«Ανθρωπιστικές επεμβάσεις» – Το NATO σε αναζήτηση ρόλου

Το δεύτερο μέρος της μελέτης του Νίκου Παούνη για τις “ανθρωπιστικές” στρατιωτικές επμβάσεις.

Διαβάστε ΕΔΩ το πρώτο μέρος.


Του ΝΙΚΟΥ ΠΑΟΥΝΗ*

ΤΟ Ν.Α.Τ.Ο. ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΡΟΛΟΥ

Η αποτυχημένη ειρηνευτική διάσκεψη στο Rambouillet της Γαλλίας, το Φεβρουάριο του 1999, οδήγησε νομοτελειακά στην αεροπορική επιχείρηση που κωδικοποιήθηκε ως <<Allied Force>> (Noble Anvıl για τις Η.Π.Α.), και διήρκησε από τις 24 Μαρτίου, έως τις 11 Ιουνίου 1999.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Συμμαχία διεκπεραίωσε 38.000 αποστολές, κατέστρεψε πλειάδα σερβικών οικονομικών και πολιτικών στόχων (βιομηχανίες, τηλεπικοινωνιακά κέντρα, γέφυρες, σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής), ενώ έπληξε την αεροπορική και στρατιωτική υποδομή της Σερβίας, προκειμένου να τερματιστεί ο δεκαετής εμφύλιος στη Γιουγκοσλαβία. Επίσης βομβαρδίστηκαν τα στρατεύματα του Milocevic που στάθμευαν στο Κοσσυφοπέδιο, με σκοπό να εξαναγ-καστούν να εκκενώσουν την περιοχή. Στους στόχους συμπεριλήφθηκαν και οι στρατιωτικές υποδομές στο Μαυροβούνιο, όπως το αεροδρόμιο στην Podgorica.

Η ιδέα ανάπτυξης χερσαίων δυνάμεων, εξετάστηκε λίγο πριν την ολοκλήρωση της αεροπορικής επιχείρησης, αλλά απορρίφθηκε κατόπιν των σφοδρών αντιδράσεων, κυρίως της Γαλλίας και της Γερμανίας. Οι Η.Π.Α. υπαναχώρησαν από την ιδέα μιας χερσαίας επέμβασης, όταν διαπίστωσαν την απροθυμία των λοιπών συμμάχων, να συμβάλλουν ενεργά και έμπρακτα.

Το αεροπορικό σφυροκόπημα πέραν του γεγονότος ότι ήταν συγκριτικά <<αναίμακτο>> για τη συμμαχική πλευρά, οδηγούσε αργά αλλά σταθερά, στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Αντιδράσεις διατυπώθηκαν για τα εσφαλμένα πλήγματα νατοϊκών αεροσκαφών, εναντίον φάλαγγας προσφύγων στη Dakovica, και για το βομβαρδισμό της κινεζικής πρεσβείας στο Βελιγράδι, ωστόσο τα περιστατικά λανθασμένων πληγμάτων, ήταν κατά βάση μεμονωμένα. Οι επιχειρήσεις ολοκληρώθηκαν στις 10 Ιουνίου, και τερματίστηκαν κατόπιν της πρότασης του Ρώσου ειδικού απεσταλμένου Victor Chernomyrdin, για απόσυρση των σερβικών στρατευμάτων από το Kosovo, επιτήρηση από τον Ο.Η.Ε. και διατήρηση της σερβικής κυριαρχίας, η οποία κατατέθηκε στον Slobodan Milosevic, και έγινε αποδεκτή.

Η ιδεολογική αντιπαράθεση γύρω από τη μορφή των επιχειρήσεων, κατέδειξε μεταξύ άλλων, τις λεπτές γραμμές ανάμεσα στις διάφορες πολιτικές θεωρίες. Για παράδειγμα, υπήρξαν Ρεαλιστές που τάσσονταν υπέρ των αεροπορικών επιδρομών, και Ιδεαλιστές που πρότειναν χερσαία εισβολή (ρεαλιστική προσέγγιση του θέματος), με το πρόσχημα της ελάττωσης των παράπλευρων απωλειών, που είχαν προκληθεί από τις λανθασμένες κρούσεις των Νατοϊκών αεροσκαφών.

