Είναι δύσκολο να ορίσουμε επακριβώς τι είναι «έθνος»· σύμφωνα με τα λεξικά, ως έθνος ορίζεται ένα σύνολο ανθρώπων που διακρίνεται και θέλει να διακρίνεται ως τέτοιο με βάση μια μακρόχρονη συνοίκηση στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, μια κοινή ιστορική και πολιτιστική εξέλιξη, μια (υποθετική ή πραγματική) φυλετική ομοιογένεια.
Για τις ανάγκες του κειμένου, ας θεωρήσουμε ως έθνος μια «δέσμη», ένα σύνολο από «ταυτότητες». Κάπως γενικά, μπορούμε να πούμε πως οι Ρωμιοί, οι Γραικοί, μιλούσαν ελληνικά, (γλωσσική ταυτότητα) ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, (θρησκευτική ταυτότητα), πιθανότατα ήταν απόγονοι Ελλήνων Ρωμιών (φυλετική ταυτότητα), είχαν διακριτό πολιτισμό στην καθημερινή ζωή, ενδεχομένως ελληνική παιδεία, συνήθειες και ήθη (πολιτιστική ταυτότητα) και άλλα πολλά που αποτελούν αυτό που λέγεται ιστορική παρουσία ενός λαού στον χώρο και τον χρόνο.
Φυσικά, οποιαδήποτε ταυτότητα προϋποθέτει τη διαφορά: τέσσερις αιώνες οθωμανικής κατάκτησης δεν στάθηκαν αρκετοί για να γεφυρώσουν το πολιτισμικό χάσμα ανάμεσα στους Έλληνες Ρωμιούς και τους Τούρκους. Οι ανώτερες τάξεις «τούρκευαν» βεβαίως και «φράγκευαν» κατά συρροή, ο απλός λαός όμως, συχνά, αντιστάθηκε μέχρις εσχάτων στους εξισλαμισμούς. Το ρωμέικο έθνος κουβαλούσε στην πλάτη του την αρχαία Ελλάδα και χίλια χρόνια βυζαντινής αυτοκρατορίας: οι Τούρκοι παρέμειναν πάντα βάρβαροι κατακτητές. (Πολλά οφείλουν βεβαίως οι Οθωμανοί στους κυριολεκτικά αδίστακτους και πανούργους Έλληνες αξιωματούχους που καταλάμβαναν ανώτατα αξιώματα, καθώς και στον «αλλόφυλο» στρατό των γενιτσάρων – αυτά όμως είναι άλλη ιστορία).
Αναμφίβολα, μια εθνική και κοινωνική Επανάσταση αλλάζει ριζικά τις ζωές, το φρόνημα και τις συνειδήσεις των ανθρώπων και πολλοί ένιωσαν «εθνικά» Έλληνες ή Ρωμιοί μετά τον Αγώνα ή κατά τη διάρκειά του. Είναι άλλο πράγμα όμως να υπονοείς ότι περίπου ελληνικό έθνος δεν υπήρχε (το κράτος φτιάχνει το έθνος) και δημιουργήθηκε λόγω του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, και απ” τους λεγόμενους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, στη συνέχεια· κατά την εκτίμησή μου, υπήρχε, για αιώνες ολόκληρους, λαός ελληνικός με συνείδηση εθνική, ρωμέικη, κι αυτός μπόρεσε κι έκανε την Επανάσταση, όπως την έκανε.
Η πραγματική σύγχυση μεταξύ θρησκείας κι εθνικότητας, ασφαλώς δεν μπορεί να μάς οδηγήσει σε συμπεράσματα περί ανύπαρκτου έθνους: δεν ένιωθαν όλοι οι Ορθόδοξοι τον εαυτό τους ως Έλληνα, (όποιο περιεχόμενο κι αν δώσουμε στην έννοια), υπήρχαν όμως εκατομμύρια Χριστιανοί που αυτοπροσδιορίζονταν ως Γραικοί, Ρωμιοί ή Έλληνες. Η σύγκριση με την Αμερικάνικη Επανάσταση είναι τουλάχιστον ατυχής: το αμερικάνικο έθνος, ετερόκλητο κι ετερογενές όσο κανένα άλλο στην ιστορία, δημιουργείται ταυτόχρονα σχεδόν με το κράτος· συμβαίνει εδώ δηλαδή αυτό που κάπως σχηματικά λέγεται, το κράτος να δημιουργεί το έθνος.
