Του Απόλλωνα Λεονταρίτη
Το νέο επεισόδιο στο σήριαλ που αποκαλείται «απόκτηση αντιαεροπορικού συστήματος μεγάλου βεληνεκούς» φαίνεται ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μεταξύ Ρωσίας – Τουρκίας σε μια προσπάθεια να καλυφθεί το τεράστιο κενό που υφίσταται μέχρι σήμερα στην αεράμυνα της Τουρκίας.
Πρόκειται για μια προμήθεια που έχει εξαγγελθεί επίσημα σε ανώτατο επίπεδο στη γειτονική χώρα τουλάχιστον 3 φορές τα τελευταία 10 χρόνια χωρίς όμως να υπάρξει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Αυτή τη φορά δημοσίευμα του ρωσικού πρακτορείου TASS, που επικαλείται κύκλους γύρω από τον Τούρκο πρωθυπουργό, αναφέρει επικείμενη συμφωνία αγοράς του προηγμένου αντιαεροπορικού συστήματος S-400 από την Άγκυρα.
Ρώσοι αναλυτές μάλιστα υποστηρίζουν ότι η αγορά του αντιαεροπορικού-αντιβαλλιστικού συστήματος θα χρησιμοποιηθεί στην προσπάθεια της κυβέρνησης Ερντογάν να βγει από την διπλωματική απομόνωση στην οποία έχει περιέλθει αλλά και ως μοχλός πίεσης προς την αμερικανική πλευρά στα τουρκικά αιτήματα για διακοπή της υποστήριξης των Κούρδων στη Συρία.
Η πραγματικότητα πίσω από τις ανακοινώσεις
Οι πληροφορίες αυτές οι οποίες έτυχαν προ ημερών δημοσιότητας στην χώρα μας, θεωρείται ότι προσδιορίζουν το γνωστό γενικό πλαίσιο επιθυμίας της Άγκυρας να προμηθευτεί προηγμένα συστήματα αεράμυνας, δίχως όμως να υφίστανται ουσιαστικές πιθανότητες επιτυχίας για δύο κύριους λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι βάση της πάγιας πολιτικής της Τουρκίας σε ότι αφορά την υλοποίηση εξοπλιστικών, επιδιώκεται η μεγιστοποίηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας μέσω συμπαραγωγής, η οποία εκτός της δημιουργίας θέσεων εργασίας εξασφαλίζει την μεταφορά πολύτιμης τεχνογνωσίας. Ήδη η τουρκική Αμυντική Βιομηχανία έχει γιγαντωθεί την τελευταία 15ετία, αφού παράγει αυτόνομα κάθε είδους συστήματα και μέσα όπως άρματα μάχης, επιθετικά ελικόπτερα, συστήματα πυροβολικού, πυρομαχικά (για φορητό οπλισμό, πυροβολικό και όπλα αέρος εδάφους), ΤΠΚ, φρεγάτες, υποβρύχια, μη επανδρωμένα αεροσκάφη ενώ επιδιώκει την παραγωγή στο μεσοπρόθεσμο μέλλον ακόμη και μαχητικών Stealth.
Κατά συνέπεια είναι σαφές ότι η Μόσχα δεν είναι διατεθειμένη να πουλήσει συστήματα με τεχνολογία αιχμής, που αναπόφευκτα θα μελετηθούν εκτενώς προκειμένου, η Τουρκία να αποκτήσει κατασκευαστική αυτονομία σε αυτή τη κατηγορία οπλικών συστημάτων.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το αντιαεροπορικό – αντιβαλλιστικό S-400 αποτελεί οπλικό σύστημα που θα διαταράξει την ισορροπία δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή (game changer). Και αυτό διότι η δυνατότητα εμπλοκής στόχων σε αποστάσεις 350-400χμλ αποτελεί μια ικανότητα που όχι μόνο η Ελλάδα αλλά ούτε οι ΗΠΑ, το Ισραήλ αλλά και άλλες χώρες της περιοχής, επιθυμούν να αποκτήσει η Τουρκία.
Οι αντιρρήσεις της Ουάσιγκτον
Ίσως αρκετοί θυμούνται το πρόσφατο παράδειγμα ανάπτυξης S-400 στη Συρία το 2015, έπειτα από την κατάρριψη του ρωσικού Su-24 Fencer από τουρκικά F-16C στην τουρκοσυριακή μεθόριο.
