4 Απριλίου 1949. Η σύμπραξη δέκα ευρωπαϊκών κρατών με τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες οδήγησε στη δημιουργία της ισχυρότερης διατλαντικής συμμαχίας. Το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε την περίοδο του ψυχρού πολέμου ως απάντηση στη σοβιετική απειλή, αλλά στην πραγματικότητα εξυπηρετούσε πολλαπλούς σκοπούς και έπαιξε καίριο ρόλο στις πολιτικές και στρατιωτικές διεθνείς εξελίξεις από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα έως σήμερα.
Τα ιδρυτικά μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας ήταν 12: το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισλανδία, η Δανία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Νορβηγία, η Πορτογαλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς. Ήταν χώρες που, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στο κατώφλι του Ψυχρού Πολέμου, ένιωθαν έντονα την απειλή της ισχυρότατης πλέον Σοβιετικής Ένωσης. Το γεγονός που επέτεινε την ανάγκη δημιουργίας μίας οργανωμένης διεθνούς συμμαχίας ήταν ο αποκλεισμός του Δυτικού Βερολίνου από τους Σοβιετικούς το 1948.
Τότε έγινε αντιληπτό ότι η συνθήκη των Βρυξελλών, που είχε υπογραφεί την ίδια χρονιά, δεν μπορούσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να αντιμετωπίσει επιτυχώς τη Σοβιετική Ένωση σε περίπτωση στρατιωτικής σύγκρουσης. Από την άλλη, η Αμερική φοβόταν ότι η ΕΣΣΔ θα κατάφερνε σταδιακά να εξαπλωθεί με επιτυχία και στη δυτική Ευρώπη.
Έτσι, την άνοιξη του 1948 οι δυτικοευρωπαίοι ηγέτες ξεκίνησαν τα υπερατλαντικά ταξίδια και τις πυρετώδεις διαπραγματεύσεις με τους βορειοαμερικανούς ομολόγους τους.
«Οι Αμερικανοί μέσα, οι Ρώσοι έξω και οι Γερμανοί κάτω»
Τον Απρίλιο του 1949, εκπρόσωποι των δώδεκα κρατών υπέγραψαν στην Ουάσιγκτον την ίδρυση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, γνωστής με τα αρχικά ΝΑΤΟ (“North Atlantic Treaty Organization”). Ως ανώτατο όργανό της ορίστηκε το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο (“North Atlantic Council”), με έδρα τις Βρυξέλλες στο Βέλγιο. Θα απαρτιζόταν από τους υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας των κρατών-μελών και θα συνεδρίαζε δύο φορές το χρόνο.
Πρώτος πρόεδρος του Συμβουλίου και Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ εξελέγη το 1952 ο Άγγλος λόρδος Χέιστινγκς Ισμέι. Σε αυτόν ανήκει το περίφημο ρητό: «Σκοπός του ΝΑΤΟ είναι να κρατά τους Αμερικανούς μέσα, τους Ρώσους έξω και τους Γερμανούς κάτω».
Στην ουσία, επρόκειτο για μία διακρατική στρατιωτική συμμαχία που διασφάλιζε την στρατηγική σύμπνοια όλων των κρατών-μελών της. Σε περίπτωση που κάποια από τις χώρες του ΝΑΤΟ καλούνταν να αντιμετωπίσει μία ένοπλη εισβολή, τα υπόλοιπα μέλη ήταν υποχρεωμένα να στείλουν βοήθεια. Ωστόσο, σε αντίθεση με τη Συνθήκη των Βρυξελλών, η βοήθεια αυτή δεν περιοριζόταν απαραιτήτως σε στρατιωτικές ενισχύσεις. Σύμφωνα με το καταστατικό, το κάθε κράτος-μέλος διέθετε την ελευθερία να κρίνει το ίδιο με ποιον τρόπο ήταν σκοπιμότερο να συμβάλει. Ταυτόχρονα, σε όλες τις χώρες θα εγκαθίστατο νατοϊκές βάσεις εξοπλισμένες με πυρομαχικά και στρατιωτικό προσωπικό.