Ένας απ” τους πιο αυστηρούς ιστορικούς της Επανάστασης του 1821, ο φιλέλληνας Γεώργιος Φίνλεϊ, γράφει: «Ιερείς και Έλληνες διδάσκαλοι μετέδωκαν την γλώσσαν και τας ιδέας των εις το μεγαλείτερον μέρος των ευπαιδεύτων τάξεων μεταξύ του χριστιανικού πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Κατέστησαν ούτω οι αντιπρόσωποι της Ανατολικής Χριστιανοσύνης, και έταξαν εαυτούς προέχοντας αντιπάλους προς τους κατακτητάς των, τους Οθωμανούς Τούρκους. οίτινες επέδραμον την Ευρώπην ως απόστολοι της θρησκείας του Μωάμεθ. Οι Έλληνες, καθ’ όλον τον χρόνον της υποταγής των εις τον ζυγόν ξένου έθνους και εχθρικής θρησκείας, ουδέποτε ελησμόνησαν ότι η γη την οποίαν κατώκουν ήτο γη των πατέρων των και ο ανταγωνισμός των προς τους αλλοφύλους δέσποτας, κατά την ώραν και της ευτελεστάτης δουλείας των, ήτο οιωνός προαναγγέλλων ότι η αντίστασίς των έμελλε ν’ απολήξη εις καταστροφήν ή εις απελευθέρωση.»
Οπωσδήποτε, δεν υπήρχε αμερικανισμός, πριν την Αμερικάνικη Επανάσταση, είναι όμως ιστορικός παραλογισμός να πούμε ότι δεν υπήρχε ελληνισμός πριν το 1821. Με άλλα λόγια, είναι αδύνατον να παλεύει ένας λαός για την εθνική ανεξαρτησία του, αν δεν υπάρχει ως έθνος. Οι άνθρωποι δεν αγωνίζονται γενικώς ενάντια στην τυραννία, επαναστατούν έχοντας ταυτότητα, σε σύγκρουση με την ταυτότητα του άλλου -αλλιώς δεν έχουμε αγώνα.
Το γεγονός ότι οι επαναστάτες στράφηκαν, «ταξικά», κι ενάντια στους ντόπιους κοτσαμπάσηδες, που συχνά ήταν πιο καταπιεστικοί από τους Τούρκους πασάδες, δεν αναιρεί φυσικά τα εθνικά χαρακτηριστικά της Επανάστασης. Ούτε η ανώτερη κοινωνική και οικονομική θέση πολλών Ελλήνων τούς μετατρέπει αυτόματα σε Τουρκολάτρες ή προδότες, επειδή τα συμφέροντα τους, συχνά ταυτίζονταν μ” εκείνα του κατακτητή: η Επανάσταση στο Μοριά στηρίχτηκε συνειδητά κι από πολλούς προκρίτους, οι οποίοι δεν σύρθηκαν απλώς στον Αγώνα, όπως πολλές φορές γράφεται.
Η γενική φτώχεια και η κατάσταση του απλού λαού δεν επέτρεπαν να ξεκινήσει οποιοσδήποτε μορφή ένοπλης σύγκρουσης χωρίς τη, μερική έστω, συμμετοχή ντόπιων ισχυρών Ελλήνων. Το οθωμανικό καθεστώς ακόμα διέθετε ισχυρό στρατό και οι μνήμες από τις προηγούμενες σφαγές ήταν πολύ νωπές. Σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες, ο Μοριάς κινδύνεψε πραγματικά με μαζικό εξανδραποδισμό των Ελλήνων και Χριστιανών κατοίκων του, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του Ιμπραήμ -εξ ου και το σκληρό αλλά επιβεβλημένο σύνθημα που έριξε ο Κολοκοτρώνης: Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους! Δεν ήταν απλό πράγμα μια εξέγερση και κάθε περίπτωση πρέπει να κρίνεται ξεχωριστά.
