Γράφει ο ΚΩΣΤΑΣ ΑΛΕΞΑΚΟΣ
Τον 20ο αιώνα είχαμε «κινήματα» κάθε 15 με 20 χρόνια (και ενδιαμέσως διάφορες ανεπιτυχείς προσπάθειες). Το 1937 μπαίνει στη Σχολή Ευελπίδων μία παρέα σφόδρων αντικομουνιστών οι οποίοι έχουν από τότε το μάτι στην εξουσία· η σκέψη πως μία μέρα «θα κληθούν να υπερασπιστούν την τάξη» είναι κοινή, ενώ άτυπος ηγέτης τους ήταν από τότε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.
Ο ΙΔΕΑ ήταν οργανωμένος κατά το φασιστικό πρότυπο και τα όργανά του ονομάζονταν «δέσμες».
Πολέμησαν μαζί στην Κατοχή και οργανώθηκαν για πρώτη φορά σαν ομάδα πριν τον Εμφύλιο, το 1944 όταν ίδρυσαν με άλλους τον Ι.Δ.Ε.Α. (Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών), αξιωματικοί «υψηλού φρονήματος» όπως λεγόταν τότε. Το 1951 όταν παραιτήθηκε από το στράτευμα ο Παπάγος για να κατέβει στην πολιτική, οι του ΙΔΕΑ επιχείρησαν για πρώτη φορά να καταλάβουν την εξουσία (συμμετεχόντων των Ιωαννίδη και Παπαδόπουλου). Έγιναν συλλήψεις, υπήρξε προσωρινή αποστράτευση, και επέστρεψαν στο στράτευμα επί κυβερνήσεως Παπάγου. Ειδικεύονται, δικτυώνονται, μετεκπαιδεύονται στο εξωτερικό (Αμερική) και πλέον ανήκουν στο στενό ηγετικό πυρήνα συμμετέχοντος και του πρώην διοικητή τους στο πυροβολικό και νυν Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων τον Αγγελή.
Το 1956 έχουν ιδρύσει τον Ε.Ν.Ε.Α. (Ένωση Νέων Ελλήνων Αξιωματικών) και σχεδιάζουν νέο πραξικόπημα. Η κυβέρνηση Καραμανλή έχοντας λάβει ενημέρωση από τον Αρχηγό ΓΕΣ Νικολόπουλο ετοιμάζεται να τους αποστρατεύσει. Ο Βασιλιάς Παύλος νομίζει πως ο Ε.Ν.Ε.Α. συντάσσεται με το παλάτι, και τους προστατεύει. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η κατασυκοφάντηση και αποστράτευση του Νικολόπουλου που τους αποκάλυψε και η ισχυροποίηση των νεαρών αξιωματικών, εμπλέκοντας τον γιο του σε ένα σκάνδαλο χωματουργικών εργασιών. Το 1958 ο Παπαδόπουλος μπαίνει στην ΚΥΠ, και πλέον έχει πρόσβαση και περαιτέρω δικτύωση που φτάνει μέχρι τη CIA η οποία τότε βρίσκεται επίσης σε αντικομουνιστική υστερία.
Μετά τη σύγκρουση Καραμανλή-Φρειδερίκης το 1963, και τη νίκη Γεωργίου Παπανδρέου στις εκλογές που ακολούθησαν, οι Αγγελής-Παπαδόπουλος εμφανίζονται να ζητούν την άδεια της Αμερικανικής Πρεσβείας για πραξικόπημα, που δεν τους δίνεται. Το 1964 ο Γ. Παπανδρέου διακόπτει τη χρηματοδότηση της ΚΥΠ από την CIA και μεταθέτει την ομάδα Παπαδόπουλου από τις θέσεις κλειδιά που είχαν μέχρι τότε.
Η απάντηση στην απομάκρυνση τους ήρθε το 1965, όπως είχε γίνει και το 1956, με συκοφάντηση του (πολιτικού αυτή τη φορά) αντιπάλου τους. Κατηγορούν το γιο του Πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, τον Ανδρέα, πως ηγείται παρακρατικής οργάνωσης με το όνομα ΑΣΠΙΔΑ με στόχο το πραξικόπημα, όταν αυτή δεν ήταν κάτι παραπάνω από αυτό που σήμερα λέμε «κλαδική». Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος (όπως και ο πατέρας του με την υπόθεση του ΕΝΕΑ) επέλεξε να εμπιστευτεί τη στρατιωτική δράκα, παραπέμπει την υπόθεση σε δίκη, ενώ αρνείται στον εκλεγμένο Πρωθυπουργό το δικαίωμα του να γίνει Υπουργός Αμύνης με τη δικαιολογία της υπόθεσης του ΑΣΠΙΔΑ. Η δίκη που ακολούθησε οδήγησε και στην αποστασία Μητσοτάκη.
