Στις 26 Οκτωβρίου 2001, το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι το X-35 της Lockheed Martin είχε κερδίσει τον διαγωνισμό για την ανάπτυξη του διακλαδικού stealth επιθετικού μαχητικού αεροσκάφους αντί για το X-32 της Boeing.
Η νίκη εξασφάλισε το μέλλον της Lockheed ως κατασκευάστρια εταιρία για όλα τα μαχητικά αεροσκάφη πέμπτης γενιάς της Αμερικής. Ωστόσο, το F-35 της Lockheed έχει υποστεί μια σειρά καθυστερήσεων, τεχνικών δυσκολιών, ανεπανόρθωτων τεχνικών ελλείψεων και τεράστιες υπερβάσεις κόστους. Ήδη το μεγαλύτερο αμυντικό πρόγραμμα με εκτιμώμενη τιμή τα 233 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2001 για συνολικά 2.866 αεροσκάφη, ήδη υπολογίζεται ότι το πρόγραμμα των F-35 θα κοστίσει περισσότερα από 391 δισεκατομμύρια δολάρια για 2.457 μαχητικά αεροσκάφη και θα αγγίξει σχεδόν το 1,5 τρις δολάρια ως συνολικό κόστος παραγωγής, συντήρησης και επιχειρησιακής λειτουργίας, σύμφωνα με το Γραφείο Λογοδοσίας της Αμερικανικής Κυβέρνησης.
Επιπλέον, ενώ το F-35B με σύστημα κατακόρυφης απογείωσης σχεδιάστηκε αρχικά θα ήταν έτοιμο για επιχειρησιακή δράση το 2010, καθυστέρησε 5 ολόκληρα χρόνια και ήταν διαθέσιμο το 2015. Εν τω μεταξύ, τα F-35A και F-35C ήταν αμφότερα προγραμματισμένα να επιτύχουν αρχικής επιχειρησιακής ικανότητας με το λογισμικό Block 3 το 2012 και τελικά το F-35A παραδόθηκε το 2017, ενώ το F-35C του ναυτικού δεν είναι ακόμα διαθέσιμο.
Θα μπορούσε η Boeing να κάνει κάτι καλύτερο; Είναι δύσκολο να το πούμε – η κατασκευή ενός διακλαδικού αεροσκάφους ήταν πάντα ένα τεχνικά προκλητικό και εξαιρετικά φιλόδοξο εγχείρημα. Είναι πιθανό ότι η Boeing θα αντιμετώπιζε παρόμοια αλλά διαφορετικά τεχνικά και δημοσιονομικά προβλήματα. Το βασικό ζήτημα με ένα διακλαδικό μαχητικό αεροσκάφος ήταν ότι είχε ως σκοπό την αντικατάσταση πολλαπλών εξειδικευμένων τύπων αεροσκαφών με ένα, με την ελπίδα ότι αυτό το ένα θα μπορούσε να εκτελέσει κάθε ρόλο εξίσου καλά. Το αποτέλεσμα ήταν προβλέψιμο, η δημιουργία ενός αεροσκάφους που κάνει πολλά διαφορετικά πράγματα, αλλά δεν έχει τελειοποιήσει κανένα από αυτά.
Ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους επιλέχθηκε το σχέδιο της Lockheed Martin αντί το σχέδιο της Boeing ήταν ότι το σύστημα άμεσης ανύψωσης του X-32, το οποίο χρησιμοποιεί την ώθηση του κινητήρα για την ανύψωση του αεροσκάφους, είναι επιρρεπή στην απώλεια ώθησης. Αυτό είναι ένα φαινόμενο όπου τα καυτά καυσαέρια επανεισάγονται στον κινητήρα προκαλώντας απώλεια ισχύος.
Υπήρχαν επίσης ερωτηματικά σχετικά με το αν ο κινητήρας θα ήταν αρκετά ισχυρός για να ανυψώσει ένα πλήρως λειτουργικό F-32 – το πρωτότυπο έπρεπε να αφαιρέσει εξαρτήματα για να εξασφαλίσει ότι θα πετούσε. Πιθανότατα δεν βοήθησε την Boeing το γεγονός ότι έπρεπε να επανασχεδιάσει το X-32 για να ανταποκριθεί στις τροποποιημένες απαιτήσεις του JSF. Ένα επιχειρησιακό F-32 είχε μια πολύ διαφορετική διαμόρφωση από το X-32.
Ακόμη και αν η Boeing κατάφερνε να λύσει το ζήτημα της ατράκτου, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει το εξαιρετικά περίπλοκο λογισμικό σύντηξης αισθητήρων. Το λογισμικό θα ήταν πάντα μια πρόκληση υπό τις καλύτερες συνθήκες.
Συνολικά, είναι πολύ πιθανό ότι η Boeing θα είχε αντιμετωπίσει τα ίδια τεχνικά προβλήματα, τις υπερβάσεις κόστους και τις καθυστερήσεις στο X-32, όπως συνέβη και με τη Lockheed στο Χ-35. Η Lockheed κακοδιαχειρίστηκε το πρόγραμμα F-35 σε μεγάλο βαθμό, αλλά οι απαιτήσεις του Πενταγώνου για ένα αεροπλάνο «όλα σε ένα» είναι αυτό που προκάλεσε τα προβλήματα των προγραμμάτων. Με κάθε εταιρεία, το πρόγραμμα JSF ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα καθυστερήσει και θα ξεπεράσει τον αρχικό του προϋπολογισμό – το μόνο ερώτημα ήταν κατά πόσο.
Δείτε βίντεο από τις δοκιμές του X-32: