Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής παρέδωσαν 75 πυραύλους Hellfire στο Ιράκ κι ετοιμάζονται να παραδώσουν επίσης στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας αυτής 10 μικρά μη επανδρωμένα τηλεκατευθυνόμενα αναγνωριστικά αεροσκάφη για να βοηθήσουν τη Βαγδάτη να αντιμετωπίσει το κύμα φονικής βίας που έχουν εξαπολύσει οργανώσεις οι οποίες συνδέονται με την αλ Κάιντα, έγραψε η εφημερίδα New York Times.
Οι πύραυλοι παραδόθηκαν στις ιρακινές δυνάμεις «την περασμένη εβδομάδα», σύμφωνα με ανώτερους αξιωματούχους της κυβέρνησης του αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, εξήγησε η εφημερίδα. Στόχος είναι να χρησιμοποιηθούν για να πληγούν «στρατόπεδα ανταρτών», ιδίως αυτών της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και στο Λεβάντε (ΙΚΙΛ), που συνδέεται με την αλ Κάιντα, στην έρημο της επαρχίας αλ Άνμπαρ, στο δυτικό τμήμα της χώρας.
Τα αεροσκάφη ScanEagle αναμένεται να παραδοθούν στις ιρακινές ένοπλες δυνάμεις «έως τα τέλη του Μαρτίου» του 2014, σύμφωνα με τους Νιου Γιορκ Τάιμς, και θα επιτρέψουν να εντοπιστούν οι καταυλισμοί.
Σύμφωνα με την εφημερίδα, «οι υπηρεσίες κατασκοπείας και καταπολέμησης της τρομοκρατίας» των ΗΠΑ «έχουν εντοπίσει τις θέσεις του δικτύου της αλ Κάιντα στο Ιράκ και έχουν μοιραστεί τις πληροφορίες τους με τους Ιρακινούς».
Δύο χρόνια μετά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη χώρα, η κατάσταση στο Ιράκ έχει επιδεινωθεί, καθώς η βία έχει επανέλθει στα επίπεδα του 2008, όταν μαινόταν ένας εμφύλιος θρησκευτικού χαρακτήρα.
Σύμφωνα με έναν απολογισμό του Γαλλικού Πρακτορείου, που βασίζεται σε πληροφορίες από πηγές των υπηρεσιών ασφαλείας και ιατρικές πηγές, πάνω από 6.700 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους φέτος στο Ιράκ.
Η είδηση περί της παράδοσης των εξοπλισμών αυτών στη Βαγδάτη έρχεται στην δημοσιότητα περίπου δύο μήνες μετά την επίσκεψη του ιρακινού πρωθυπουργού Νούρι αλ Μάλικι στην Ουάσινγκτον. Ο Μάλικι είχε ζητήσει από την κυβέρνηση Ομπάμα τότε να τον βοηθήσει να αποκτήσει αμερικανικό εξοπλισμό για «να διεξαχθούν επιχειρήσεις σε απομονωμένες περιοχές όπου είναι εγκατεστημένα στρατόπεδα των τρομοκρατών».
Ωστόσο το αίτημα αυτό είχαν αντικρούσει πολλοί γερουσιαστές, τόσο Δημοκρατικοί όσο και Ρεπουμπλικάνοι, οι οποίοι είχαν κατηγορήσει τον –σιίτη– πρωθυπουργό Μάλικι ότι φέρει μέρος τουλάχιστον της ευθύνης για την αναζωπύρωση της βίας, λόγω της «σεχταριστικής και αυταρχικής πολιτικής» την οποία ασκεί.