Οι Ηνωμένες Πολιτείες έριξαν ατομικές βόμβες στις ιαπωνικές πόλεις Χιροσίμα και Ναγκασάκι τον Αύγουστο του 1945 για να επιταχύνουν τον τερματισμό του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου στον Ειρηνικό.
Αν και ήταν η πρώτη και μοναδική μέχρι σήμερα πρακτική χρησιμοποίησης παρόμοιων όπλων «μαζικής καταστροφής», το ατομικό μανιτάρι εξακολουθεί από τότε να κρέμεται πάνω από κάθε στρατιωτική και διπλωματική πολιτική.
Λιγότερο από πέντε μήνες μετά την αιφνιδιαστική επίθεση κατά του Περλ Χάρμπορ, οι Αμερικανοί έκαναν μια αεροπορική επιδρομή εναντίον του Τόκιο με βομβαρδιστικά από αεροπλανοφόρα. Αν και η επιχείρηση ήταν καλή για το ηθικό των Αμερικάνων, δεν επέτυχε τίποτε περισσότερο από το να δείξει στους Ιάπωνες οτι οι ακτές τους δεν ήταν άτρωτες. Αργότερα, στη διάρκεια του πολέμου, τα βομβαρδιστικά των Ηνωμένων Πολιτειών μπόρεσαν να επιτεθούν στα ιαπωνικά νησιά απο βάσεις στην Κίνα. αλλά μονό στα τέλη του 1944 κατάφεραν να εξαπολύσουν οργανωμένες αεροπορικές επιθέσεις.
Λόγω της μεγάλης απόστασης από την Ιαπωνία, τα αμερικανικά βομβαρδιστικά δεν μπορούσαν να φθάσουν στους στόχους τους και να επανέλθουν με ασφάλεια στις φιλικές βάσεις τους στον Ειρηνικό, μέχρι τη στιγμή που κατέλαβαν τα νησιά Βόρειες Μαριάνες. Από τις βάσεις τους εκεί, τα μεγάλου βεληνεκούς υπερφρούρια Β-29 άρχισαν βομβαρδιστικές επιδρομές απο μεγάλο ύψος στις 24 Νοέμβριου 1944.
Στις 9 Μαρτίου 1945, ένα σμήνος απο 234 Β-29 κατεβηκε στα 2.100 μέτρα και έριξε 1.667 τόνους εμπρηστικών βομβών στο Τόκιο. Οταν κατασβέστηκε τελικά η φωτιά, μια έκταση γης 16 τεταγωνικών μιλίων που περιλάμβανε 250.000 σπίτια είχε γίνει στάχτη και περισσότεροι απο 80.000 Ιάπωνες, κυρίως πολίτες, ήταν νεκροί. Μόνο ο συμμαχικός βομβαρδισμός της Δρέσδης στη Γερμανία πριν απο έναν μήνα όπου σκοτώθηκαν 135.000 άτομα, ήταν καταστρεπτικότερος από την επίθεση εναντίον του Τόκιο.
Τόσο το Τόκιο όσο και η Δρέσδη ήταν κυρίως πολιτικοί παρά στρατιωτικοί στόχοι. Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι διεθνείς νομοί θεωρούσαν παράνομους και βάρβαρους τους βομβαρδισμούς αμάχων. Ωστόσο, μετά απο αρκετά χρόνια εχθροπραξιών, ούτε οι Σύμμαχοι ούτε ο ΄Αξων έκαναν διακρίσεις μεταξύ στρατιωτικών και πολιτικών αεροπορικών στόχων. Είναι πραγματικά οξύμωρο το γεγονός ότι ενώ ένας πιλότος μπορούσε να ρίξει τόνους εκρηκτικών και βομβών πάνω σε άμαχες πόλεις, ένας στρατιώτης συνήθως αντιμετώπιζε το στρατοδικείο για πολύ μικρότερη κακομεταχείριση αμάχων.
