Στο διαμέρισμά του στο Κίεβο, ο επιχειρηματίας Βλαντιμίρ Κονοτσέρα, ανακαλεί, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, μνήμες από τις δύσκολες μέρες του πυρηνικού ατυχήματος στο Τσερνομπίλ, με αναφορές στη σημερινή πανδημία. Βίωσε το τρομακτικό ατύχημα ως υπάλληλος της KGB και περιγράφει το πώς η ηγεσία της τότε Σοβιετικής Ένωσης προσπάθησε να «πνίξει» το γεγονός, αλλά και την περιπέτεια της υγείας του, λόγω της ραδιενέργειας στην οποία εκτέθηκε.
«Η τωρινή πανδημία, με αυτόν τον ύπουλο και άγνωστο ιό, με πάει πίσω στον χρόνο, όταν μας αιχμαλώτισε ένας άλλος «ιός», πυρηνικός, που έμπαινε στα σπίτια μας, στα αυτοκίνητα μας, στο στόμα, στα αυτιά και δεν ήταν εύκολο να γλιτώσεις, παρά μόνο αν καθόσουν κλεισμένος στο σπίτι ή έφευγες πολύ μακριά. Εγώ τότε δεν μπορούσα ούτε να κάθομαι μέσα στο σπίτι, ούτε να φύγω, λόγω της δουλειάς μου, στα όργανα της κρατικής Ασφάλειας», λέει.
«Ακόμα μεγαλύτερο «ατύχημα» και από αυτό στο εργοστάσιο ήταν η σιωπή της τότε ηγεσίας της χώρας, που απέκρυψε για περίπου τρεις εβδομάδες την αλήθεια για την έκρηξη με αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να μολυνθούν θανάσιμα ή να νοσήσουν με βαριές ασθένειες, από τη ραδιενέργεια, όπως εγώ», προσθέτει.
«Σήμερα, με τον κορονοϊό, έχουμε συνεχή ενημέρωση, αλλά τότε, ακόμα και εγώ που θα μπορούσα να γνωρίζω την αλήθεια λόγω της δουλειάς μου στα όργανα ασφάλειας του κράτους, δεν ήξερα ακριβώς τι συνέβαινε», λέει.
Τρεις μέρες μετά το ατύχημα και εν μέσω της γενικής άγνοιας των πρώτων κρίσιμων ημερών για το τι είχε γίνει, ο Κονοτσέρα έλαβε διαταγή από την υπηρεσία του να συνοδεύσει κάποιους επιστήμονες και πολιτικούς στο Τσερνομπίλ, για να ερευνήσουν την κατάσταση και τέσσερις μήνες μετά μετατέθηκε στο ειδικό τμήμα που δημιούργησε εκεί η KGB.
«Το διεθνές ενδιαφέρον ήταν μεγάλο, έρχονταν στη ζώνη πολλοί ξένοι επιστήμονες για μελέτη του δυστυχήματος και τους συνόδευα για «την ασφάλειά τους», στην πραγματικότητα για να τους παρακολουθώ για λογαριασμό της υπηρεσίας», ανάφερει και περιγράφει:
«Την πόλη Πρίπιατ, όπου σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, πριν από το ατύχημα ζούσαν περίπου 50 χιλιάδες κάτοικοι, τη βρήκα τρομακτικά άδεια, εντελώς έρημη/ Η εκκένωση των κατοίκων της άρχισε την επομένη του ατυχήματος, στις 27 Απριλίου, στις 2μμ. Κανένας από τους κατοίκους τότε δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι, αφήνοντας το διαμέρισμά του «για τρεις ημέρες», όπως τους είχε ειπωθεί, δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά. Περίπου 1.500 λεωφορεία έφτασαν από το Κίεβο στο Πρίπιατ. Δύο πετρελαιοκίνητα τρένα στάλθηκαν στον σιδηροδρομικό σταθμό και εκείνοι που είχαν αυτοκίνητα έφυγαν μόνοι τους».