Ουσιαστικά με την ενεργοποίηση του ρωσικού συστήματος, «κλείδωσε» μια τεράστια περιοχή ανάλογη με την εμβέλεια του ρωσικού συστήματος, με αποτέλεσμα να διαταραχθεί η ροή των αεροπορικών επιχειρήσεων του συνασπισμού με επικεφαλείς τις ΗΠΑ στο πλαίσιο της επιχείρησης Inherent Resolve εναντίον του ISIS σε Συρία και Ιράκ. Ο τομέας που επηρεάστηκε περισσότερο ήταν οι επιχειρήσεις μαχητικών F-A-18C και F/A-18E/F Super Hornet που εξορμούσαν στο πλαίσιο αποστολών κρούσης από το αμερικανικό αεροπλανοφόρο USS Harry S. Truman (CVN-75) και μετέπειτα το USS Dwight D. Eisenhower (CVN-69), τα οποία επιχειρούσαν στην περιοχή ευθύνης του 6ου Στόλου στην Ν.Α Μεσόγειο.
Τα αμερικάνικα μαχητικά απέφευγαν για προφανείς λόγους ασφάλειας να εισέλθουν στη ζώνη που κάλυπτε το βεληνεκές του S-400, αφαιρώντας πρακτικά την δυνατότητα άσκησης αεροπορικής ισχύος σε σημαντικά τμήματα της Συρίας. Κατά συνέπεια ανάλογη απόκτηση δυνατότητας από την Άγκυρα είναι λογικό ότι δεν είναι θεμιτή από την Ουάσιγκτον.
Ιδίως υπό τη διακυβέρνηση του Προέδρου Ντ. Τράμπ, ο οποίος είναι σαφές οτι έχει εντελώς διαφορετική άποψη για το ρόλο της Τουρκίας στην διαμορφωση ισορροπιών στην ευρύτερη περιοχή της Ν.Α Μεσογείου.
Προμήθεια.. με «άρωμα» τουρκικού σήριαλ
Θυμίζουμε απλά ότι το σήριαλ απόκτησης αντιαεροπορικού συστήματος από την Τουρκία είχε βρεθεί και πάλι στην επικαιρότητα το 2012. Τότε είχε ανακοινωθεί ότι αναμενόταν το αποτέλεσμα για το «νέο σύστημα αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνας μεγάλου ύψους Τ-LORAMIDS», μετά το πέρας του σχετικού διαγωνισμού στον οποίο συμμετείχαν η αμερικανικές εταιρείας Raytheon και Lockheed Martin, η ευρωπαϊκή Eurosam, η ρωσική Rosoboronexport και η κινεζική CP-MİEC
Η επιτροπή που θα λάμβανε την τελική απόφαση αποτελείτο από τον τότε πρωθυπουργό Ερντογάν, τον τότε υπουργό Άμυνας Γιλμάζ τον τότε τούρκο αρχηγό ΓΕΕΘΑ, στρατηγό Οζέλ και τον επικεφαλής της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας Μουράτ Μπαγιάρ. Τα μέλη της επιτροπής κλήθηκαν να αποφασίσουν μεταξύ των αμερικανικών Patriot PAC-3, του ευρωπαϊκού SAMP/T Aster 30, των ρωσικών S-300 ή S-400 και του κινεζικού HQ-9.
Ακολούθως το πρόγραμμα του Τ-LORAMIDS έγειρε οριστικά προς την πλευρά της κινεζικής China Precision Machinery Import-Export Corporation (CPMIEC) που προσέφερε το αντιαεροπορικό/αντιβαλλιστικό σύστημα FD-2000 (εξαγωγική έκδοση του ΗQ-9 που αποτελεί αντίγραφο του ρωσικού S-300), με χρηματοδότηση του προγράμματος αξίας $3,44 δισ.
Όμως η επιλογή του FD-2000 προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις στους κόλπους της Βορειοατλανικής Συμμαχίας. Η επίσημη δικαιολογία ήταν ότι πρόκειται για αντιαεροπορικό σύστημα που δεν είναι διαλειτουργικό με το Σύστημα Αεροπορικής Διοίκησης και Ελέγχου του ΝΑΤΟ.
Τελικά η Τουρκία για λόγους που (σύμφωνα με όσα είδαν το φώς της δημοσιότητας) έχουν να κάνουν με το.. ποσοστό μεταφοράς τεχνογνωσίας στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία, ακύρωσε την προμήθεια του κινεζικού συστήματος και αναζήτησε εναλλακτικές λύσεις για την προστασία του εναέριου χώρου της.
Η Τουρκία συνεχίζει βεβαίως να έχει την πρόθεση να αναπτύξει ένα δικό της σύστημα αεράμυνας, όμως το σενάριο των S-400 φαίνεται να ακολουθεί το μοτίβο των δηλώσεων «πυροτεχνημάτων» που συνηθίζει η Άγκυρα, χωρίς να υφίσταται εκτός κάποιας απρόοπτης εξέλιξης ,ουσιαστικό υπόβαθρο για να υλοποιηθεί.