Παρά τις αεροπορικές επιδρομές και τις πληττόμενες περιοχές τους έξω από τα νησιά τους, οι Ιάπωνες συνέχισαν τον πόλεμο. Ο στρατιωτικός κώδικας τους δεν επέτρεπε την παράδοση και τόσο οι στρατιώτες όσο και οι πολίτες, συνήθως προτιμούσαν την αυτοκτονία αντί της παράδοσης. Τον Ιούλιο του 1945 οι Αμερικανοί έκαναν πάνω από 1.200 βομβαρδιστικές επιθέσεις κάθε ε βδομάδα εναντίον της Ιαπωνίας. Σε αυτούς τους βομβαρδισμούς σκοτώθηκαν περισσότεροι από 250.000 άνθρωποι και άλλοι 9.000.000 έμειναν άστεγοι. Όμως οι Ιάπωνες δεν έδειχναν καμιά διάθεση για παράδοση καθώς οι Αμερικανοί ετοιμάζονταν για εισβολή στα νησιά τους.
Ενώ συνεχίζονταν οι αεροπορικές επιθέσεις και τα σχέδια για χερσαία εισβολή στον Ειρηνικό, ένα άκρως απόρρητο σχέδιο ετοιμαζόταν πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις 16 Ιουλίου 1945 το Εργαστήριο Τεχνολογίας του Μανχάταν πραγματοποίησε την πρώτη επιτυχημένη ατομική έκρηξη της ιστορίας. Οταν πληροφορήθηκε το γεγονός, ο πρόεδρος Τρούμαν έγραψε στο ημερολόγιο του: «Φαίνεται ότι είναι το φρικτότερο πράγμα που εφευρέθηκε ποτέ. αλλά μπορεί να γίνει το χρησιμότερο».
Ο Τρούμαν κατάλαβε άτι το «φρικτότερο πράγμα» μπορούσε να συντομεύει τον πόλεμο και να αποτρέψει ένα εκατομμύριο ανθρώπινες συμμαχικές απώλειες και αμέτρητους ιαπωνικούς θανάτους που θα προκαλούνταν απο μια χερσαία εισβολή στην Ιαπωνία. Στις 27 Ιουλίου οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν τελεσίγραφο: παραδοθείτε, διαφορετικά θα χρησιμοποιήσουμε ένα «υπερ’οπλο». Η Ιαπωνία αρνήθηκε.
Τις πρωινές ώρες της 6ης Αυγούστου 1945, ένα Β-29 με όνομα Ενόλα Γκέϊ και πιλότο τον αντισμήναρχο Πολ Τίμπετς απογειώθηκε από το νησί Τίνιαν των Μαριανων. Μετέφερε μια μόνο ατομική βόμβα βάρους 3,5 τόνων με καταστρεπτική ισχύ 12.5 χιλιάδων τόνων ΤΝΤ. Ο Γίμπετς οδήγησε το αεροπλάνο του προς τη Χιροσίμα, η οποία είχε επιλεγεί ως κύριος στόχος λόγω των στρατιωτικών βάσεων και των βιομηχανικών περιοχών της. Αλλωστε, δεν είχε υποστεί σημαντικούς βομβαρδισμούς μέχρι τότε και συνεπώς θα πρόσφερε ακριβή εκτίμηση για την καταστρεπτική ισχύ της βόμβας.
Στις 8 :15 π.μ. το Ενόλα Γκέι έριξε τη βόμβα που ονομαζόταν Little Boy (Αγοράκι). Λίγο αργότερα ο Τίμπετς παρατήρησε: «Ένα ζωηρό φως πλημμύρισε το αεροπλάνο. Στραφήκαμε και κοιτάξαμε τη Χιροσίμα. H πόλη ήταν κρυμμένη πίσω από ένα φοβερό νέφος… που υψωνόταν στην ατμόσφαιρα σαν μανιτάρι». Η άμεση επίπτωση ήταν ο θάνατος τουλάχιστον 70.000 κατοίκων της Χιροσίμα. Ορισμένοι υπολογισμοί αναφέρουν ότι ο αριθμός ήταν τριπλάσιος, αλλά ακριβείς εκτιμήσεις είναι αδύνατες επειδή η έκρηξη κατέστρεψε όλα τα αρχεία της πόλης.