Επίσημα, οι επιδιώξεις του ΝΑΤΟ ήταν τρεις: η αντίσταση στο σοβιετικό επεκτατισμό, η αποτροπή της αναβίωσης του εθνικιστικού μιλιταρισμού στην Ευρώπη και η ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής πολιτικής ανάπτυξης.
Τα νέα κράτη-μέλη και η απάντηση της Σοβιετικής Ένωσης
Τα πρώτα κράτη που εισήλθαν στο ΝΑΤΟ, μετά την ίδρυσή του, ήταν η Ελλάδα και η Τουρκία το 1952 κατά τον πόλεμο της Κορέας.
Παράλληλα συζητιόταν έντονα μία ακόμα επικείμενη προσθήκη στη Συμμαχία: αυτή της Γερμανίας. Όπως ήταν αναμενόμενο υπήρχαν ενστάσεις και αντιπαραθέσεις. Μπορεί να είχε περάσει σχεδόν μία δεκαετία από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος, όμως η δυσπιστία προς το γερμανικό κράτος δεν είχε κοπάσει. Ωστόσο, η Γερμανία, έχοντας εξελιχθεί ταχύτατα σε μία από τις πιο υπολογίσιμες δυνάμεις της κεντρικής Ευρώπης, αποτελούσε πλέον μία αναγκαία προσθήκη. Τελικά, έπειτα από μακρές διαπραγματεύσεις, εισήλθε στην Βορειοατλαντική Συμμαχία το 1955. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις ένα χρόνο νωρίτερα το ΝΑΤΟ είχε αρνηθεί την ένταξη των Σοβιετικών στη Συμμαχία, οι οποίοι πρότειναν ως αντάλλαγμα την οριστική σύναψη ειρήνης.
Τα γεγονότα αυτά πυροδότησαν την έμμεση απάντηση της Σοβιετικής Ένωσης. Οκτώ σοσιαλιστικά κράτη της ανατολικής Ευρώπης σύνηψαν τη δική τους συμμαχία, γνωστή και ως Σύμφωνο της Βαρσοβίας.
Οι ασκήσεις του ΝΑΤΟ ήταν υπερπαραγωγή. Ενδεικτικά, οι τρεις μεγαλύτερες έγιναν το φθινόπωρο του 1957 και υπολογίζεται ότι σε αυτές συμμετείχαν συνολικά περισσότεροι από 250.000 στρατιώτες, 300 πλοία και 1.500 αεροσκάφη. Παράλληλα, όλα τα κράτη-μέλη διέθεταν βάσεις με πυρηνικά όπλα, μάχιμους άντρες και υπερσύγχρονο εξοπλισμό.
Αποχώρηση της Γαλλίας
Το 1966 η Βορειοατλαντική Συμμαχία υπέστη ένα πλήγμα. Ο τότε Γάλλος πρόεδρος, Σαρλ Ντε Γκωλ, ανακοίνωσε την αποχώρηση της χώρας του από το ΝΑΤΟ. Δήλωσε ότι η Γαλλία δεν ήταν σύμφωνη με τις αμερικανικές πρακτικές και δεν ήθελε να είναι σε επιφυλακή για συμμετοχή σε επικείμενες πολεμικές συγκρούσεις σε μέρη όπως η Κορέα, το Βιετνάμ και η Κούβα, τις οποίες δεν επιδίωκε.
Τα υπόλοιπα μέλη και ιδίως οι ΗΠΑ αντιτέθηκαν σθεναρά στην απόφαση αυτή. Η Γαλλία ήταν μία από τις ισχυρότερες δυνάμεις της Γηραιάς Ηπείρου και παράλληλα φιλοξενούσε στα εδάφη της μεγάλο μέρος των νατοϊκών βάσεων. Χρειάστηκαν αρκετές διαπραγματεύσεις μέχρι τελικά να βρεθεί μία μέση λύση. Η χώρα παρέμεινε στο πολιτικό σκέλος της συμμαχίας, αλλά αποχώρησε από το στρατιωτικό. Μάλιστα, έθεσε ως όρο να αποχωρήσουν όλα τα ξένα στρατεύματα, καθώς και χιλιάδες τόνοι πολεμικού υλικού που βρίσκονταν εντός των συνόρων της.