Εν μέσω γενικευμένης άγνοιας και με κάποιες φήμες ότι «κάτι τρομακτικό έγινε στο Τσερνομπίλ» να έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν στον πληθυσμό, στις 6 Μαΐου του 1986, στο Κίεβο, μόλις εκατό χιλιόμετρα από το Τσερνομπίλ, έγινε με κάθε επισημότητα και τη συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων αμέριμνων ανθρώπων, η παρέλαση της Πρωτομαγιάς.
«Ήταν νέοι, κυρίως, με κόκκινες σημαίες, πανό και πλακάτ και περνούσαν αμέριμνοι, φωνάζοντας συνθήματα, όπως «Ειρήνη, Εργασία, Μάιος!» κ.ά. Το αόρατο ραδιενεργό νέφος «έπνιγε» την ατμόσφαιρα αλλά οι άνθρωποι δεν το γνώριζαν ούτε καταλάβαιναν τίποτα. Η ηγεσία όμως ήξερε αλλά σιωπούσε», αφηγείται ο Κονοτσέρα.
«Με βάση το πρόγραμμα, η παρέλαση έπρεπε να ξεκινήσει ακριβώς στις 10 το πρωί, αλλά η ουκρανική κομματική ηγεσία αργούσε να πάρει θέσεις στην εξέδρα των επισήμων. Οι περισσότερες καρέκλες ήταν άδειες. Ο κόσμος κάτω ήταν χαρούμενος μέσα στην άγνοιά του, αλλά λόγω της απουσίας της ηγεσίας άρχισε να αναρωτιέται για το τι συμβαίνει και να ψιθυρίζεται ότι «κάτι τρομακτικό έγινε στο πυρηνικό σταθμό Τσερνομπίλ»», λέει ο άνθρωπος της KGB και παραθέτει ένα παρασκήνιο με πρωταγωνιστή τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, γύρω από τη διεξαγωγή της «ραδιενεργούς παρέλασης».
«Ο πρώτος γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚ της Ουκρανίας, Βλαντιμίρ Σερμπίτσκι, ζήτησε από τη Μόσχα την άδεια για την ακύρωση της παρέλασης, αλλά έλαβε αυστηρή εντολή από τον Γκορμπατσώφ, να μην δημιουργεί πανικό. Του μίλησε, μάλιστα, απειλητικά: «Αν δεν κάνεις την παρέλαση της Πρωτομαγιάς, να πεις αντίο στο κόμμα!»», περιγράφει.
«Αν τότε ο Σερμπίτσκι είχε το θάρρος να πάρει την πρωτοβουλία για να ακυρώσει την Πρωτομαγιά στο Κίεβο, θα γινόταν εθνικός ήρωας, αλλά εκείνα τα χρόνια κανείς δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο», λέει.
Σχεδόν τρεις εβδομάδες μετά το ατύχημα και ενώ η Ευρώπη είχε ξεσηκωθεί, στις 14 Μαΐου, ο Γκορμπατσώφ, απευθύνθηκε στον σοβιετικό λαό από την τηλεόραση, λέγοντας πως «χάρη στα αποτελεσματικά μέτρα που ελήφθησαν, σήμερα μπορούμε να πούμε πως το χειρότερο πέρασε, οι πιο σοβαρές συνέπειες αποτράπηκαν».
Το τραγικό ήταν, λέει ο Βλαντίμιρ Κονοτσέρα, ότι ο Μιχαήλ Σεργκέγιεβιτς είπε τότε, ότι δεν συνέβη τίποτα κακό στον κόσμο και μάλιστα κατηγόρησε τις χώρες του ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ ότι χρησιμοποίησαν το θέμα του Τσερνομπίλ για να «δυσφημήσουν τη Σοβιετική Ένωση» και «να αποδυναμώσουν τον αντίκτυπο των σοβιετικών προτάσεων να σταματήσουν οι πυρηνικές δοκιμές».
