Ο Γκρουεφσκι δεν βλέπει λύση στο Σκοπιανό λόγω Σαμαρά και «αυξημένου εθνικισμού» στην Ελλάδα

Μειωμένες θεωρεί ο Νίκολα Γκρούεφσκι τις πιθανότητες να λάβει η ΠΓΔΜ πρόσκληση για ένταξη στο ΝΑΤΟ, στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, που θα πραγματοποιηθεί το Μάιο στο Σικάγο.

Όπως ανέφερε, η προϋπόθεση που έχει τεθεί για ένταξη της χώρας στη Συμμαχία είναι η επίλυση της εκκρεμότητας της ονομασίας και κάτι τέτοιο, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν φαίνεται διόλου πιθανό.

«Η ένταξη μας στο ΝΑΤΟ θα ήταν δίκαιη και θεμιτή, όμως ακούμε απ΄ όλες τις πλευρές, τόσο από την Ελλάδα όσο και από το ΓΓ του ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, ότι η επίλυση της διαφοράς για το όνομα αποτελεί προϋπόθεση για την ένταξη μας στη Συμμαχία», ανέφερε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα των Σκοπίων «Ντνέβνικ» (Dnevnik).

Όπως υποστήριξε, «έτσι, όπως είναι τώρα η κατάσταση στην Ελλάδα, δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα επίλυσης του ζητήματος της ονομασίας. Η Ελλάδα ούτε θέλει ούτε μπορεί να λύσει το ζήτημα αυτό. Οι λόγοι σχετίζονται τόσο με την οικονομική κρίση που επικρατεί στην Ελλάδα και το γεγονός ότι έχει προσωρινή κυβέρνηση, όσο και με τον αυξημένο εθνικισμό και το ότι στην κυβέρνηση συμμετέχει και ο Σαμαράς- και μάλιστα στο υπουργείο Εξωτερικών. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις προηγείται με μεγάλη διαφορά ο Σαμαράς και έχει πάρα πολλές πιθανότητες να γίνει ο επόμενος πρωθυπουργός της Ελλάδας. Και γνωρίζουμε όλοι τις σαφείς θέσεις που έχει διατυπώσει από την αρχή ακόμη της εκκρεμότητας για το όνομα, μέχρι και σήμερα. Μια εκκρεμότητα, της οποίας ο Σαμαράς υπήρξε ένας από τους δημιουργούς της».

Σύμφωνα με τον κ. Γκρούεφσκι, η θέση της Ελλάδας για «erga omnes» (μία ονομασία έναντι όλων), η αντίρρηση του κ. Σαμαρά να συναντηθεί μαζί του και η απαντητική επιστολή που έλαβε από τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Λουκά Παπαδήμο, στην οποία εκφράζονται οι θέσεις της Ελλάδας για την εξεύρεση λύσης στο θέμα της ονομασίας, «δεν επιτρέπουν την επίτευξη προόδου στο ζήτημα του ονόματος».

«Με τέτοιες θέσεις και απόψεις, ο νέος γύρος συνομιλιών στη Ν. Υόρκη θα είναι απλώς σπατάλη χρόνου», σημείωσε ο κ. Γκρούεφσκι, προσθέτοντας ότι η διεθνής κοινότητα δεν επιδεικνύει ενδιαφέρον για την εξεύρεση λύσης στο ζήτημα της ονομασίας.

«Οι μεγάλες δυνάμεις είναι εντελώς αδιάφορες για το θέμα του ονόματος. Έχουν τα δικά τους μεγάλα προβλήματα και το ζήτημα της ονομασίας δεν είναι στην κορυφή των προτεραιοτήτων τους. Στα υπουργεία Εξωτερικών των μεγάλων χώρων, με το θέμα αυτό ασχολούνται τα χαμηλότερα κλιμάκια, τα οποία δεν έχουν αποφασιστική επιρροή».

«Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε ορισμένες χώρες βολεύει απόλυτα η εκκρεμότητα της ονομασίας, καθώς υπάρχουν σε αυτές αντιρρήσεις για τη διεύρυνση της Ένωσης και εκνευρισμός με τη χρηματοπιστωτική κρίση. Μάλιστα, σε ορισμένες σημαντικές χώρες της ΕΕ έρχονται εκλογές και δεν θέλουν να βάζουν σε σκέψεις το εκλογικό σώμα για ζητήματα όπως αυτό της διεύρυνσης της Ένωσης με χώρες των Βαλκανίων», συμπλήρωσε.

Σχετικά με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, δήλωσε ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερος προβληματισμός, όμως, όπως είπε «δεν υπάρχει διάθεση για άσκηση πιέσεων προς τη μεριά της Ελλάδας».

«Φέτος, θα γίνουν εκλογές στις ΗΠΑ και η ελληνική ομογένεια εκεί είναι πολυάριθμη και αρκετά κινητική και υποστηρίζει παραδοσιακά τους Δημοκρατικούς. Αρα, εδώ τελειώνει και η ιστορία σχετικά με άσκηση πιέσεων προς την Ελλάδα. Αλλωστε, πίεση δεν ασκήθηκε όλο το προηγούμενο διάστημα που δεν είχαν εκλογές στην Αμερική. Επομένως, γιατί να αλλάξει τώρα η πολιτική αυτή;», διερωτήθηκε ο πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ.

Στην ίδια συνέντευξη, χαρακτήρισε «καταστροφή» για τη χώρα του την Ενδιάμεση Συμφωνία από το 1995, όμως, όπως είπε, ενδεχόμενη καταγγελία της από την ΠΓΔΜ θα ήταν «στρατηγικό λάθος».

«Η Ενδιάμεση Συμφωνία αποτελεί σκέτη καταστροφή για τη Μακεδονία. Με τη Συμφωνία αυτή μας κόλλησαν το όνομα πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και αλλάξαμε τη σημαία μας, ενώ μας απαγορεύτηκε και η χρησιμοποίηση του συμβόλου που ήταν στη σημαία (σ.σ.: εννοεί τον ήλιο της Βεργίνας)», ανέφερε ο κ. Γκρούεφσκι.

«Όμως, στην παρούσα φάση, μια καταγγελία της Συμφωνίας αυτής από τη μεριά μας θα δημιουργούσε πολύ άσχημες εντυπώσεις στη Διεθνή Κοινότητα και οι συνέπειες θα ήταν εκτεταμένες. Μια τέτοια ενέργεια από την πλευρά μας, θα αποτελούσε ανεπανόρθωτο στρατηγικό λάθος», κατέληξε.