Επίσης η τρίμηνη διάρκεια της επιχείρησης, κρίθηκε δυσανάλογα μεγάλη, σε σχέση με την απειλή που κλήθηκαν τα συμμαχικά πληρώματα να εξουδετερώσουν. Το προβαλλόμενο επιχείρημα, αποσκοπούσε στον υπερτονισμό της ανάγκης για ανάληψη χερσαίας δράσης, με προφανή σκοπό τη σύμπτυξη του απαιτούμενου χρόνου. Όμως οι κακές καιρικές συνθήκες, και συγκεκριμένα η χαμηλή πυκνή νέφωση, η οποία εμπόδιζε τους καταδείκτες λέιζερ να στοχεύσουν με ακρίβεια, και οι προσβολές ψευδών στόχων-ομοιωμάτων, ήταν οι βασικοί παράγοντες για τη μεγάλη χρονική διάρκεια της επιχείρησης <<Συμμαχική Ισχύς>>.

Το ΝΑΤΟ σύμφωνα με τη φρασεολογία του, αποδείκνυε με απολύτως ξεκάθαρο τρόπο, ότι δεν επενέβη για να προωθήσει ιμπερεαλιστικούς σχεδιασμούς, αλλά για να επιβάλλει τη διεθνή νομιμότητα και να τερματίσει την εγκληματική συμπεριφορά ενός νέου Χίτλερ. Η χερσαία επέμβαση, δεν θα επέτρεπε να διαφανεί το παραπάνω μήνυμα. Τουναντίον, η εισβολή στο έδαφος μιας κυρίαρχης χώρας, θα ενίσχυε την παραφιλολογία γύρω από τις <<πραγματικές>> προθέσεις των Η.Π.Α. και των συμμάχων τους.
Η επιχειρηματολογία των υποστηρικτών της ανάληψης χερσαίας δρά-σης ισχυροποιήθηκε, όταν μετά την 24η Μαρτίου οι σερβικές δυνάμεις στο Κόσοβο, ενέτειναν τις επιχειρήσεις εθνοκάθαρσης, καθώς το καθεστώς Μιλόσεβιτς εξέλαβε ως αδυναμία, τη διαφαινόμενη έλλειψη διάθεσης χερσαίας εμπλοκής, από πλευράς ΝΑΤΟ.

Επίσης, η αναγκαιότητα ανάληψης δράσης χωρίς την προηγούμενη συγκατάβαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, ήταν ένα ακόμη ζήτημα ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Η ρωσική αντίθεση στο ενδεχόμενο μιας συμμαχικής επέμβασης, δύνατο να την καθυστερήσει σημαντικά ή να την ακυρώσει, την ίδια στιγμή που η Μόσχα ισοπέδωνε το Grozny στην Cecenija, χωρίς επίσης αντίστοιχη γνωμοδότηση.
Παράγοντες του ΝΑΤΟ διέτειναν, ότι τυχόν καθυστέρηση της επέμβασης, θα πολλαπλασίαζε τις πιθανότητες μιας ανθρωπιστικής καταστροφής στο Κοσσυφοπέδιο, αφού τα στρατεύματα του Milosevic θα συνέχιζαν ακάθεκτα τις επιχειρήσεις εθνοκάθαρσης, κατά των Αλβανών Κοσσοβάρων. Οι συμμαχικές αιτιάσεις εδράζονταν στις ήδη καταγεγραμμένες διαπραχθείσες γενοκτονίες στο Vukovar, στη Srebrenica, στο Sarajevo κα.

Στις 19 Νοεμβρίου 1999, και ενώ λάμβανε χώρα στην Κωνσταντινούπολη, η διάσκεψη για την ασφάλεια και τη συνεργασία στην Ευρώπη, o Γενικός Γραμματέας του Ο.Η.Ε. Ban Ki Moon δήλωσε: <<όταν η διενεργούμενη ενέργεια σκοπεύει στην πρόληψη της σύγκρουσης, δεν έχει επιτυχία, και παρίσταται κάποιος σε μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν έχουμε ανάγκη από καθαρές αρχές οι οποίες ονομάζουν ποιες καταστάσεις επέμβασης είναι δικαιολογημένες>>.

Επιπλέον αυξάνονταν οι διεθνείς ανησυχίες, για πιθανή εξάπλωση της κρίσης στην ευρύτερη περιοχή (κυρίως στη FYROM), αλλά και στα γειτνιάζοντα μέλη του ΝΑΤΟ (Ελλάδα). Η Νεορεαλιστική αντίληψη που εξέφραζε το περίφημο <<spillover effect>>, θεωρούσε πως η επέμβαση αποσκοπούσε στην αποσόβηση μιας περαιτέρω διάχυσης της κρίσης.
Ο αντίλογος επικεντρώθηκε, στη διάθεση να τιμωρηθεί ένα κράτος το οποίο αρνούνταν συστηματικά να συμμορφωθεί με τα κελεύσματα μιας συμμαχίας <<προθύμων>>,και όχι της Διεθνούς κοινότητας που πρέ-σβευε τη νομιμότητα.

