Μετά την συντριβή ενός στρατιωτικού ελικοπτέρου της Τουρκίας UH-1 που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο των τεσσάρων στελεχών – επιβατών, αρκετά νεαρών σε ηλικία, προέκυψε ξανά η συζήτηση σχετικά με τις εκκαθαρίσεις που λαμβάνουν χώρα στις Ένοπλες Δυνάμεις της Τουρκίας με αφορμή την εμπλοκή ή την σχέση αυτών των στελεχών με το FETO ή αλλιώς το δίκτυο “Γκιουλέν”.
Ωστόσο, οι εκκαθαρίσεις αυτές μπορεί να έχουν κάποιο όφελος, κατ’ εκτίμηση των κυβερνητικών αξιωματούχων, όμως προκαλούν ένα τεράστιο πλήγμα στο δυναμικό, το προσωπικό αφού αποφέρει ποιοτική υποβάθμιση του στρατεύματος και ειδικότερα της Πολεμικής Αεροπορίας.
Πως λοιπόν, ο Ερντογάν “καταστρέφει” την Πολεμική Αεροπορία της Τουρκίας και πως αυτό συνδέεται με τους ρωσικούς πυραύλους S-400 που ποθεί “διακαώς” η Άγκυρα.
Οι πιλότοι μαχητών έχουν μεγάλο κόστος. Η Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ εκτιμά ότι η εκπαίδευση ενός νέου πιλότου για να πετάξει ένα αεροπλάνο όπως το F-35 κοστίζει περίπου 11 εκατομμύρια δολάρια.
Έτσι ένα έθνος που ρίχνει τους έμπειρους πιλότους μαχητικών στη φυλακή δεν ξοδεύει απλά χρήματα, αλλά και έναν εξαιρετικά πολύτιμο πόρο, που θα μπορούσε να εξοικονομήσει από την εκπαίδευση νέων άπειρων πιλότων.
Ωστόσο, στο πλαίσιο εσωτερικών πολιτικών σκοπιμοτήτων, η κυβέρνηση της Τουρκίας έχει εκκαθαρίσει την αεροπορική δύναμη σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε μπορεί να πετάξει με αρκετή δυσκολία τα μαχητικά αεροσκάφη F-16.
Το πρόβλημα προφανώς σχετίζεται με την απόπειρα πραξικοπήματος των στρατιωτικών κατά του Ερντογάν το καλοκαίρι του 2016, με βίντεο στο Youtube να δείχνουν στρατιώτες με άρματα μάχης Leopard να παραδίδονται σε αστυνομικούς και αμάχους. Καθώς ο Ερντογάν πετούσε πίσω στην Κωνσταντινούπολη από διακοπές, δύο τουρκικά μαχητικά F-16 είχαν στοχεύσει στο αεροπλάνο που τον μετέφερε, ωστόσο δεν μπόρεσαν να το καταρρίψουν.
Οι σκεπτικιστές αναρωτιούνται εάν το πραξικόπημα ήταν στην πραγματικότητα μια στημένη επιχείρηση από την τουρκική κυβέρνηση, με στόχο να παράσχει (ή να προκαλέσει) μια δικαιολογία για να εκκαθαρίσει τους κοσμικούς Τούρκους στρατηγούς και τους κρυμμένους οπαδούς του εξόριστου κληρικού Fethullah Gulen. Είτε έτσι είτε αλλιώς, το πραξικόπημα ξέσπασε σε λιγότερο από μία ώρα και τότε η κυβέρνηση του Ερντογάν πήρε την εκδίκησή της.
