»Ετσι χτυπήσαμε τους Ιταλούς»! Ο Νίκος Τασιάκος τελευταίο μέλος του ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗ διηγείται

Ο Νικόλαος Τασιάκος τελευταίος επιζών από το πλήρωμα του θρυλικού ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗ πέθανε λίγες μέρες προτού συμπληρωθούν 75 χρόνια από τη χειμωνιάτικη εκείνη νύχτα του 1940, παραμονές Χριστουγέννων, όταν το Παπανικολής κατόρθωσε να βυθίσει στα Στενά του Οτράντο τρία ιταλικά οπλιταγωγά, που μετέφεραν όπλα και άλλο πολεμικό υλικό στα παράλια της Αλβανίας, προς ενίσχυση των ιταλικών δυνάμεων που μάχονταν κατά των Ελλήνων.

Διαβάστε πως είχε διηγηθεί στο ΑΠΕ και στη Σοφία Παπαδοπούλου τις αποστολές του θρυλικού υποβρυχίου τη περίοδο 1940-41:

  «Όταν φτάσαμε στη βάση υποβρυχίων, οι σειρήνες από όλα τα καράβια δεν σταματούσαν. Η μπάντα του ναυτικού έπαιζε συνέχεια. Σήκωσαν τον κυβερνήτη από τους ώμους, και από τη βάση, από τον μόλο, τον πήγαν στο ναυπηγείο. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι ακριβώς αισθανόταν ο κόσμος». Η φωνή του γεμάτη ενθουσιασμό. Το βλέμμα του μοιάζει να ταξιδεύει αντίστροφα στο χρόνο καθώς ανακαλεί στη μνήμη του μία από τις πλέον ένδοξες σελίδες στην ιστορία της Ελλάδας, στη διάρκεια του ελληνο-ιταλικού πολέμου του 1940-’41: τη βύθιση μεγάλης νηοπομπής, μέσα σε ιταλικά ύδατα, από το υποβρύχιο «Παπανικολής».
   
Ο Νικόλαος Τασιάκος, ο τελευταίος επιζών ενός θρύλου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, που είχε γίνει ο εφιάλτης των ιταλικών και των γερμανικών δυνάμεων, θυμάται σαν χθες τη χειμωνιάτικη εκείνη νύχτα του 1940, παραμονές Χριστουγέννων, όταν το «Παπανικολής» κατόρθωσε να βυθίσει στα Στενά του Οτράντο τρία ιταλικά οπλιταγωγά, συνολικού βάρους 25.000 τόνων, που μετέφεραν όπλα και άλλο πολεμικό υλικό στα παράλια της Αλβανίας, προς ενίσχυση των ιταλικών δυνάμεων που μάχονταν κατά των Ελλήνων.
  
 Δύο μόλις χρόνια προτού κλείσει έναν αιώνα ζωής, μικρός το δέμας, αλλά με βλέμμα σπινθηροβόλο και διαύγεια πνεύματος που θα ζήλευαν πολλοί μικρότεροί του, με πολυπεριποιημένο λευκό μουσάκι, όπως ορίζει η παράδοση των ναυτικών, και καλοχτενισμένη κόμη, ο κ. Τασιάκος αφηγείται στο ΑΜΠΕ τα γεγονότα που προηγήθηκαν εκείνης της μεγάλης νύχτας καθώς και πτυχές της πολυφουρτουνιασμένης ζωής του ως το τελευταίο ρεμέτζο.
   
«Ονομάζομαι Νικόλαος Τασιάκος του Δημητρίου. Γεννήθηκα στη Δρακότρυπα. Έχω παράσημο, πολεμικό Σταυρό, διότι εκτέλεσα τη διακεκριμένη πράξη στο πεδίο της μάχης, και άλλα μετάλλια και θυρεούς αρκετούς. Είμαι ο τελευταίος επιζών του ‘Παπανικολής’» μας λέει «κλείνοντας» σε τρεις γραμμές την ταυτότητα της ζωής του.
  
