Από παντού πυρά δέχεται ο Γερμανός ιστορικός Χάιντς Ρίχτερ για όσα απίθανα υποστηρίζει σε βιβλίο του για την Μάχη της Κρήτης.
Η δημόσια ανάρτηση-κριτική ενός εκ των κορυφαίων ερευνητών της Νέας Ζηλανδίας, του Ντέιβιντ Φίλερ, στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of New Zealand Studies», που εκδίδεται από ερευνητικό κέντρο του Πανεπιστημίου “Victoria” στο Ουέλινγκτον της Νέας Ζηλανδίας.
Ο Ντέιβιντ Φίλερ παρουσιάζει τον Ρίχτερ ως έναν ιστορικό που στο συγκεκριμένο βιβλίο δεν έχει μελετήσει τις πηγές και κρίσιμα για το θέμα αρχεία, αθωώνει τον Στούντεντ, αγνοεί τις εκτελέσεις στην Κρήτη (!), καταρρίπτει ότι οι Νεοζηλανδοί έγιναν φίλοι με τους Γερμανούς μετά τον πόλεμο στην Κρήτη και τέλος κατηγορεί τον Ρίχτερ ότι χωρίς στοιχεία αδικεί τους Νεοζηλανδούς στην υπόθεση της Μάχης της Κρήτης.
Το εύρος της ιστορικής αντιπαράθεσης δηλώνουμε αναρμόδιοι να το κρίνουμε, όμως μας προξενεί κατάπληξη πως όλα αυτά απεκρύβησαν μαζί με την αντίδραση για το βιβλίο στην Ελλάδα, άρα και διεθνώς, από το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης, με αποτέλεσμα να τιμήσει αυτό έναν ιστορικό που διαστρεβλώνει την ιστορία και τους αγώνες του λαού της Κρήτης. Κοινώς ερευνητής και Πανεπιστήμιο της Νέας Ζηλανδίας έκαναν αυτό που όφειλε να κάνει το Πανεπιστήμιο Κρήτης πριν τιμήσει τον κ. Ρίχτερ, έρευνα δηλαδή για το βιβλίο για την Κρήτη και μάλιστα μήνες πριν την απόφαση του δικού μας Πανεπιστημίου.
Το άρθρο του όπως δημοσιεύθηκε από το neakriti.gr:
«….. Του Νεοζηλανδού ιστορικού-ερευνητή David Filer
Η Μάχη της Κρήτης, η οποία έλαβε χώρα το Μάιο-Ιούνιο του 1941, παραμένει ένα σημαντικό γεγονός στην ιστορία της Νέας Ζηλανδίας. Οι Νεοζηλανδοί στρατιώτες έπαιξαν ένα καθοριστικό ρόλο στον αγώνα αυτό και οι απώλειές τους ανήλθαν σε πάνω από 3.800 νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους πολέμου, αριθμός που αποτελεί ένα αρκετά υψηλό ποσοστό για μια τόσο μικρή χώρα. Οι διοικητές των Kiwi πήραν αποφάσεις-κλειδιά κατά τη διάρκεια της μάχης, αποφάσεις οι οποίες οδήγησαν απευθείας στην ήττα των συμμάχων. Παρ’ όλα αυτά οι συγκεκριμένοι διοικητές και οι αποφάσεις τους παραμένουν ως και σήμερα αντικείμενο συζητήσεως.
Το άρθρο του Heinz Richter σχετικά με τη Μάχη έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον του ακροατηρίου της Νέας Ζηλανδίας, εξαιτίας του ότι παρουσιάζει μια σχετικά άγνωστη γερμανική οπτική γωνία. Ο Richter μάς παρέχει μια χρήσιμη ανάλυση σχετικά με τα προβλήματα που είχαν οι Γερμανοί συλλέγοντας τη δύναμη εισβολής τους, στην αναγνωριστική επιχείρησή τους πάνω από την Κρήτη, στην τήρηση του προγράμματος αερομεταγωγών, καθώς και στην ημερομηνία της επίθεσης.
Όλα αυτά τα ζητήματα αύξησαν την πιθανότητα μιας γερμανικής ήττας. Περαιτέρω, η ερμηνεία του σχετικά με τη λήψη αποφάσεων από τους Γερμανούς διοικητές της Αθήνας και της Κρήτης μάς δίνει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε καλύτερα τα σχέδια της εισβολής και την πορεία της Μάχης. Ο Richter καταδεικνύει ότι οι γερμανικές “τακτικές τύπου αποστολών” φανερώνουν ότι οι αξιωματικοί τους στην Κρήτη υπερτερούσαν των Συμμάχων, στο να παίρνουν άμεσα αποφάσεις πάνω στην κορύφωση της Μάχης, χωρίς να περιμένουν οδηγίες άνωθεν.