Πολλά ανώτερα στελέχη και ανώτεροι αξιωματικοί εκκαθαρίστηκαν, ενώ περισσότεροι από 300 πιλότοι F-16 αποδεσμεύτηκαν από υπηρεσία. Οι εξελίξεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα να μεταμορφωθεί ο Τουρκικός Στρατός ως πολιτική απειλή και έτσι ενισχύθηκε η ολοένα και πιο αυταρχική κυριαρχία του Ερντογάν και του νεο-οθωμανικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, το οποίο έχει φυλακίσει πολλούς δημοσιογράφους. Ωστόσο, προέκυψε ένα εύλογο και κρίσιμο ερώτημα μια ερώτηση γεμάτη αμφιβολίες. Ποιος θα πετάξει τα μαχητικά αεροσκάφη της Τουρκίας ;
Με τον πόλεμο να εξαπλώνεται στη Συρία και τις τουρκικές δυνάμεις να αρπάζουν τμήματα της βόρειας Συρίας, ο στρατός της Τουρκίας αντιμετωπίζει απειλές στην περιοχή αυτή και σίγουρα δεν είναι η κατάλληλη ώρα για να εκδιωχθεί το προσωπικό της Αεροπορίας και οι πιλότοι της
Η τουρκική κυβέρνηση έχει ψάξει στο εξωτερικό για να καλύψει το έλλειμμα. Ωστόσο, η Ουάσινγκτον έχει απορρίψει αίτημα για την αποστολή εκπαιδευτών πτήσεων από τις ΗΠΑ, παρόλο που οι πιλότοι της Τουρκίας λαμβάνουν βασική εκπαίδευση πτήσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Τουρκία έχει επίσης ζητήσει βοήθεια από το Πακιστάν – το οποίο χρησιμοποιεί επίσης F-16, παρόλο που μια τέτοια κίνηση παραβιάζει τους αμερικανικούς κανόνες περί εξαγωγής τουρκικών όπλων και τεχνογνωσίας.
Σε μια κίνηση απελπισίας, «η τουρκική κυβέρνηση έχει εκδώσει διάταγμα που απειλεί 330 πρώην πιλότους με την ανάκληση της άδειας τους για πτήσεις στην πολιτική αεροπορία, εκτός εάν επιστρέψουν στο καθήκον της Πολεμικής Αεροπορίας για τέσσερα χρόνια», σημειώνει έκθεση του Atlantic Council.
Τώρα, ας ληφθεί υπόψη η Ρωσία, ένας παραδοσιακός εχθρός της Τουρκίας εδώ και αιώνες και ένα από μαχητικό της οποίας καταρρίφθηκε από τους Τούρκους πάνω από τη Συρία. Παρά το αρνητικό γεγονός, που πλέον φαίνεται ότι έχει ξεπεραστεί και από τις δύο πλευρές, η Τουρκία επιδιώκει να αγοράσει τους αντιαεροπορικούς πυραύλους μεγάλης εμβέλειας S-400 της Ρωσίας, οι οποίοι προκαλούν μόνο εντάσεις μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Άγκυρας για τη Συρία και άλλων θεμάτων.
Η Τουρκία έχει επίσης υπογράψει συμφωνία με τον γαλλο-ιταλικό κατασκευαστή πυραύλων Eurosam για την ανάπτυξη ενός αντιπυραυλικού συστήματος μεγάλης εμβέλειας. Γιατί η Τουρκία ξαφνικά ενδιαφέρεται τόσο για τα πυραυλικά συστήματα εδάφους – αέρος;
«Μετά το πραξικόπημα και τις επιχειρήσεις ενάντια στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, υπήρξε μείωση του αριθμού των πιλότων F-16, δημιουργώντας την ανάγκη για ανάπτυξη της αεροπορικής άμυνας μας αναφέρει η Verda Ozer, αναλύτρια από την Τουρκία. «Αυτός είναι ο λόγος πίσω από την αγορά S-400».
Αλλά ακόμα και το αντιαεροπορικό πυραυλικό σύστημα S-400 δεν θα λύσει συνολικά τα προβλήματα αεράμυνας της Τουρκίας.
«Δεδομένου ότι το ρωσικό σύστημα S-400 δεν μπορεί να ενσωματωθεί στις υποδομές του ΝΑΤΟ, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο της αεροπορικής αντιπυραυλικής άμυνας», σημειώνει η Ozer. Ως εκ τούτου, η Τουρκία χρειάζεται δύο συστήματα, αφενός το S-400 για να καταρρίψει εχθρικά αεροσκάφη και ένα όπλο Eurosam για να αναχαιτίσει βαλλιστικούς πυραύλους.
Πηγή: National Interest