ένα κομμάτι απ’  το Μιχάλη, η μνήμη του, θα επιβιώνει μαζί μας – με την αίσθηση ενός γλυκού πόνου.  

Ακούγοντας στην κηδεία του τον εκπρόσωπο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων να απαριθμεί τα επιχειρησιακά και επιτελικά πόστα, απ’  τα οποία πέρασε κατά τη στρατιωτική του καριέρα, συνειδητοποίησα ότι  μαζί του έφυγε μια σελίδα της ελληνικής ιστορίας, που χρειάζεται ακόμα χρόνο για να καταγραφεί πλήρως. Ίσως όταν θα ‘χουμε φύγει όλοι όσοι τη ζήσαμε από μεγαλύτερη ή μικρότερη απόσταση, να έχει ωριμάσει ο καιρός για να μιλήσουν πια άλλοι, οι ιστορικοί του μέλλοντος, γι’  αυτήν.

Η στρατιωτική του καριέρα, που συνδέθηκε με όλες τις φουρτούνες και τα γυρίσματα της  ελληνικής ιστορίας απ’  τη δεκαετία του ’60, ήταν «τρικυμισμένη» ήδη απ’  τα πρώτα του βήματα: Απέκτησε τους πρώτους «ατιμωτικούς» χαρακτηρισμούς στο στρατιωτικό του φάκελο από  τότε που, πολύ νεαρό ακόμα αξιωματικό της Σχολής Ευελπίδων,  ουσιαστικά τον προσήγαγαν ως μάρτυρα κατηγορίας εναντίον του Διοικητή του και άλλων κατηγορούμενων αξιωματικών στη Δίκη του «Ασπίδα» κι αυτός μετατράπηκε σε αυτόκλητο μάρτυρα υπεράσπισης. Τον είχαν ήδη όμως τότε μετακαλέσει από την Κύπρο, όπου υπηρετούσε ως εθελοντής, μαζί με όλους τους δημοκρατικούς αξιωματικούς, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της απόσυρσης της Ελληνικής Μεραρχίας από το νησί, που θα πραγματοποιούσε τελικά η χούντα το 1968. 

Η στρατιωτικοφασιστική δικτατορία της 21ης Απριλίου τον βρήκε να υπηρετεί ως ίλαρχος (λοχαγός) των τεθωρακισμένων στο Πολύκαστρο Χαλκιδικής: Θα έπρεπε κανονικά να διοικεί μια ίλη τανκς, στο στρατόπεδο βρισκόταν όμως περιορισμένος, χωρίς καθήκοντα, σε γραφείο σ’  ένα κορφοβούνι. Όχι για πολύ: Την επαύριο του πραξικοπήματος εμφανίστηκε στην ερημιά ένας ουλαμός τανκς, απ’  αυτά που είχαν γίνει το «σήμα κατατεθέν» της «εθνοσωτηρίου επαναστάσεως», για να τον μεταφέρει «συνοδεία» στο στρατόπεδο «μην τυχόν κάψω το βουνό», όπως ανέφερε με τη γνωστή του περιπαιχτική διάθεση σε συνέντευξη στα «Επίκαιρα» αμέσως μετά τη δικτατορία. Εκεί, χωρίς να του απαγγελθεί οποιαδήποτε κατηγορία, θα τεθεί ουσιαστικά σε «απομόνωση» – μέχρι την αλλαγή διοικητή: Ο Αντισυνταγματάρχης Σταύρος Κακαβέλας θα του αναθέσει και πάλι τη διοίκηση της 1ης ύλης αρμάτων και θα τον μυήσει στο κίνημα των βασιλικών αξιωματικών. Εν αναμονή του κινήματος, ο Βαρδάνης θα οπλίσει τα άρματα της ύλης του με πραγματικά πυρομαχικά, πράγμα που απαγορευόταν αυστηρά. Μετά από «κάρφωμα» μέσα απ’  το στρατόπεδο, αξιωματικοί του 2ου Γραφείου της Μεραρχίας θα διενεργήσουν αιφνιδιαστικό έλεγχο στις 25.10.1967 και θα βρουν «αρματωμένα» τα τανκς. Ο μεν Διοικητής του μετατίθεται σε μονάδα επιστράτευσης επειδή έδωσε διοίκηση ίλης στον «κόκκινο ίλαρχο» (το παρατσούκλι των χαφιέδων θα υιοθετηθεί με αγάπη από τους φίλους του στην υπόλοιπη ζωή του), ο δε Βαρδάνης θα αποστρατευτεί την επόμενη ως «επικίνδυνος» για τις Ένοπλες Δυνάμεις λόγω εμπλοκής με τον «Ασπίδα»: Ήταν πολύ νωρίς ακόμα για να στήσουν στρατοδικεία ενάντια σε εν ενεργεία αξιωματικούς, πιστοποιώντας ότι υπάρχει «εσωτερική αντίσταση» στους κόλπους του στρατεύματος. Όμως, 2.500 μόνιμοι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί αποστρατεύτηκαν για πολιτικούς λόγους στα χρόνια της δικτατορίας.