Ο Richter προσθέτει στην ελλιπή γνώση των Νεοζηλανδών, το ρόλο των ελληνικών δυνάμεων σ’ αυτή τη Μάχη, που ήταν “κάπως παραγκωνισμένος”. Επίσης δείχνει ότι οι Έλληνες χωροφύλακες και οι άλλες ελληνικές δυνάμεις έπαιξαν πιο σημαντικό ρόλο σ’ αυτή τη Μάχη, απ’ αυτό που έχει αναγνωριστεί από τους Νεοζηλανδούς ιστορικούς».
Τα ντοκουμέντα
«Παρ’ όλα αυτά είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχει ελέγξει τα επίσημα ντοκουμέντα της Νέας Ζηλανδίας σχετικά με τη Μάχη, τα οποία βρίσκονται στα Αρχεία της χώρας. Εξαιτίας αυτού στηρίχτηκε πάνω στις ερμηνείες Βρετανών συγγραφέων (κυρίως του διαπρεπούς ιστορικού Antony Beevor) σχετικά με τις αποφάσεις που πήραν οι διοικητές των Kiwi στην Κρήτη. Τα ντοκουμέντα της Νέας Ζηλανδίας δείχνουν ότι σε αρκετά σημεία αυτές οι απόψεις του (του Richter) είναι λανθασμένες.
Ο Richter (ο Beevor και άλλοι) παρουσιάζονται να μην κατανοούν το γεγονός ότι το σχέδιο άμυνας του στρατηγού Freyberg βασίστηκε σε μια άμεση αντεπίθεση, έτσι ώστε να μην αφήσει τις γερμανικές δυνάμεις να κερδίσουν καθόλου έδαφος.
Αυτή η πολιτική εφαρμόστηκε επιτυχημένα στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο, στην παραλία της Σούδας και στα Χανιά. Όμως αυτή η τακτική δεν εφαρμόστηκε στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, επειδή ο Νεοζηλανδός υποστράτηγος ήταν σχεδόν σίγουρος ότι θα είχε μια ανάλογη επίθεση οβίδων από τη θάλασσα με αυτή που έζησε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μία αντεπίθεση στο Μάλεμε την πρώτη ημέρα θα μπορούσε να είχε οδηγήσει στην ήττα τις ήδη εξουθενωμένες γερμανικές δυνάμεις δυτικά του αεροδρομίου, όπως αναγνώρισε ο στρατηγός Student μετά τον πόλεμο. Μια τέτοιου είδους επιτυχία θα είχε οδηγήσει τα συμμαχικά στρατεύματα στη νίκη ολόκληρης της Μάχης.
Ούτε όμως ο Richter αντιλαμβάνεται ότι ο Freyberg, ενώ ήταν απασχολημένος με μια πιθανή θαλάσσια απόβαση, γνώριζε επίσης ότι κύρια απειλή θα προερχόταν από τις αεροπορικές δυνάμεις, με σκοπό την κατάκτηση ενός αεροδρομίου. Οι πληροφορίες που είχε από το Επιτελείο του σχετικά με τη γερμανική επίθεση, οι οποίες γνωστοποιήθηκαν στους Γενικούς Διοικητές τη 12η Μαΐου, δήλωναν ότι “το όλο σχέδιο στηριζόταν στην κατάκτηση των αεροδρομίων και ότι οι θαλάσσιοι χώροι ήταν δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με τα αεροδρόμια”.
Ο Richter επίσης λέει ότι το μοναδικό μέρος που θα μπορούσαν να κατακτήσουν οι αλεξιπτωτιστές ήταν το αεροδρόμιο του Μάλεμε, όταν επί της ουσίας είχαν φτάσει κοντά στην κατάκτηση του αεροδρομίου Ρεθύμνης και αυτό απετράπη μόνο μετά από μια σειρά από αποφασιστικές αντεπιθέσεις Αυστραλών και Ελλήνων αμυνομένων.