Η αναγκαιότητα του αεροπορικού σφυροκοπήματος, ενισχύονταν από το εγγύς ιστορικό παρελθόν, όταν οι μικρής κλίμακας επεμβάσεις του Ν.Α.Τ.Ο. στην Udbina και το Sarajevo (1994-1995), μετά την επίθεση κατά της βοσνιακής πρωτεύουσας, και το περιστατικό του Gorazde, συντέλεσαν καταλυτικά στην επακόλουθη ειρηνευτική συμφωνία του Dayton.

Πράγματι, η Νατοϊκή επιχειρηματολογία αποδεικνύεται βάσιμη και ισχυρή, εάν συνυπολογίσουμε τα γεγονότα της Συρίας το 2013. Το γεγονός ότι η σχεδιαζόμενη επέμβαση του προηγούμενου Σεπτέμβρη ανεστάλη, έχει ως αποτέλεσμα τη συνέχιση της αιματοχυσίας, και την εξάρθρωση των αλλόδοξων κοινοτήτων που κάποτε ανθούσαν στη χώρα. Ωστόσο κρίνεται σκόπιμο να διευκρινιστεί, ότι η αναστολή της επιχείρησης δεν οφείλεται κυρίως στη ρωσοσινική αντίδραση (όπως αφήνει να εννοηθεί ο ευσεβής κατά τ’άλλα μύθος), αλλά στους κάτωθι παράγοντες:

Α) η Δύση δεν είχε ολοκληρωμένο σχέδιο για την μετά-Assad εποχή.

Β) στην αποτυχία σύστασης μιας πολυεθνικής συμμαχίας. Ουσιαστικά την επιχείρηση πριμοδότησαν οι Η.Π.Α., η Γαλλία, η Ελλάδα και η Τουρκία. Ο Βρετανός πρωθυπουργός David Cameron, υπαναχώρησε κατόπιν απόρριψης της κυβερνητικής πρότασης για συμμετοχή στην επέμβαση, από το εθνικό κοινοβούλιο.

Ταυτόχρονα η Ιταλία και η Γερμανία, αντιτάχθηκαν κατηγορηματικά στη σχεδιαζόμενη επιχείρηση.
Επιστρέφοντας στο ζήτημα του Κοσσόβου, στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να σχολιαστεί η πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση ενός σημαντικού παράγοντα της σημερινής διεθνούς σκηνής, του καθηγητή Διεθνών Σχέσεων και υπουργού εξωτερικών της Τουρκίας, Ahmet Davutoglu.
Σύμφωνα με τις διατυπωμένες σκέψεις του στο έργο Stretejık Derinlik, η επέμβαση του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο, εκδηλώθηκε για δύο βασικούς λόγους:

1) για να καταστραφεί το εκτεταμένο δίκτυο της σερβικής αεράμυνας.
2) διότι το Ν.Α.Τ.Ο. μετά την κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, αναζητούσε μια νέα ταυτότητα, νέους ρόλους δηλαδή, που θα αιτιολογούσαν την ύπαρξη του.

Σε ότι αφορά τον πρώτο ισχυρισμό, η καταστροφή του σερβικού δικτύου αεράμυνας, σχετιζόταν με την ανάγκη απρόσκοπτου ελέγχου από πλευράς συμμαχίας, του άξονα Αδριατική-Πολωνία, ο οποίος εντάσ-σονταν γοργά στο μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα ασφαλείας. Η ελάττωση της σερβικής ισχύος κατέστη επιτακτική, λόγω της άρνησης του Βελιγραδίου να αποτελέσει τμήμα του συστήματος ασφαλείας στη νοτιοανατολική Ευρώπη, προσδοκώντας σε περαιτέρω ενδυνάμωση, των ούτως η άλλως, παραδοσιακών ρώσο-σερβικών σχέσεων.