Ο Γρούμαν ξαναζήτησε την παράδοση της Ιαπωνίας. Μετά από τρεις ημέρες χωρίς απάντηση, άλλο ένα Β-29 απογειώθηκε από το νησί Τίνιαν με μία α κόμη μεγαλύτερη ατομική βόμβα στο κύτος του. Όταν το πλήρωμα διαπίστωσε ότι το Κοκούρα, που αποτελούσε τον αρχικό στόχο, ήταν καλυμμένο με σύννεφα, στράφηκε προς τον δεύτερο στόχο, το Ναγκασάκι. Στις 11:02 π.μ. της 9ης Αυγούστου έριξαν την ατομική βόμβα που ονομαζόταν Ραΐ Μαη (Χοντρός), η οποία κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης και σκότωσε πάνω απο 6Ο.ΟΟΟ κατοίκους της.
Οι παραδοσιακές βομβαρδιστικές επιδρομές συνεχίστηκαν επίσης εναντίον άλλων πόλεων στις 9 Αυγούστου και μετά από πέντε ημέρες 800 Β-29 σάρωσαν ολόκληρη την Ιαπωνία. Τελικά, στις 15 Αυγούστου οι Ιάπωνες δέχτηκαν να παραδοθούν άνευ όσων. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει.
Πολλές συζητήσεις έγιναν μετά τους ατομικούς βομβαρδισμούς. Ενώ ορισμένα στοιχεία δείχνουν ότι οι Ιάπωνες σκέφτονταν να παραδοθούν, πολύ περισσότερες πληροφορίες οδηγούν στην αντίθετη περίπτωση. Προφανώς οι Ιάπωνες σχεδίαζαν να εκπαιδεύσουν πολίτες στη χρήση όπλων και λογχών για ενίσχυση των στρατιωτικών δυναμεων που θα αντιστέκονταν στη χερσαία εισβολή. Οι πολέμιοι των ατομικών βομβαρδισμών αγνοούν οτι οι παραδοσιακές βόμβες που έπεσαν στο Τόκιο και στη Δρέσδη προκάλεσαν πολύ περισσότερες απώλειες. Ορισμένοι ιστορικοί αναφέρουν επίσης ότι οι απώλειες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι ήταν πολΰ λιγότερες από τις αναμενόμενες ιαπωνικές απώλειες μετά από μια εισβολή και τους συνεχιζόμενους παραδοσιακούς βομβαρδισμούς.
Οπως και να έχει το πράγμα, δεν υπάρχει αμφιβολία άτι η ρίψη των ατομικών βομβών στην Ιαπωνία συντόμευσε τον πόλεμο. Τα χτυπήματα εναντίον της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι είναι οι μοναδικές αεροπορικές επιδρομές που επηρέασαν ευθέως το αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης. Ο αεροπορικός πόλεμος τόσο πριν όσο και μετά, συμπληρώνει απλώς τις χερσαίες επιχειρήσεις. Οπως αποδείχτηκε από τους πρόσφατους ατελέσφορους συμμαχικούς βομβαρδισμούς του Ιράκ στην Επιχείρηση θύελλα της Ερήμου και στη Βοσνία, οι αεροπορικές επιδρομές μπορούν να βασανίσουν και να κάνουν δύσκολη τη ζωή του άμαχου πληθυσμού, αλλά οι μάχες και οι πόλεμοι κρίνονται από χερσαίες δυνάμεις.
Πέρα από τη συντόμευση του πολέμου με την Ιαπωνία, η ανάπτυξη και η χρησιμοποίηση της ατομικής βόμβας πρόσφερε στις Ηνωμένες Πολιτείες ασύ γκριτη στρατιωτική υπεροπλία – τουλάχιστον για λίγο, μέχρις ότου η Σοβιετική Ένωση δοκίμασε με επιτυχία τη δική της ατομική βόμβα. Οι δυο υπερδυνάμεις άρχισαν τότε ανταγωνιστικές προσπάθειες για πυρηνικό εξοπλισμό που έφεραν τον κόσμο στα πρόθυρα της καταστροφής. Μόνο κάποιες δοκιμαστικές συνθήκες και η απειλή της αμοιβαίας ολικής καταστροφής περιόρισαν τη χρήση των ατομικών όπλων, δημιουργώντας την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, οπότε οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ έλυναν τις διαφορές τους με παραδοσιακά μέσα.
Από το βιβλίο του Michael Lee Lanning ,οι “100 μεγαλύτερες μάχες όλων των εποχών”-Εκδόσεις Ενάλιος