Ο Richter επαναλαμβάνει παλαιότερες κριτικές πάνω στον Freyberg, εξαιτίας του ότι κρατούσε τις συμμαχικές δυνάμεις σε αμυντική στάση στα παράλια, παρά στο να τις οδηγήσει σε μια αντεπίθεση στο Μάλεμε τη δεύτερη νύχτα της Μάχης. Όμως δύο γερμανικά φλοτίλες (πλοία) πλησίασαν στην Κρήτη εκείνη τη νύχτα και αν δεν είχαν αναχαιτιστεί από το Βασιλικό Ναυτικό, οι σύμμαχοι θα έπρεπε να τις αντιμετωπίσουν μόνο αφού θα είχαν φτάσει στην ακτή. Ευτυχώς για τους αμυνόμενους, το Βασιλικό Ναυτικό έκανε τη δουλειά του, αλλά ο Freyberg δεν μπορούσε να είναι σίγουρος γι’ αυτό εκ των προτέρων».
Αμφιλεγόμενες απόψεις για τα εγκλήματα πολέμου
«Οι αμφιλεγόμενες απόψεις του Richter σχετικά με τα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τη Μάχη τοποθετούν σε δεύτερη μοίρα όλες αυτές τις συζητήσεις στρατιωτικής ιστορίας που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ο Richter αναφέρει μόνο δύο πράξεις βίαιης επίθεσης Γερμανών αλεξιπτωτιστών και στρατιωτικών απέναντι σε Κρητικούς αμάχους, τη στιγμή που τουλάχιστον 9 χωριά υπέφεραν από επιχειρήσεις στρατιωτικών αντιποίνων, μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου 1941, οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα την εκτέλεση εκατοντάδων Κρητικών.
Ο ίδιος αρνείται επίσης να αναγνωρίσει ότι μερικές από αυτές τις θηριωδίες υπήρξαν αποτέλεσμα απευθείας διαταγής του στρατηγού Student, την 31η Μαΐου, ως μια σκληρή απάντηση αντιποίνων ενάντια στον ντόπιο πληθυσμό που πολέμησε τους εισβολείς.
Ο Richter προσπαθεί να αθωώσει τον Student, αναφέροντας κατά πρώτον τη στήριξη που του παρείχε ένας αξιωματικός των Kiwi στη δίκη που προσήχθη (ο Student) για τα εγκλήματα πολέμου, και κατά δεύτερον εξαιτίας των φιλικών σχέσεων που δημιουργήθηκαν αργότερα μεταξύ του Συλλόγου Νεοζηλανδών βετεράνων της Κρήτης και του Συνδέσμου Βετεράνων Αλεξιπτωτιστών (Γερμανών).
Είναι μάλλον όμως αδύνατον κάτι από τα παραπάνω να είχε συμβεί αν οι Kiwi (Νεοζηλανδοί) γνώριζαν τα αντίποινα που διέταξε ο Student στην Κρήτη και τις μεταγενέστερες θηριωδίες που διαπράχθηκαν από ορισμένους αλεξιπτωτιστές.
Ο Richter επίσης δηλώνει βασιζόμενος σε αναφορές Γερμανών στρατιωτικών μετά τη Μάχη, “ότι οι Μάορι δεν ακολουθούσαν πάντα τους κανόνες του πολέμου κατά τη διάρκεια της Μάχης”. Είναι αλήθεια ότι στη Μάχη της Κρήτης οι Νεοζηλανδοί στρατιώτες συμμετείχαν σε μάχες σώμα με σώμα στην Κρήτη και σε επιθέσεις με ξιφολόγχη όσο σε καμία άλλη μάχη κατά τη διάρκεια του πολέμου. Από την ίδια τη φύση τους τέτοιες πράξεις είναι βίαιες και χωρίς οίκτο. Για παράδειγμα στη Μάχη “στον 42ο δρόμο”, στις 27 Μαΐου, οι Μάορι (και άλλοι Νεοζηλανδοί και Αυστραλοί στρατιώτες) σκότωσαν αρκετούς Γερμανούς που προσπαθούσαν να δραπετεύσουν ή να βρουν καταφύγιο από μια επίθεση με ξιφολόγχες. Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει κανένας λόγος στο να θεωρήσουμε ότι αυτά ή άλλα τέτοιου είδους γεγονότα εμπλέκονται με εκούσια εγκλήματα πολέμου και δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο από τη μεριά της Νέας Ζηλανδίας που να συνηγορεί ότι οι στρατιώτες Μάορι στην Κρήτη δεν τήρησαν τους κανόνες του πολέμου».