Από τις 26 Οκτωβρίου 1967 μέχρι το τέλος της δικτατορίας ο Μιχάλης, απότακτος πλέον,
θα σπουδάσει και θα πάρει το πτυχίο της Νομικής και θα δικηγορήσει, επίσης, για σύντομο χρονικό διάστημα. Πρακτικά όμως θα συμμετάσχει στον κεντρικό πυρήνα όλων των παράνομων αντιδικτατορικών οργανώσεων αξιωματικών και σε όλες τις προσπάθειες για «κινήματα» στις Ένοπλες Δυνάμεις: Στους «Ελεύθερους Έλληνες» του Συνταγματάρχη Δημήτρη Οπρόπουλου. Στην «Α-Α-Α» (Αντίσταση-Απελευθέρωση-Ανεξαρτησία») του αντισμήναρχου ε.α. Τάσου Μήνη. Στο Κίνημα του Ναυτικού, στο οποίο θα τον μυήσει ο μαρτυρικός Σπύρος Μουστακλής. 

Για τη δράση του αυτή θα συλληφθεί τον Απρίλη του 1972 ως μέλος της «Α-Α-Α» μαζί με τον Μήνη. 

Απελευθερώνεται για να ξανασυλληφθεί το Σεπτέμβρη του 1972, αυτή τη φορά για την (πρωϊμότερη) συμμετοχή του στους «Ελεύθερους Έλληνες». Θα παραμείνει βασανιζόμενος επί μήνες στο ΕΑΤ/ΕΣΑ: Αλύγιστος. Θα οδηγηθεί τελικά στον Κορυδαλλό, απ’  όπου θ’  αφεθεί ελεύθερος το Δεκέμβρη του 1972. 

Στο Κίνημα του Ναυτικού είχε αναλάβει ως καθήκον την κατάληψη της Σύρου, ο πολεμικός ναύσταθμος της οποία θα γινόταν το κέντρο των ναυτικών τους επιχειρήσεων. Το σχέδιο προδίδεται και στις 1.6.1973 θα συλληφθεί μαζί με τον Μουστακλή και δεκάδες άλλους αξιωματικούς και πολίτες. Ο (Ανθυποπλοίαρχος τότε) και φίλος του Αντώνης Κακαράς θα γράψει στο τρίτομο έργο του για τη σύγχρονη ιστορία των ενόπλων δυνάμεων: «Ο Μουστακλής κι ο Βαρδάνης βασανίζονται απάνθρωπα. Ο Μουστακλής σέρνει τη βαριά αναπηρία του μέχρι το θάνατο του και γίνεται το σύμβολο της αντίστασης. Ο Βαρδάνης βασανίζεται και πάλι επί τρίμηνο στην απομόνωση στο ΕΑΤ ΕΣΑ.» Μέσα απ’ την, ακόμα φοβερότερη αυτή τη φορά, μάχη με τους βασανιστές του, θα βγει το ίδιο παληκάρι. Θ’  αποφυλακιστεί και πάλι τέλος Αυγούστου 1973, αυτή τη φορά με τη γενική πολιτική αμνηστία που έδωσε ο Παπαδόπουλος προκειμένου να διεξάγει το «δημοψήφισμα», που θα τον ανακήρυσσε «Πρόεδρο της Δημοκρατίας», και να δρομολογήσει την «πολιτικοποίηση» της Χούντας με την Κυβέρνηση Μαρκεζίνη – σχέδια που τίναξε στον αέρα η εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Στη δίκη των βασανιστών του ΕΑΤ/ΕΣΑ ο Μιχάλης θα δώσει μια απ’  τις πιο συγκλονιστικές καταθέσεις βασανισμένου. Απαντώντας ωστόσο σε ερώτηση στρατοδίκη, θα δηλώσει ότι «δεν ήρθα με κέφι να καταθέσω». Κι ότι δεν αισθάνεται μίσος για τους βασανιστές του, αλλά μόνο «βαθιά μελαγχολία», για το πώς κατάφερναν να βασανίζουν ανθρώπους, ανάμεσα τους «κι αυτούς που φορούσαν την ίδια στολή».
 

Μετά τη δικτατορία ο Μιχάλης Βαρδάνης ήταν ανάμεσα στα πρώτα ονόματα, που υπέγραψαν την ιδρυτική Διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ της 3ης Σεπτέμβρη 1974 και παραβρέθηκε στην παρουσίαση της – για ν’  αρχίσει να παίρνει αποστάσεις ήδη μερικούς μήνες αργότερα. Εξαιρέθηκε μαζί με ένα μικρό αριθμό αξιωματικών (μαζί κι ο Αντώνης Κακαράς)  απ’  την αποκατάσταση των αντιστασιακών αξιωματικών του 1975: Χρειάστηκαν ένα χρόνο κινητοποιήσεις για ν’  αναγκαστεί ο τότε Υπουργός Εθνικής Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ με ειδική νομοθετική ρύθμιση να τους επανεντάξει στις τάξεις του στρατού, μόλις το 1976, αποδίδοντας τους και όλους τους βαθμούς που είχαν χάσει.