Ένας από τους δικηγόρους υπεράσπισης στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ ήταν ο Νικηφόρος Μανδηλαράς, που πλήρωσε ακριβά την εμμονή του να κατονομάζει ξανά και ξανά στη δίκη τον Γ. Παπαδόπουλο και την σκευωρία εθνικόφρονων αξιωματικών, παρά τις απειλές που δεχόταν Μετά την επιβολή της Χούντας, αισθανόμενος τον κίνδυνο που διέτρεχε από τον Παπαδόπουλο, μπήκε κρυφά το πλοίο VITA-R για να διαφύγει στην Κύπρο. Πέντε μέρες μετά βρέθηκε δολοφονημένος στη Ρόδο.
Γιατί τα θυμόμαστε όλα αυτά σήμερα;
Τα θυμόμαστε γιατί αυτό που επέτρεψε στον Παπαδόπουλο να αναπτυχθεί για σχεδόν 20 χρόνια (με την στήριξη του παλατιού μεταξύ άλλων), και να καταφέρει να επιβάλλει την επταετία, ήταν η πίστη στο «υψηλό φρόνημα» των αξιωματικών, στην ιδεολογική τους θέση δηλαδή, παρά την κατ’ εξακολούθηση παραβίαση των κανόνων και της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος.
Ο πολιτικός λόγος, τα δημοσιεύματα, οι φανερές και κρυφές κινήσεις των πολιτικών και στρατιωτικών παικτών επέτρεψαν στον Παπαδόπουλο να υπάρξει. Η ΕΠΕΝ παλιότερα, η Χρυσή Αυγή σήμερα, όπως και η Δεξιά που δείχνει ανοχή σε αυτούς για λόγους ιδεοληψίας εκπορεύονται τουλάχιστον από την εποχή του Μεταξά (ο οποίος με τη σειρά του είχε την αντίστοιχη «ουρά» για να καταφέρει να καταλάβει την εξουσία). Δεν γίνονται σε μία μέρα οι δικτάτορες – παίρνει δεκαετίες. Δεν άνοιξε ξαφνικά η πύλη του Μεγάλου Πεύκου για να βγουν τα τεθωρακισμένα του Πατακού.
Η δημοκρατία έχει αδιέξοδα και θέλει διαρκή προσήλωση στους κανόνες της, γραπτούς και άγραφους, αν δεν θέλουμε να την αφήσουμε να οδηγηθεί σε ένα ακόμα. Σήμερα γιορτάζουμε τα 40 χρόνια από την αποκατάσταση του πολιτεύματος, με μικροπολιτικά τσιτάτα και συζήτηση για τις πορτοκαλάδες στο Προεδρικό Μέγαρο. Αυτό που θα έπρεπε να συζητάμε, όμως, είναι τα 105 χρόνια από το Γουδί, τα 89 χρόνια από το πραξικόπημα του Πάγκαλου, τα 78 χρόνια από το πραξικόπημα του Μεταξά και το συνδετικό ιστό μεταξύ τους. Τις ανωμαλίες, την οπισθοδρόμηση και τα προβλήματα που δημιουργούσαν τέτοια πρόσωπα σε κάθε κυβέρνηση μέχρι σήμερα, το ρόλο του τύπου και των πολιτικών προσώπων αστικών κομμάτων (είτε είχαν ενεργό ρόλο, είτε παθητική ανοχή) και πώς αυτά θα ξεριζωθούν από τη χώρα ως νοοτροπίες και πρακτικές. Γιατί ήταν εξίσου καταστρεπτικά για τη χώρα ακόμα κι όταν δεν κατέληγαν σε πραξικοπήματα – η απειλή και οι συνωμοσίες μερικές φορές μπορεί να ήταν και χειρότερα.