Εν τω μεταξύ, στο Κίεβο, στις 6 Μαΐου επρόκειτο να αρχίσει ένας Διεθνής Αγώνας Ποδηλασίας και, όπως αναφέρει ο Κονοτσέρα, την τελευταία στιγμή ακύρωσαν τη συμμετοχή τους οι αθλητές από τις δυτικές χώρες και ήρθαν μόνο αθλητές από το σοσιαλιστικό μπλοκ, με τους οποίους η ποδηλατοδρομία διεξήχθη κανονικά. Οι φήμες ότι κάτι γίνεται γίνονταν πιο έντονες. «Οι ξένοι αθλητές είχαν πληροφορηθεί τα γεγονότα και δεν ήρθαν. Ο κόσμος δεν θα είχε μάθει για την τραγωδία, εάν το σύννεφο ακτινοβολίας δεν είχε διασχίσει τα σύνορα της ΕΣΣΔ».
Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, απουσίας επίσημης πληροφόρησης και έντασης των φημών για το εργοστάσιο του Τσερνομπίλ, ο «υπάλληλος» της KGB απομάκρυνε από το Κίεβο την οικογένειά του. «Βλέποντας κάποιους υψηλόβαθμους συναδέλφους μου στην υπηρεσία να διώχνουν ξαφνικά τις οικογένειές τους μακριά, πήρα την απόφαση και έστειλα και εγώ τη γυναίκα μου και τον γιο μας στο Σότσι, στη Μαύρη Θάλασσα», αναφέρει.
Ο ίδιος όμως είχε ήδη εκτεθεί για τα καλά στο ραδιενεργό νέφος και τα πρώτα συμπτώματα θα εκδηλωθούν ανήμερα της εορτής της Πρωτομαγιάς, στην κεντρική πλατεία, όπου είχε υπηρεσία στον χώρο της παρέλασης. «Ξαφνικά αισθάνθηκα μια αδυναμία, το κεφάλι μου γύριζε. Το στόμα μου ήταν ξηρό, πονούσε ο λαιμός μου. Εκ των υστέρων μάθαμε ότι τις μέρες εκείνες, η ακτινοβολία στην πόλη υπερέβη τα όρια κατά 500 φορές. Επειδή πολλές ώρες από την ημέρα του δυστυχήματος και ύστερα, λόγω δουλειάς βρισκόμουν έξω, είχα πάρει μεγάλη δόση ραδιενέργειας. Μου πρήστηκαν όλοι οι λεμφαδένες», λέει και συνεχίζει:
«Αρρώστησα και η ασθένειά μου είχε άμεση σχέση με την έκθεσή μου στη ραδιενέργεια, η οποία μου αποδυνάμωσε το ανοσοποιητικό σύστημα. Μια πληγή στην κοιλιά, με οδήγησε στο χειρουργείο. Υποβλήθηκα σε πέντε εγχειρήσεις. Συνολικά 15 ώρες σχεδόν ετοιμοθάνατος στο χειρουργικό τραπέζι. Δεν μπορούσα θα αναρρώσω, λόγω μόλυνσης με ραδιενέργεια. Οι γιατροί, κρύβοντας τα μάτια, δεν μιλούσαν ανοιχτά για την εμφανέστατη σχέση μεταξύ της ασθένειάς μου και της παραμονής μου στη ζώνη μόλυνσης από την ακτινοβολία. Οι στατιστικές παρέμειναν κρυφές και απαγορευμένες προς δημοσίευση για μια δεκαετία μετά την καταστροφή».
Στην ερώτηση αν μετά το πυρηνικό ατύχημα επισκέφτηκε το Τσερνομπίλ, έστω για μία φορά, αντιδρά: «Ποτέ… ούτε θέλω να πάω».
«Γνωρίζω», συνεχίζει, «ότι στη νεκρή ζώνη του Τσερνομπίλ σήμερα ζουν πάνω από χίλια άτομα. Αυτοί, που για κάποιο λόγο αποφάσισαν να μείνουν εκεί ή κάποιοι που επέστρεψαν. Ακόμα περίπου τρεις χιλιάδες άτομα εξυπηρετούν με βάρδιες τη ζώνη αποκλεισμού».