Ο Μιχάλης υπηρέτησε σε κρίσιμα, για το λαϊκό κίνημα, επιτελικά πόστα κατά τη δεκαετία του ΄80 – και το βοήθησε όσο μπορούσε. Αρχές της δεκαετίας γνωρίστηκε υπό ειδικές συνθήκες με τον Χαρίλαο Φλωράκη, μια φιλία που άλλαξε τη ζωή του και συνεχίστηκε μέχρι το θάνατο του Προέδρου, πλέον, του ΚΚΕ. Μιλώντας το 2008 στην εκδήλωση της Κ.Ε. του ΚΚΕ για τα 3 χρόνια από το θάνατο του Χαρίλαου, ανέφερε: «Κάθε φορά που μιλούσα μαζί του, είχα την αίσθηση πως συνομιλούσα με τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας.» Και πρότεινε, μεταξύ άλλων,  η στρατιωτική τακτική που ακολούθησε ο Καπετάν Γιώτης ως αρχηγός του στρατιωτικού σχηματισμού του ΔΣΕ από τον Όρθρυ στον Όλυμπο και στο Γράμμο, καθώς κι η δεύτερη αποστολή του μετά τον Εμφύλιο, για να περάσει μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού έξω απ’  τα σύνορα, να διδάσκεται στις στρατιωτικές ακαδημίες ως υπόδειγμα τακτικής και στρατηγικής (νομίζω ότι διδάσκεται σήμερα στη Σχολή Πολέμου).

Ο Μιχάλης αποστρατεύτηκε το 1990 (Κυβέρνηση Μητσοτάκη) με το βαθμό του Υποστρατήγου. Έκτοτε συμμετείχε σε όλες τις περιπέτειες του κινήματος και τους αγώνες της Αριστεράς στο πλευρό του ΚΚΕ. 

Τη δεκαετή περίοδο της θητείας του (1995-2005) ως Πρόεδρος του Συνδέσμου Φυλακισθέντων κι Εξορισθέντων ΄67-΄74 έδωσε μάχη για να κρατηθεί ο Σύνδεσμος ενιαίος, με συμμετοχή όλων των αγωνιστών ανεξάρτητα απ’  την πολιτική τους τοποθέτηση, σε όχι εύκολες συνθήκες. Κι αυτά τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερης βαρβαρότητας που ζούμε, θεωρούσε ότι αν είναι δύσκολη η συμπόρευση της Αριστεράς «από τα πάνω», είναι ανάγκη να προωθηθεί η κοινή της δράση τουλάχιστον «από τα κάτω». Όταν την άνοιξη του 2011 του πρότεινα να υπογράψει την Διακήρυξη της ΕΛΕ, της Επιτροπής για το Λογιστικό Έλεγχο του Χρέους, δέχθηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα να συμπεριληφθεί στα 100 ιδρυτικά της μέλη απ’ όλους τους χώρους της Αριστεράς  και παραβρέθηκε στην Ιδρυτική της συνέλευση στις 10 Μαρτίου στην ΕΣΗΕΑ. Όποτε τον έβλεπα, συνήθως σε εκδηλώσεις του Συνδέσμου – πάντα εξαιρετικά «χαμηλού προφίλ», αθόρυβος, με το μόνιμο πονηρό του μισό χαμόγελο-μισό γελάκι στα χείλη και το ιδιόμορφο χιούμορ του κρεμασμένο απ’  το τσεπάκι -, συνεννοούμασταν περισσότερο με τα μάτια παρά με λόγια. Τέτοιος  ήταν ο άνθρωπος που χάσαμε.

Για τους φίλους του στρατιωτικούς, για τον αρχιπλοίαρχο ε.α. και συγγραφέα Αντώνη Κακαρά, που μαθαίνοντας το θάνατο του του έγραψε αποχαιρετιστήρια «επιστολή» με τίτλο «Ίλαρχος Μιχάλης Βαρδάνης! Παρών!»,  ο Μιχάλης θα παραμείνει στην αιωνιότητα καθηλωμένος στο βαθμό του ιλάρχου – ο «κόκκινος ίλαρχος». Για μένα θα είναι πάντα ο «κόκκινος στρατηγός». Και κάποτε η ιστορία θα γράψει και για τα υπόλοιπα.
Καλό ταξίδι, Μιχάλη!

(Δημοσιεύτηκε στην ΑΥΓΗ της Κυριακής, 19.01.2014)