Στην ελληνική ιστορία, πολλές φορές ο χορός αποδείχτηκε κομμάτι της εμψύχωσης, της νίκης ή της θυσίας. Άλλωστε, πολλοί από τους χορούς του ελλαδικού χώρου, δεν είναι τίποτα άλλο παρά αναπαράσταση της μάχης σώμα με σώμα.
Προφανώς ο περίφημος χορός του Ζαλόγγου είναι ο πιο διάσημος ελληνικός χορός που έχει συνδεθεί με την θυσία, όμως προσωπικά πιστεύω ότι ο πιο υπερβατικός ήταν αυτός του Οδυσσέα Ανδρούτσου πριν από το χάνι της Γραβιάς.
Είχε όλα τα στοιχεία και της ζωής και της ανδρείας και της έσχατης θυσίας. Επισκιάστηκε βέβαια από την ίδια τη μάχη της Γραβιάς, όμως επρόκειτο για μια κορυφαία στιγμή της ελληνικής ιστορίας.
Για να θυμηθούμε τα γεγονότα. Ο Ομέρ Βρυώνης, στρατηγός των Τούρκων πέρασε με το στράτευμα του από την Αλαμάνα, σκότωσε τον Αθανάσιο Διάκο που προσπάθησε να τον σταματήσει σε μια ξύλινη γέφυρα του Σπερχειού δίπλα στις Θερμοπύλες και ξεχύθηκε προς νότο με προορισμό τα επαναστατημένα Σάλωνα, την Άμφισσα δηλαδή.
Ο Ομέρ Βρυώνης είχε μαζί του 8.000 πεζούς στρατιώτες, Τουρκαλβανούς κατά πλειοψηφία και 1.000 καβαλάρηδες. Κανένα από τα μικρά ελληνικά επαναστατικά σώματα της περιοχής δεν ήταν ικανό να αντιμετωπίσει τέτοιο στράτευμα.
Ο Ανδρούτσος, ο Δυοβουνιώτης κι ο Πανουριάς μαζί, είχαν δεν είχαν 400 νοματαίους. Το στενό της Γραβιάς ήταν το μοναδικό πέρασμα προς τα Σάλωνα. Στη μια του άκρη υπήρχε ένα δίπατο πλινθόκτιστο χάνι με περίβολο, στο οποίο ξαπόσταιναν οι αγωγιάτες.
Το κτίσμα ήταν μεν γελοίο από οχυρωματική άποψη, έλεγχε όμως το πέρασμα. Εκεί μέσα πρότεινε ο Ανδρούτσος να κλειστούν και να πολεμήσουν. Ο Πανουριάς κι ο Δυοβουνιώτης τον θεώρησαν τρελό.
Το χάνι ήταν τόσο σαθρό που με την πρώτη έφοδο, οι Τουρκαλβανοί θα το έκαναν σκόνη και θα περνούσαν από πάνω του. Το ηθικό των ανδρών και των αρχηγών ήταν τόσο πεσμένο που ουσιαστικά θεωρούσαν τον Ομέρ Βρυώνη ανίκητο.
Αφού 1.500 δεν μπόρεσαν να τον σταματήσουν στην Αλαμάνα, θα τον σταματούσαν τώρα λίγοι άνδρες ταμπουρωμένοι πίσω όχι από κανονικό φρούριο αλλά ένα πρόχειρο κτίσμα;
Τότε λειτούργησε ο χορός. Σηκώθηκε πάνω ο Οδυσσέας, έβγαλε το άσπρο μαντήλι του απ’ το σελάχι, το ανέμισε στον αέρα και φώναξε: Όποιος θέλει να ‘ρθει μαζί μου, να πιαστεί στον χορό.
Άρχισε να τραγουδά το «κάτου στου βάλτου τα χωριά, στα πέντε βιλαέτια» κι έσυρε τον τσάμικο γύρω από τη μεγάλη βελανιδιά της αυλής. Και τότε έγινε το θαύμα. Ένα-ένα τα παλικάρια, ξεπερνώντας τον φόβο και τις εκτιμήσεις ακόμα και των αρχηγών τους, σηκώνονταν κι έπιαναν τον χορό.
Στην πραγματικότητα ήταν μια απόφαση αυτοκτονίας, καθώς το χάνι δεν είχε πλάτη σε βουνό ή σε πέρασμα. Όποιοι έμπαιναν εκεί μέσα θα ήταν περικυκλωμένοι.
Ίσως ήταν το φιλότιμο, η ντροπή, η ξαφνική έκρηξη των συναισθημάτων και του πατριωτισμού, η έξαψη του χορού που δεν επέτρεπε σε κανέναν να μείνει απ’ έξω, πάντως σε λίγη ώρα δεκάδες άνδρες είχαν πιάσει να τραγουδούν και να χορεύουν γύρω απ’ τη βελανιδιά.
Οι δυο άλλοι οπλαρχηγοί, λογικά σκεπτόμενοι, δεν το τόλμησαν. Τα παλικάρια τους το έκαναν. Στους 108, ο Ανδρούτσος σταμάτησε τον χορό, το χάνι δεν χωρούσε άλλους.
Την επόμενη μιάμιση μέρα αντιμετώπισαν επτά γιουρούσια των Τούρκων. Το χάνι δεν έπεσε. Γύρω του έγινε πραγματική σφαγή. Όταν την επομένη τη νύχτα έριξαν έναν τοίχο και πέρασαν ανάμεσα απ’ τους κοιμισμένους Τούρκους διότι το πρωί θα έφταναν κανόνια, μετρήθηκαν και έκπληκτοι είδαν ότι ήταν 102. Έξι μόνο είχαν χαθεί.
Λέω έκπληκτοι, διότι όταν οι Τούρκοι έκαναν κι αυτοί την καταμέτρηση τους, βρήκαν τριακόσιους νεκρούς και 800 τραυματίες. Και το βασικότερο. Ο Ομέρ Βρυώνης δεν προχώρησε.
Σου λέει, αν εκατό νοματαίοι μου έκαναν τέτοια ζημιά, τι θα πάθω αν συναντήσω δυο χιλιάδες; Τι χορός λοιπόν κι εκείνος, ε; Και τι εύνοια της ιστορίας ήταν για κείνους που τον χόρεψαν.
Πηγή: Newsit.gr