Το Σιδηρούν Παραπέτασμα, το Τείχος του Βερολίνου και ο κομμουνισμός έχουν καταρρεύσει από το 1989 – εδώ και 25 χρόνια. Η αποκατάσταση των αντιστασιακών, όλων των αντιστασιακών, έχει γίνει εδώ κι 32 χρόνια. Κι όμως, το διάστημα αυτό δεν έχει φανεί ικανό για να τα αφήσουμε όλα αυτά πίσω μας. Κάθε άλλο. Η αντικομουνιστική ρητορική έχει επανέλθει, και μάλιστα αγγίζει πλέον και τα χείλη αυτοπροσδιοριζόμενων «κεντροαριστερών» – δεν είναι μόνο ο Άδωνις Γεωργιάδης και τα λοιπά κραυγαλέα παραδείγματα. Ένα ιδεολογικό πρόσημο που ενώνει συνειδήσεις και προσπερνάει ό,τι θεωρεί θεσμικό εμπόδιο, στη βάση μίας προσχηματικής αντίδρασης σε κάτι που είναι ουσιαστικά νεκρό εδώ και δεκαετίες, όταν ο πραγματικός εχθρός τους ήταν και παραμένει η δημοκρατία.
Ο λόγος είναι απλός: δεν συζητήσαμε ποτέ εντός πλαισίου το τι έγινε σε κάθε εποχή. Οι χουντικοί και όσοι τους πλαισίωσαν ιδεολογικά για δεκαετίες ακόμα χαίρουν ιδεολογικής ασυλίας στην κεντρική πολιτική σκηνή, ενώ οι όποιες λαϊκιστικές και συνθηματικές αφηγήσεις έχουν πλέον αμαυρωθεί ως γραφικές, χωρίς να τις έχει υποκαταστήσει μία επιστημονική και ιστορική αλήθεια για τα γεγονότα. Κορυφαίο παράδειγμα το «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά» του Ανδρέα.
Πολύ φοβάμαι πως όχι απλώς ο λαός ξέχασε, αλλά οδηγείται σιγά-σιγά στο να επιθυμήσει την επαναφορά αυτής της «δεξιάς». Από τα συνθήματα για Γουδί και κρεμάλες, μέχρι την συλλήβδην ακύρωση των πολιτικών προσώπων, των κομμάτων και των διαδικασιών που συνθέτουν αυτό που ονομάζουμε δημοκρατία, κάτι που ήταν κυρίαρχο στο λόγο των συνταγματαρχών από την εποχή που έκαναν τον ΙΔΕΑ και σχεδίαζαν το πρώτο τους πραξικόπημα. Οι χαζοχαρούμενοι χομπίστες της πολιτικής μπορεί να χαμογελάνε με τα τσιτάτα που εκστομίζουν, μπορεί και να τα πιστεύουν αν είναι τελείως αμόρφωτοι, αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: τρέφουν το τέρας το οποίο οργανώνεται, αφηγείται την δική του εκδοχή, και μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, σε κάθε μας λάθος και παράλειψη. Για τη ρεβάνς.
Δεν είναι αστεία η υπόθεση Μπαλτάκου, δεν είναι γραφική η ενασχόληση με τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν είναι ΟΚ η ανοχή στο κλείσιμο της Βουλής για να ψηφιστούν από θερινά τμήματα νομοσχέδια που θα αλλάξουν για πάντα τη χώρα και θα μεταβιβάσουν τον πλούτο της (ναι, αυτόν που πληρώσαμε επί 10 επειδή κάποιοι τα έπιαναν και κάποιοι δεν ενδιαφέρθηκαν για το πώς ξοδεύεται το δημόσιο χρήμα σπαταλώντας το), δεν είναι επιταχυνση διαδικασιών το ότι δεν συνεδριάζει ποτέ το Υπουργικό Συμβούλιο, δεν ήταν ένδειξη αποφασιστικότητας το κλείσιμο της ΕΡΤ και η δημιουργία αυτής της ΝΕΡΙΤ (που καταγγέλλεται πλέον και από αυτόν που έβαλαν να την κάνει), δεν είναι χαβαλές ο Άδωνις όταν λέει πως μισεί τους κομμουνιστές και μετά γίνεται κυβερνητικός εκπρόσωπος, δεν είναι απλά κιτρινισμός αυτό που κάνει το Πρώτο Θέμα και οι όμοιοι του (χάρτινοι και ηλεκτρονικοί), δεν είναι ζήτημα επιστημονικής ανάλυσης νομικών και συνταγματολόγων όσα ψηφίζονται τελευταία από το υπουργείο δικαιοσύνης, δεν ήταν ατύχημα και κακή στιγμή η δολοφονία Φύσσα.
Όσο στα σχολεία μας συνεχίζουμε να διδάσκουμε την ιστορία με την αφήγηση των εκατέρωθεν αντιπάλων, όσο διάγουμε με αυτούς τους όρους τον πολιτικό διάλογο, τόσο θα δίνεται η δυνατότητα σε κάποιον από αυτούς να μας (ξανα)καβαλήσει στο σβέρκο – ειδικά όταν ο ένας εκ των δύο έχει εξαϋλωθεί.