Νομίζω τα προηγούμενα είναι αρκετά, για να φανεί ότι οι Έλληνες, ως έθνος υπό ξένη κατοχή, δεν ξεπήδησαν όπως η Αθηνά απ’ το κεφάλι του Δία. Αναμφίβολα, στοιχεία εθνικής ταυτότητας δεν μπορούν να βρεθούν σε χημικά καθαρή μορφή. Καμιά εθνική ταυτότητα δεν έχει όλα τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε: ο Φίνλεϊ περιγράφει λ.χ. ξεκάθαρα, ακόμα και φυσιογνωμικά, τις φυλετικές διαφορές μεταξύ Ελλήνων, Αλβανών, Βλάχων κλπ. και ταυτόχρονα κάνει λόγο για τη διαχρονική παρουσία ελληνικού «έθνους» και ελληνικής «φυλής»· (για τις επιμειξίες μεταξύ Ορθοδόξων και άλλων πολλών δεν χρειάζεται να γίνει ιδιαίτερος λόγος εδώ: ο αρχαίος Ελληνισμός κι αργότερα η Ρωμιοσύνη εξελλήνισαν πλήθη ανθρώπων μεσογειακής, βαλκανικής και μικρασιατικής καταγωγής, μέσω της θρησκείας, της παιδείας και της γλώσσας, πολλούς αιώνες πριν την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους· αυτό, στην Ελλάδα, μπορεί να το διαπιστώσει κάποιος και με απλές φυσιογνωμικές παρατηρήσεις σ” ένα στρατόπεδο κατάταξης νεοσυλλέκτων.) Στα πρώτα συντάγματα του νεοελληνικού κράτους, ορίζεται σαφώς ότι πολίτες του θα είναι «όσοι πιστεύουσι εις Χριστόν», ενώ η γλώσσα και η καταγωγή δεν αναφέρονται καν ως κριτήρια.
Η διάταξη αυτή, ασφαλώς διευρύνει τον αριθμό των Ελλήνων πολιτών, δεν δημιουργεί όμως ολόκληρο έθνος εκ του μηδενός.
«…Όλοι οι Έλληνες και μάλιστα οι χωρικοί έχουσι μεγαλωτάτην κλίσιν εις τα άρματα. Σχεδόν καθείς από αυτούς έχει δύο και τρία άρματα και είναι αξιοθαύμαστοι κυνηγοί. […] Έχουσι δε και την όρασιν τόσον οξείαν και καθαράν όπου βλέπουσι τη νύχτα περισσότερον απ’ ό,τι βλέπουσιν οι Ακαδημαϊκοί της Κρούσκας την ημέραν»
(«Ελληνική Νομαρχία»)
Ο Φίνλεϊ, πάλι, με βάση και τις εκτιμήσεις του Άγγλου στρατιωτικού Μάρτιν Λικ, υπολογίζει τους Έλληνες σε 3.500.000 εκατομμύρια περίπου: «Όταν oι Έλληνες έλαβον τα όπλα, οι αριθμοί της Ελληνικής και της Τουρκικής φυλής εν Ευρώπη ήσαν, κατά πάσαν πιθανότητα, σχεδόν ίσοι, και υποτίθεται ότι ουδετέρα τούτων υπερέβαινε πολύ τα δύο εκατομμύρια. Ο πληθυσμός της Ηπειρωτικής Ελλάδος, από του Ταινάρου ακρωτηρίου μέχρι του βορειοτάτου ορίου της Ελληνικής γλώσσης υπετίθετο όχι πολύ υπέρ το εκατομμύριον. Εν άλλο εκατομμύριον πρέπει να προστεθή εις τον πληθυσμόν της Κρήτης, των Κυκλάδων, των Ιονίων Νήσων, της Κωνσταντινουπόλεως και των παραθαλασσίων Ελληνικών πόλεων. Εάν προσθέσωμεν εις τούτο τον Ελληνικόν πληθυσμόν της Μικράς Ασίας, των νήσων της Ασιατικής ακτής, της Κύπρου και των Παραδουναβίων Επαρχιών, της Ρωσίας και άλλων χωρών, το όλον του πληθυσμού της Ελληνικής φυλής δεν δύναται να υπολογισθή εις πλέον των τριών και ημίσεως εκατομμυρίων.» (1)