Σε προσωπική μελέτη ως προς τη διατιθέμενη σερβική ισχύ, οι διαπιστώσεις ήταν δυσανάλογες της κυρίαρχης αντίληψης. Είναι γεγονός ότι οι εν λόγω δυνατότητες υπερεκτιμήθηκαν, μετά την κατάρριψη του μαχητικού F-117 κατηγορίας stealth, την 28η Μαρτίου 1999, από επίγειες αντιαεροπορικές συστοιχίες S-125M-1 Neva (SA-3 Goa). Υστερόχρονες αναφορές, έκαναν λόγο για <<ξένη>> ανάμιξη στο περιστατικό, καθώς επίσης για παράδοση των συντριμμιών προς <<αξιολόγηση>>, στον ίδιο παράγοντα.
Τελικώς η αναφορά στην ελάττωση της <<υπέρμετρης>> σερβικής ισχύος, πρέπει ν’αποδίδεται εν συγκρίσει με τις αντίστοιχες ικανότητες των λοιπών πρώην Γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών, και το συνεπαγόμενο κίνδυνο επιβολής της σερβικής θέλησης στη Βοσνία, προκειμένου να υλοποιηθεί ο προαναφερθείς έλεγχος του ζωτικού χώρου.

Η αναζήτηση νέας ταυτότητας και ρόλου από πλευράς ΝΑΤΟ, ήταν η βασικότερη αιτία, για τον κατεπείγον χαρακτήρα που έλαβε η επέμβαση στο Κόσσοβο, σύμφωνα με τη δεύτερη ερμηνεία του καθηγητή Νταβούτογλου, η οποία διατυπώθηκε ως άποψη, και από τους εκπροσώ-πους του Νεοθεσμισμού. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου, σημα-τοδότησε τη διάλυση του στρατιωτικού συνασπισμού των ανατολικών χωρών, γνωστή ως Σύμφωνο της Βαρσοβίας (Warsaw Pact). Η έλλειψη <<αντίπαλου δέους>>, δημιουργούσε ερωτηματικά για τη σκοπιμότητα διατήρησης του Οργανισμού. Την 25η Απριλίου 1999, 50η επέτειο από την ίδρυση της Συμμαχίας (η οποία συνέπεσε με την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, τριών τέως σοσιαλιστικών χωρών), διακηρύχθηκε ως βασική αποστολή η διαφύλαξη της Ειρήνης σε παγκόσμιο επίπεδο, και κυρίως στην ευρωπαϊκή ήπειρο (Peace keeping doctrine).

Η εστίαση στην Ευρώπη οφείλονταν στο βεβαρημένο πρόσφατο παρελθόν, κατά το οποίο προκλήθηκαν δύο παγκόσμιας κλίμακας συγκρούσεις, εν αντιθέσει με τις περιφερειακές διενέξεις των άλλων Ηπείρων.

Το παράδοξο της υπόθεσης, είναι αφ ενός η διακήρυξη εδραίωσης της παγκόσμιας ειρήνης ως βασικής αποστολής του Ν.Α.Τ.Ο., αφετέρου η μαζική χρήση βίας, χωρίς προηγούμενη συγκατάβαση των Διεθνών οργάνων ασφαλείας, προκειμένου να εδραιωθεί η ειρήνη. Το Ν.Α.Τ.Ο. επιχειρούσε να επιβάλλει την Ειρήνη, μέσα από μια αεροπορική εκστρατεία, με δεκάδες παράπλευρες απώλειες. Παράλληλα, ενώ αυτοαναγορεύτηκε θεματοφύλακας της παγκόσμιας σταθερότητας, αδυνατούσε να επιλύσει εσωτερικές έριδες όπως η ελληνοτουρκική διένεξη, η οποία κλιμακώθηκε το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 90, κατόπιν της κρίσης των Ιμίων.
Ως βασικό επιχείρημα προβλήθηκε, ότι η πρόληψη μιας ανθρωπιστικής καταστροφής επέβαλε τον τρόπο, το χρόνο και τη ταχύτητα της δράσης.
Σταδιακά η εμφάνιση της ισλαμικής τρομοκρατίας, κυρίως μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, η ανάγκη προώθησης και εμπέδωσης της δημο-κρατίας, όπως στην περίπτωση του Ιράκ και του Αφγανιστάν, η ανάδειξη ποικίλων ασύμμετρων απειλών, ο κυβερνοπόλεμος (cyberwar), και η αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, <<εμπλούτισαν>> τις αποστολές που κλήθηκε η Συμμαχία ν’αναλάβει σε παγκόσμιο επίπεδο.
Είναι φανερό πως το μεταψυχροπολεμικό πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων, είναι τελείως διαφοροποιημένο σε σχέση με το προγενέστερο, από απόψεως απειλών και προκλήσεων.

 ΑΥΡΙΟ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

*Συγγραφέας του βιβλίου «Ιμια 1996»