 Από το χωριό του, ο κ. Τασιάκος έφυγε σχεδόν αμούστακο παιδί, μόλις στα δεκατέσσερά του χρόνια. Στο Βόλο είδε για πρώτη φορά βαπόρι και τότε ούτε που του περνούσε ποτέ από το μυαλό πως αυτός, ο ορεσίβιος νεαρός, θα «έτρωγε» κάποτε με το κουτάλι τη θάλασσα.Περιπλανήθηκε σε τόπους πολλούς, δοκιμάστηκε σε ακόμη περισσότερες δουλειές και σιγά σιγά τα βήματα της ζωής του τον οδήγησαν στην Αθήνα. «Η Αθήνα για μένα ήταν ένας κόσμος πρωτοφανής» λέει. Άγνωστός μεταξύ αγνώστων στο «κλεινόν άστυ», βρήκε τη φιλική θαλπωρή σε μία οικογένεια από τη γενέθλια γη. Η γνωριμία μαζί τους έμελλε να αλλάξει τη ρότα της ζωής του, αφού ο μεγαλύτερος γιος τους τον παρότρυνε να βγάλει ναυτικό φυλλάδιο ως «εργάτης θαλάσσης».
   
Μετά την εκπαίδευση στη Σχολή Τορπιλών και Ναρκών στο Σκαραμαγκά, δήλωσε εθελοντής στα υποβρύχια. «Από πού είσαι;» τον ρώτησε ο αξιωματικός υπηρεσίας. «Από τη Δρακότρυπα, ένα χωριό στη Νότια Πίνδο» απάντησε αυτός και παρά την απορία του αξιωματικού για το τι μπορεί να κάνει ένας στεριανός στη θάλασσα, τον έστειλε στο υποβρύχιο «Νηρεύς».
   
Από το «Νηρεύς» στον «Πρωτέα» και από εκεί, λίγο προτού κηρυχθεί ο πόλεμος, στον Παπανικολή. «Εκεί, όταν πήγα, ο κυβερνήτης ονομαζόταν Μίλτος Ιατρίδης. Ο πατέρας του ήταν από το Σοφικό Κορίνθου και η μάνα του από την Ηλεία. Σε λίγο καιρό κηρύχθηκε ο πόλεμος της Γερμανίας με την Πολωνία. Ηταν η περίοδος που μπορούσα να απολυθώ. Με έβαλε (ο κυβερνήτης) κι έκανα ανακατάταξη. Έμεινα μόνιμος» θυμάται.
   
Μετά κηρύχθηκε ο πόλεμος… «27 Οκτωβρίου του ’40. Κυριακή απόγευμα, ο δεύτερος κυβερνήτης του Παπανικολή μού έδωσε έναν κατάλογο για να ειδοποιήσω τα πληρώματα που ήταν έξω, λόγω Σαββατοκύριακου. Δευτέρα πρωί, μας κάλεσε ο κυβερνήτης και ετοιμαστήκαμε για πόλεμο. Εις τάξιν απάρσεως, εφοδιαστήκαμε με τορπίλες μάχης, πυροβόλα, βόμβες. Ο κυβερνήτης μας ρώτησε αν κάποιος θέλει να μείνει έξω, στη στεριά. Δεν έφυγε κανείς. Πετάξαμε τα καπέλα μας, με συναισθήματα οργής, αλλά και χαράς συνάμα. Οργής επειδή μας είχαν τορπιλίσει την ‘Έλλη’ στην Παναγία της Τήνου και μαυροφορέσαν περίπου 28 σπίτια, χήρες και ορφανά. Αλλά και χαράς γιατί θα τους πετούσαμε στη θάλασσα, όπως κι έγινε» λέει.
   
Με φωνή στεντόρεια και λόγο καθαρό, συνεχίζει την αφήγηση: «Ήταν η περιπολία η πρώτη. Φτάσαμε στην Αδριατική αλλά δεν βρίσκαμε τίποτα. Από τις πολλές φορές, μία, παραμονές Χριστουγέννων του ’40, στις 12 η ώρα τη νύχτα, συναντήσαμε ένα ιστιοφόρο. Πήγαινε στην Αλβανία, φορτωμένο πυρομαχικά, τροφές και διάφορα άλλα. Αφού πήραμε τους αιχμαλώτους μέσα, το χτυπήσαμε για να το βουλιάξουμε, αλλά δεν τα καταφέραμε. Φαίνεται ότι το σκαρί του ήταν γερό και δεν μπορέσαμε να το διαλύσουμε. Βάλαμε φωτιά και το κάψαμε. Ο κυβερνήτης και το πλήρωμα, έξι άτομα, δεν πίστευαν πως ήμασταν ελληνικό υποβρύχιο. Έλεγαν ‘αποκλείεται να υπάρχει ελληνικό υποβρύχιο στη mare nostrum, τη δική μας θάλασσα’».
  