Κι αλλού: «Η δύναμις της Ελληνικής φυλής εκείτο εις τας αρχαίας κοιτίδας της Ελληνικής ελευθερίας. Εις την Πελοπόννησον, εις την Στερεάν Ελλάδα και εις τας νήσους, όχι μόνον απετέλουν την πλειονότητα του πληθυσμού, άλλα και κατείχον δημοτικήν τινα εξουσία, και μέγα μέρος της καλλιεργησίμου εγγείου ιδιοκτησίας. Προσέτι εις την Νοτίαν Ήπειρον και εις την Χαλκιδικήν της Μακεδονίας απετέλουν την πλειονότητα του γεωργικού πληθυσμού.» (1)
Παρά τα όσα λέγονται και γράφονται για την δήθεν καθολική συμμετοχή των Γραικών της εποχής στον επαναστατικό αγώνα, η αλήθεια είναι, ότι χιλιάδες πλούσιοι και ισχυροί Έλληνες όχι μόνο δεν συμμετείχαν στην Επανάσταση, αλλά συνέχισαν να πλουτίζουν κατά τη διάρκειά της, ως έμποροι κι αξιωματούχοι του Οθωμανικού κράτους. Λόγου χάρη, είναι βέβαιο, πως με τις μεγάλες περιουσίες που κατείχαν οι Έλληνες των παροικιών μπορούσαν να εξοπλιστούν στρατεύματα ικανά ν” απελευθερώσουν μεγάλο μέρος του Ελλαδικού χώρου, σχετικά εύκολα, ή να σταλούν όπλα και πολεμοφόδια στις εστίες της Επανάστασης. Ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας αναφέρει σχετικά:
«Μὴν στοχάζεσθε λοιπόν, πάλιν σᾶς τὸ ξαναλέγω, ὅτι ἐκτελεῖτε τὸ πρὸς τὴν πατρίδα σας χρέος ὅταν πέμπετε μερικὰ χρήματα τῶν συμπατριώτων σας. Ἡ ἀρετή σας εἶναι καλή, ἀλλ᾿ οἱ Ἕλληνες ἔχουσι χρείαν ἀπὸ τὴν παρουσίαν σας. Μὴν δίδετε κακὸν παράδειγμα καὶ τῶν ἄλλων, δι᾿ ἀγάπην τῆς πατρίδος, καὶ νὰ φθάσητε ὕστερον νὰ ἰδῆτε – ὃ μὴ γένοιτο, Θεέ μου! – τὴν Ἑλλάδα ἔρημον. Ἐνθυμηθῆτε, ὅτι τὸ καλὸν δὲν εἶναι δύσκολον νὰ γίνῃ, ἀλλ᾿ ἡ ἀληθὴς ἀξιότης μόνον διδάσκει νὰ γίνεται καθὼς πρέπει. Αἱ εὐεργεσίαι σας εἶναι ἔργον χρηστότατον, ἀλλὰ τί ἄλλο κάμνουσι, εἰμὴ νὰ παρηγορῶσι μόνον τοὺς δυστυχεῖς Ἕλληνας ὁπωσοῦν, καὶ νὰ τοὺς φυλάττωσιν ὀλίγον ξέμακρα ἀπὸ τὴν ἀπελπισίαν, ἡ ὁποία ἤθελεν σταθῆ ἀληθῶς βιαία, ἀλλὰ ἄφευκτος καὶ βεβαία ὁδὸς τῆς ἐλευθερώσεως τῆς Ἑλλάδος; (3)
Στοχάζεσθε, μήπως καὶ δὲν κερδίσετε εἰς τὴν πατρίδα, ὅσα κερδίζετε μακρὰ ἀπ᾿ αὐτήν; Ἀλλ᾿ ὅσα ἂν κερδίσητε εἰς τί σᾶς ὠφελῶσι, ἂν εἶσθε ὀρφανοὶ ἀπὸ πατρίδα; Μήπως δὲν ἠθέλατε ἀποκτήσει καὶ εἰς τὴν πατρίδα σας τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, ἂν ὄντως ἠθέλατε προσπαθήσει διὰ τὸ καλόν της καὶ διὰ τὸ καλόν σας; Διατί λοιπὸν τόσας ἀποικίας καὶ αἰωνίους ξεχωρισμοὺς ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σας καὶ φίλους σας ;»
Οι ελευθερωτές της Ελλάδας
Ο Γερμανός ιστορικός Κ. Μένδελσων Βαρθόλδη στην «Ιστορία της Ελλ. Επαναστάσεως» σημειώνει:«Ελευθερωταί αυτής [της Ελλάδας] υπήρξαν ουχί σοφοί, ανατραφέντες παρά την εστίαν της κλασσικής αρχαιότητος, αλλ’ άνδρες εξ ακοής μόνον την αρχαιότητα γνωρίσαντες και μόλις μαθόντες ν’ αναγιγνώσκωσι και να γράφωσιν, ουχί φρόνιμοι και εύποροι, αλλ’ άνθρωποι από ευτελούς μόλις εργασίας, από ταριχείας ορτύγων και συλλογής ελαιών αποζώντες -άνδρες ουχί του καλάμου και της θεωρίας…» (2)
