Οι αρχές στην Τουρκία θέλουν να ποινικοποιήσουν την «παραπληροφόρηση» με ένα νομοσχέδιο που είναι πιθανό να στείλει δημοσιογράφους στη φυλακή για τρία χρόνια, σε μια νέα προσπάθεια καταστολής καθώς πλησιάζουν εκλογές που κρύβουν κινδύνους για τον αρχηγό του κράτους, τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Η υπόθεση προχωράει με γρήγορους ρυθμούς: μετά την κατάθεση του νομοσχεδίου στο κοινοβούλιο στα τέλη Μαΐου από τους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος AKP, υιοθετήθηκε την περασμένη εβδομάδα από δύο κοινοβουλευτικές επιτροπές και θα υποβληθεί προσεχώς στους βουλευτές.
Το νομοσχέδιο προβλέπει να τιμωρείται με φυλάκιση ενός ως τριών ετών η «διάδοση απατηλών πληροφοριών» και οι δημοσιογράφοι που κρίνονται ένοχοι γι’ αυτό το αδίκημα να στερούνται τη δημοσιογραφική ταυτότητά τους.
Ο «νόμος για την παραπληροφόρηση» έχει στόχο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τους ιστότοπους στο Ίντερνετ, από τους οποίους θα ζητείται να δίνουν στις αρχές τις προσωπικές πληροφορίες των χρηστών τους, σε περίπτωση παράβασης.
«Αστυνομία της αλήθειας»
Η αντιπολίτευση προσπάθησε μάταια στις αρχές Ιουνίου να εμποδίσει αυτό το νομοσχέδιο, όμως, καθώς το AKP και οι σύμμαχοί του διαθέτουν πλειοψηφία 334 εδρών στο 581μελές κοινοβούλιο, το νομοσχέδιο δεν κινδυνεύει να απορριφθεί.
«Το κράτος επιδιώκει να δημιουργήσει μια αστυνομία της αλήθειας, διατηρώντας την αοριστία όσον αφορά τα όρια της παραπληροφόρησης», καθώς στο νομοσχέδιο δεν ορίζεται τι συνιστά παραπληροφόρηση, εκτιμά ο Σαρφάν Ουζούνογλου, καθηγητής Επικοινωνίας στο πανεπιστήμιο Μπιλγκί της Κωνσταντινούπολης, με τον οποίο επικοινώνησε το Γαλλικό Πρακτορείο.
Η κυβέρνηση δεν περίμενε πάντως αυτό το νέο νομοσχέδιο για να θέσει υπό τον έλεγχό της την ελευθερία του λόγου στη χώρα: στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που επιβλήθηκε μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016, είχε βασιστεί ένας από τους πιο σημαντικούς διωγμούς που έχουν γίνει εναντίον των μέσων ενημέρωσης στη σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της ελευθερίας του Τύπου.
Την περασμένη εβδομάδα, 16 δημοσιογράφοι φυλακίστηκαν για «συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση» στο Ντιγιάρμπακιρ, στη νοτιοανατολική Τουρκία, όπου ζουν κυρίως Κούρδοι.
Συνολικά 67 δημοσιογράφοι είναι φυλακισμένοι αυτή τη στιγμή στην Τουρκία, σύμφωνα με τον εξειδικευμένο ιστότοπο P24.
«Σκοτεινές ημέρες»
Ο νόμος αυτός θα προστεθεί εξάλλου σε έναν άλλο, που υιοθετήθηκε το 2020 και υποχρεώνει τις πλατφόρμες, όπως το Facebook και το Twitter, να ορίσουν ένα νόμιμο αντιπρόσωπο στη χώρα. Τα πρόσωπα αυτά είναι πλέον εκτεθειμένα σε κυρώσεις, αν δεν αποσύρουν μέσα σε 48 ώρες ορισμένα περιεχόμενα έπειτα από αίτημα των τουρκικών αρχών.
«Ζούμε τις πιο σκοτεινές ημέρες της χώρας μας όσον αφορά την ελευθερία του Τύπου», υπογράμμισε την Πέμπτη ο πρόεδρος της Ένωσης Δημοσιογράφων Τουρκίας Ναζίμ Μπιλγκίν, προσθέτοντας ότι το γεγονός πως «ο ‘νόμος της λογοκρισίας’ θα εγκριθεί από την κοινοβουλευτική επιτροπή όταν οι συνάδελφοι του Ντιγιάρμπακιρ είναι φυλακισμένοι, δεν είναι τυχαίο».
«Τρομοκρατία» και «εξύβριση του προέδρου» είναι μεταξύ των πιο συχνών και επανερχόμενων κατηγοριών εναντίον του Τύπου, της αντιπολίτευσης και των ενώσεων για την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Ένα χρόνο πριν από τις προεδρικές και τις βουλευτικές εκλογές που προβλέπεται να διεξαχθούν τον Ιούνιο του 2023, «ο στόχος της κυβέρνησης είναι να συντηρήσει το φόβο για να αποτρέψει τους δημοσιογράφους, τους οικονομολόγους και τους πανεπιστημιακούς να δημοσιεύουν επιβλαβείς πληροφορίες», εκτιμά ο Γιαμάν Ακντενίζ, διδάκτορας στο ψηφιακό δίκαιο.
Στην εξουσία από το 2003 ως πρωθυπουργός και μετά ως πρόεδρος, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιβεβαίωσε στις αρχές Ιουνίου την υποψηφιότητά του στις επόμενες προεδρικές εκλογές.
«Αυθαίρετος νόμος»
«Είναι ένας αυθαίρετος νόμος, πιστεύω ότι θα καταδικαστούν πολλοί», λέει εκφράζοντας το φόβο του ο Ακντενίζ, απαντώντας σε ερώτηση του Γαλλικού Πρακτορείου. «Θα είναι ένα από τα πιο ισχυρά όπλα του AKP στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας».
«Στην Τουρκία, νομικά κενά επιτρέπουν στην κυβέρνηση να φυλακίζει δημοσιογράφους. Η ενσωμάτωση της παραπληροφόρησης στον ποινικό κώδικα θα είναι ένα εργαλείο επιπλέον», λέει εκφράζοντας επίσης το φόβο της η Γκιουλνοζά Σαΐντ, της Επιτροπής για την Προστασία των Δημοσιογράφων (CPJ).
Περισσότερες από 20 μη κυβερνητικές οργανώσεις και ενώσεις για την υπεράσπιση της ελευθερίας του Τύπου, μεταξύ των οποίων οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (RSF), ζήτησαν με άρθρο τους στις αρχές Ιουνίου από το τουρκικό κοινοβούλιο να απορρίψει το νομοσχέδιο αυτό.
«Στα χέρια του πολύ πολιτικοποιημένου τουρκικού δικαστικού μηχανισμού, ο νόμος αυτός θα γίνει ένα επιπλέον εργαλείο για την παρενόχληση των δημοσιογράφων και των αγωνιστών και θα μπορούσε να επιφέρει μια γενικευμένη αυτολογοκρισία στο Ίντερνετ», εκτιμούν οι υπογράφοντες.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ / Φωτογραφία αρχείου Reuters