Μετά τις εξελίξεις αυτές, οι ΗΠΑ από κοινού με την Αγγλία απαίτησαν τη μεταφορά του Συμβουλίου Μονίμων Αντιπροσώπων του ΝΑΤΟ που μέχρι τότε βρισκόταν στο Παρίσι. Αν και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη δεν θεώρησαν την αλλαγή αυτή αναγκαία, προς αποφυγή συγκρούσεων, εκπληρώθηκε η επιθυμία των αγγλόφωνων χωρών. Οι νέες κτιριακές εγκαταστάσεις εγκαινιάστηκαν στις Βρυξέλλες τον Οκτώβριο του 1967. Το Βέλγιο ήταν πλέον το «κεντρικό νατοϊκό στρατηγείο».
Η Γαλλία τελικά επανήλθε στρατιωτικά στο ΝΑΤΟ 42 χρόνια αργότερα. Τον Μάρτιο του 2009 ο Νικολά Σαρκοζί ανακοίνωσε την επανένταξη της χώρας στις στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Μια νέα εποχή
Μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, θεωρητικά ο αρχικός λόγος σύστασης του ΝΑΤΟ δεν υφίστατο πλέον. Οι στόχοι και οι επιδιώξεις είχαν αλλάξει και για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’90, η Συμμαχία άρχισε να συμμετέχει ενεργά σε πολεμικές συγκρούσεις.
Αφορμή για την πρώτη πολεμική επιχείρηση ήταν η ιρακινή εισβολή στο Κουβέιτ. Η άρνηση του Ιράκ να «συμμορφωθεί» με τις αμερικανικές προειδοποιήσεις οδήγησε στην αποστολή εναέριων δυνάμεων στη Μέση Αανατολή.
Βέβαια, η πρώτη μεγάλη σύρραξη στην οποία ενεπλάκη ήταν ο πόλεμος της Βοσνίας που ξεκίνησε το 1992. Αν και αρχικά η εμπλοκή ήταν ήπια, με το πέρασμα του χρόνου τα νατοϊκά πλοκάμια εισέρχονταν όλο και βαθύτερα στις γιουγκοσλαβικές υποθέσεις. Οι νατοϊκές εναέριες δυνάμεις έπαιξαν καίριο ρόλο στην ιστορική ροή, καταρρίπτοντας πολλά σερβο-βοσνιακά μαχητικά.
Η υπόθεση του Κοσσυφοπεδίου ήταν η επόμενη μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση που ενεπλάκη ο Βορειοατλαντικός Οργανισμός. Διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην τελική συμφωνία απόσυρσης των γιουγκοσλαβικών ενόπλων δυνάμεων από το Κοσσυφοπέδιο, αλλά και της δημιουργίας Προσωρινής Διοίκησης των Ηνωμένων Εθνών στην περιοχή. Οι βομβαρδισμοί κατά της Γιουγκοσλαβίας, όπως και η σύσταση του “KFOR” («Δύναμη Κοσσυφοπεδίου») αποτέλεσαν γεγονότα-σταθμό των ιστορικών συγκυριών.
Τις επόμενες δεκαετίες ακολούθησαν ο πόλεμος του Αφγανιστάν, οι επιχειρήσεις στο Ιράκ, η στρατιωτική παρέμβαση στη Λιβύη. Οι ΗΠΑ, με τη σύμπραξη των νατοϊκών συμμάχων, επεδίωκαν να επιβάλουν την κυριαρχία τους και να προτάσσουν τα οικονομικοπολιτικά τους συμφέροντα σε κάθε αναταραχή που συνέβαινε στη Μέση Ανατολή.
Έως το 2004 στη Συμμαχία είχαν εισέλθει όλα τα πρώην κράτη-μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, πλην της Ρωσίας. Σήμερα, στο ΝΑΤΟ συμμετέχουν συνολικά 29 χώρες.