Όπως ξέρουμε, δεν υπήρξε πρακτικά σοβαρή υποστήριξη του Αγώνα από τους Έλληνες του εξωτερικού, με χρήματα, άνδρες, όπλα κλπ., τουλάχιστον ανάλογη με τις οικονομικές δυνατότητες: ο βραχίονας της επανάστασης ήταν οι αρματολοί, οι κλέφτες και κυρίως το πλήθος του απλού λαού. Αυτοί σήκωσαν το βαρύ φορτίο του Αγώνα, χωρίς τακτικό στράτευμα, χωρίς ηγέτη και κεντρική εξουσία, χωρίς βόλια και ψωμί, κάποτε μόνο με τα γυμνά σπαθιά τους. Ο ηρωισμός και η καρτερία του απλού λαού έσωσαν την πατρίδα: «Η Ελληνική Επανάστασις δεν παρήγαγεν άνδρα υπερόχου μεγέθους, ούτε πολιτικόν με τιμήν άσπιλον, ούτε στρατιωτικόν με αξίωμα επιβάλλον. Αλλ” η αληθής δόξα της έγκειται εις την αδάμαστον ενεργητικότητα και την ακλόνητον καρτερίαν του πολλού λαού». (1)
Όπως είναι γνωστό, στις μάχες συμμετείχαν ελάχιστοι γραμματισμένοι της εποχής, κι ούτε οι καπεταναίοι ζητούσαν ποτέ τέτοιες δύσκολες και σκληρές υπηρεσίες απ” τους ντελικάτους και φραγκοφορεμένους νεόφερτους. Όλοι σχεδόν οι ηγέτες της Φιλικής, εκτός ίσως απ” τον Χριστόφορο Περραιβό και κάποιους άλλους, δεν ήταν άνδρες του τουφεκιού. Η πατρίδα, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, είχε μεγάλη ανάγκη τους πεπαιδευμένους ομογενείς της. Με το που ξεσπάει η Επανάσταση, τα φιλολογικά μελετήματα φαντάζουν επικίνδυνη πολυτέλεια στα μάτια των καπεταναίων. Από το Άστρος, ο «αγράμματος» οπλαρχηγός τα γράφει χωρίς περιστροφές προς τον Αδαμάντιο Κοραή, που βρισκόταν τότε στο Παρίσι:
«… Αν συγγράψης εις τους ολίγους σου χρόνους τα υψηλότερα πράγματα και η Ελλάς πέση, τις η ωφέλεια; Αν όλοι οι μετά ταύτα αιώνες στεφανώσωσι τους κόπους σου με τους λαμπρότερους επαίνους και η Ελλάς μείνη πάλιν υπό ζυγόν, ποιά δόξα; Αν συ, εις ολίγα λόγια, απαθανατιστής συγγράφων, και η πατρίς παραδοθή εις τας χείρας του αγρίου τυράννου, ή εις την διάκρισιν των ανθρωπίνων παθών, τι εκέρδισας; Η Ελλάς έχει ανάγκην σου και όλων των πεπαιδευμένων ομογενών. Λοιπόν, συμπαραλαβών όσους δυνηθής μαζί σου, ελθέ να συναγωνισθής με τους αδελφούς σου τον δικαιότατον και νομιμώτατον παρ’ όλους τους λοιπούς αγώνας του κόσμου…
Ο υιός σου Οδυσσεύς Ανδρίτσου» (2)
Την ίδια περίοδο, τον Απρίλη του 1821, προς τον Νεόφυτο Βάμβα (1) στέλνει τα εξής: «Τι τρούπωσες, ορέ Καλόγερε, αυτού στη Φραγκιά και με ευχές και κατάρες θέλεις να βοηθήσεις τη δυστυχισμένη πατρίδα; Σαν την αγαπάς έλα εδώ να ιδείς τις πληγές της και να τη βοηθήσεις!»
Πηγή: eranistis.net
Αναφορές
1) Γεώργιος Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης (History of the Greek Revolution, το 1861) πρώτος μεταφραστής στα Ελληνικά ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Εκδ. Βουλής των Ελλήνων, 2008.
2) Οι επιστολές του Ανδρούτσου είναι από εδώ: Γιάννης Σκαρίμπας, Το 1821 και η αλήθεια, εκδ. Κάκτος, 1995.