 Ο αιχμάλωτος Ιταλός κυβερνήτης αποδείχθηκε χρυσορυχείο πληροφοριών. «Αυτός μας έδωσε την πληροφορία ότι οι νηοπομπές που έβγαιναν από την Ιταλία για να βοηθήσουν το στρατό στην Αλβανία δεν έβγαιναν από το Πρίντεζι για να ‘χτυπήσουν’ γραμμή προς Αυλώνα. Έβγαιναν από το Πρίντεζι, έστριβαν αριστερά, έβαζαν πλώρη προς τη Βενετία και Τεργέστη, το βορειότερο μέρος της Αδριατικής και από εκεί ‘χτυπούσαν’ προς τις δαλματικές ακτές της Γιουγκοσλαβίας και κατέβαιναν γιαλό γιαλό και έφταναν στην Αυλώνα, στην Αλβανία. Γι’ αυτό όλα τα υποβρύχια, όσα έκαναν περιπολία στην περιοχή αυτή, κανένα δεν έβρισκε να χτυπήσει καράβι» αποκαλύπτει ο κ. Τασιάκος. Ο Ιταλός κυβερνήτης τους έδωσε και μία άλλη πληροφορία, υπερπολύτιμη όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια. «Μας λέει, αύριο, θα βγει μια μεγάλη νηοπομπή. Θα ήταν πλοία επιφανείας αντιτορπιλικά, θα ήταν και αεροπλάνα. Θα συνοδεύονταν και από υδροπλάνα. Ο κυβερνήτης μας ήταν αποφασισμένος. Αν δεν τύχαινε αυτό ήταν αποφασισμένος να μπούμε στο λιμάνι της Αυλώνας. Έξι τορπίλες που είχαμε, θα τις ρίχναμε και τις έξι και ό,τι βγει… Ηταν αποφασισμένος να χτυπήσουμε την Αυλώνα και δεν έχει σημασία αν θα χανόμασταν. Το ευτύχημα ήταν ότι έλαβε την πληροφορία αυτή και παραμονές Χριστουγέννων ακριβώς πιάσαμε έξω από το Πρίντεζι. Μόλις βγήκαν από εκεί για να στρίψουν αριστερά προς το βορρά, μπήκαμε στη μέση… Όταν έφτασαν σε απόσταση βολής ρίξαμε τέσσερις τορπίλες. Και οι τέσσερις πέτυχαν το στόχο τους. Τρανταζόμασταν συνέχεια. Η πίεση χτυπούσε και εμάς. Κι έτρεμε ολόκληρο το υποβρύχιο. Άρχισαν οι βόμβες. Είχαμε τους αιχμαλώτους μέσα. Άρχισαν να κλαίνε, να οδύρονται και να φωνάζουν ‘Madonna mia’.»
   