Και συμπληρώνει κλείνοντας την αφήγηση: «Όσο περίεργο και αν ακούγεται, σήμερα υπάρχει και τουρισμός εκεί! Αρκετά τουριστικά γραφεία του Κιέβου πραγματοποιούν εκδρομές στο Τσερνομπίλ για λάτρεις του εναλλακτικού τουρισμού. Το 2018 επισκέφθηκαν το Τσερνόμπιλ περίπου 70.000 τουρίστες από όλο τον κόσμο, ενώ το 2019 περίπου 110 χιλιάδες άνθρωποι έφτασαν ως τουρίστες στη «νεκρή ζώνη», αλλά φέτος κανείς δεν ξέρει ακόμα τον αριθμό τουριστών, λόγω της πανδημίας που βιώνουμε». Ο ίδιος πάντως με την οικογένειά του, προτιμούν τις διακοπές τους, κάθε χρόνο, να τις περνούν στη Χαλκιδική.
Κόκκινο κρασί κατά της ραδιενέργειας
«Ήμασταν πρωταγωνιστείς στην ταινία για το τέλος του κόσμου», μας είπε μια άλλη μάρτυρας των συγκλονιστικών γεγονότων της 26ης Απριλίου, η Μαρίνα Γρόμοβα, που επίσης ζει στο Κίεβο.
«Η σημερινή καραντίνα, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, μου θυμίζει την κατάσταση που ζήσαμε μετά το ατύχημα στο Τσερνομπίλ. Και τότε και σήμερα δεν ήξερε κανείς ποιος και πότε θα αρρωστήσει και από πού θα έρθει η μόλυνση. Στις 26 Απριλίου το 1986 ήμουν στο Κίεβο, αλλά την ημέρα της Πρωτομαγιάς, όταν πληροφορήθηκα ανεπισήμως για την έκρηξη, πέταξα με αεροπλάνο στο Άντλερ (σ.σ. θέρετρο στη Μαύρη Θάλασσα), όπου μετέφερα τη δίχρονη κόρη μου στους γονείς μου, που έμεναν εκεί. Εγώ επέστρεψα στο Κίεβο, με καλούσε το χρέος μου! Εκείνη την εποχή ήμουν πρόεδρος της Κομσομόλ του Μουσείου Ιστορίας του Κίεβου. Πίστευα, ότι πρέπει να είμαι στην πρώτη γραμμή. Η μητέρα μου έκλαιγε, δεν με άφηνε, αλλά εγώ επέμεινα!».
Η Μαρίνα Γρόμοβα θυμάται ακόμη τους άδειους δρόμους του Κιέβου, ένα άδειο μουσείο, με τους υπάλληλους του μουσείου να σφουγγαρίζουν τα πατώματα. «Πλέναμε το κτίριο για να εξαφανίσουμε τη ραδιενέργεια. Νιώθαμε ότι αν δεν το κάνουμε, θα έρθει το τέλος του κόσμου… Θυμάμαι μεγάλες ουρές στα μαγαζιά, που πουλούσαν κόκκινο κρασί. Το κρασί το πίναμε σαν νερό, γιατί μας είπαν, ότι βοηθάει στην αντιμετώπιση της ραδιενέργειας. Θυμάμαι τους δρόμους του Κιέβου να πλένονται συνεχώς με νερό υπό πίεση από βυτιοφόρα. Δρόμους που γυάλιζαν από καθαριότητα, με ανθισμένες καστανιές, αλλά χωρίς αυτοκίνητα και ανθρώπους. Πολυκατοικίες με μόνιμα κλειστά παράθυρα, καλυμμένα με βρεγμένα υφάσματα, υποτίθεται ότι προστάτευαν περισσότερο από ραδιενέργεια. Θυμάμαι πληροφορίες και ειδήσεις στις εφημερίδες, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση που δεν τις πίστευε κανείς, γιατί έλεγαν ψέματα, μόνο ψέματα!», καταλήγει η Μαρίνα Γρόμοβα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ/Σοφία Προκοπίδου