Η ψυχραιμία του κυβερνήτη, ολύμπια, και το θάρρος του πληρώματος, απαράμιλλο: «Το ευτύχημα για εμάς- τονίζει ο κ. Τασιάκος- ήταν ο κυβερνήτης ήταν και ψύχραιμος και είχε βγάλει και σχολή πολέμου φαίνεται και ήξερε τα πάντα για τους Ιταλούς. Σταματήσαμε κάτω από τα ναυάγια στα 30 μέτρα… Οι βόμβες που έπεφταν από τα αντιτορπιλικά και τα αεροπλάνα έσκασαν στα 100 μέτρα. Είχαν ακτίνα δράσης 50 μέτρα. Είχαμε και 20 περιθώριο ασφαλείας. Οι φωνές και τα κλάματα των Ιταλών είναι κάτι που δεν μπορώ να σας τα περιγράψω. Εντολή του κυβερνήτη ήταν να μην πειράξουμε κανέναν. Το πλήρωμα μια γροθιά ήμασταν όλοι. Σ’ ένα υποβρύχιο, όταν είμαστε στα 50-60 μέτρα βάθος, ένα λάθος χειριστού θα ήταν το φέρετρο για όλους. Και το φέρετρο εκεί δεν ξεχωρίζει κυβερνήτες κι εμάς. Ημασταν στο σιδερένιο κλουβί. Ένα λάθος αν κάναμε εκεί χανόμασταν όλοι».
   Τέσσερις τορπίλες χρειάστηκαν για να διαλυθεί η νηοπομπή. Κανένα πλοίο δεν πήγε στον προορισμό του. Άλλα χτυπήθηκαν κι άλλα επέστρεψαν στο λιμάνι, ενώ άλλα έβαλαν ρότα για ακόμη βορειότερα. Το υποβρύχιο «Παπανικολής» είχε γράψει, στον κόλπο του Οτράντο, ιστορία.
   Και μπορεί το πλήρωμά του να μην συνειδητοποίησε αμέσως το μέγεθος του κατορθώματος του, αλλά η υποδοχή ηρώων που τους επιφυλάχθηκε στη στεριά δεν άφηνε καμιά αμφιβολία για το θρίαμβο. «Το ωραιότερο ήταν που λόγω Παρασκευής βγήκαμε αμέσως έξω και όταν φτάσαμε με τη βενζίνα στον Πειραιά, ακούσαμε ανακοινωθέν της Ιταλίας. ‘Εβυθίσθη το ελληνικό υποβρύχιο Παπανικολής’. Βάλαμε τα γέλια» θυμάται χαμογελώντας, ενώ όταν φέρνει στο νου τους Ιταλούς αιχμαλώτους, που δεν ήθελαν να αποχωριστούν το ελληνικό πλήρωμα, τα αδέλφια τους, όπως έλεγαν, η φωνή του «πλημμυρίζει» νοσταλγία.
   Για το κατόρθωμα αυτό, ο κυβερνήτης Μίλτων Ιατρίδης προβιβάστηκε άμεσα σε αντιπλοίαρχο επ’ ανδραγαθία και τού απονεμήθηκε το «Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας».
   Το 1941, ο κ. Τασιάκος έκανε το τελευταίο του ταξίδι με το υποβρύχιο. Έπαθε σκορβούτο και αβιταμίνωση μαζί με άλλα έξι άτομα, αφού, όπως λέει, «το μόνο που τρώγαμε στα υποβρύχια ήταν κονσέρβες». Διακομίστηκε στο νοσοκομείο και μετά τη θεραπεία τού ήρθε σήμα από το αρχηγείο της Μέσης Ανατολής και βρέθηκε στην Αίγυπτο και στη δίνη του κινήματος του ναυτικού. Πέρασε από φουρτούνες, νίκησε «Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες» και μετά τον πόλεμο επέστρεψε στην Ελλάδα.
   Το «μικρόβιο» της θάλασσας είχε ριζωθεί καλά μέσα του. Ξαναμπάρκαρε. Αυτή τη φορά με το εμπορικό ναυτικό. «Γύρισα όλο τον κόσμο. Σε επτά θάλασσες και πέντε ηπείρους. Έφτασα και στη Γη του Πυρός, στον πορθμό του Μαγγελάνου, αλλά στην Ανταρκτική δεν πέρασα» μας λέει.
   Σήμερα, στα 98 του χρόνια, τα καλοκαίρια αναζητά τον αναζωογονητικό δροσερό αέρα της Πίνδου, στα γραφικά στενά της Δρακότρυπας, που περιδιαβαίνει με το αναπηρικό αμαξίδιό του. Η θάλασσα όμως αποτελεί πάντα γι’ αυτόν σημείο αναφοράς. «Πολλές φορές μου λείπει η θάλασσα και την αναζητώ» μας λέει.
   Και παρόλο που το ψωμί της θάλασσας είναι αλμυρό, ο ίδιος δεν μετανιώνει ούτε στιγμή που «έδεσε» τη ζωή του με τα κύματά της. «Αυτό το ψωμί που βγάζουν οι ναυτικοί, το βγάζουν με κυκλώνες, με τυφώνες, με φουρτούνες μεγάλες. Δεν το βγάζουν εύκολα. Όμως, τη θάλασσα εγώ την αγαπώ» μας λέει ανανεώνοντας το «ραντεβού μας με δυο λέξεις: Εις το επανειδείν…