Της Χριστίνας Σ. Φλάσκου *
Το παρόν κείμενο αποτελεί απόσπασμα της δημοσιευμένης Αναφοράς με τίτλο «Τουρκία και Συριακή Κρίση». Η συγκεκριμένη αναφορά, η οποία γίνεται υπό τη σκέπη του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ) και έχει δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα
http://idec.gr/iier/new/flaskou_syria_turkey_2013.pdf , πραγματοποιήθηκε υπό την επίβλεψη του Διευθυντή και Καθηγητή, κ. Χαράλαμπου Τσαρδανίδη, ενώ Κεντρική Ερευνήτρια είναι η Χριστίνα Σ. Φλάσκου με Βοηθούς Ερευνητές τους Ε. Γκρέκου, Ν. Καραβασίλης και E. Ünal.
Το Κουρδικό πρόβλημα αποτελεί άλλο ένα «αγκάθι» που δηλητηριάζει τις Τούρκο-Συριακές σχέσεις και όχι μόνο. Είναι γεγονός ότι το Κουρδικό ζήτημα συμβάλλει στο να ομοιάζουν οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη Εγγύς και Μέση Ανατολή με «κινούμενη άμμο».
Οι Κούρδοι, οι περισσότεροι των οποίων είναι Σουνίτες Μουσουλμάνοι, μετανάστευσαν κατά τη μεσαιωνική περίοδο και εγκαταστάθηκαν κυρίως σε τέσσερεις γειτνιάζουσες περιοχές ꞉ Ν.Α. Τουρκία (15-20% του πληθυσμού), Β.Δ. Ιράν (7%), Β. Ιράκ (περίπου 15-20%) και Β.Α. Συρία (περίπου 9%), που συνθέτουν την ονομαζόμενη περιοχή του Κουρδιστάν. Ξεπερνούν τα 35.000.000 και αποτελούν το μεγαλύτερο Έθνος στον κόσμο χωρίς κράτος.
Η διασπορά τους αυτή οφείλεται σε διαμάχες και συγκρούσεις μεταξύ των φυλών και των οικογενειών που ηγούνται αυτών. Μιλούν τέσσερεις διαφορετικές διαλέκτους της κουρδικής γλώσσας ꞉ την Kurmanji ( στην Τουρκία, Συρία και Β. Ιράκ), την Surani (συγγενική με την Kurmanji στο Δ. Ιράν και στο κεντρικό Ιράκ), τη Zaza (μια τελείως διαφορετική διάλεκτο) και τη Gulani (συγγενική με τη Zaza). Αλλά και το σύστημα γραφής τους διαφέρει, στην Τουρκία και στη Συρία χρησιμοποιούν το Λατινικό αλφάβητο, στο Ιράκ και στο Ιράν την Αραβική γραφή και στην Αρμενία την Κυριλλική γραφή.
Η πρώτη εξέγερση για τη δημιουργία του Κουρδικού κράτους έγινε το 1880 με ηγέτη τον Σεΐχη Ubeydullah. Η εξέγερση αυτή κατεστάλη από τους Οθωμανούς και ο Σεΐχης εξορίστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923), τη Γάλλο-Τουρκική συμφωνία (20 Οκτωβρίου 1921), αλλά και τη σύμφωνη γνώμη της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ) για προσάρτηση του Ιρακινού Κουρδιστάν στο Ιράκ και επομένως υπό Βρετανική Διοίκηση (1925), η γνωστή από το 12ο αιώνα περιοχή του Κουρδιστάν διαιρέθηκε και παραχωρήθηκε στις ακόλουθες χώρες ꞉ την Τουρκία, τη Συρία, το Ιράκ, το Ιράν και ένα μικρότερο κομμάτι στην τότε Σοβιετική Ένωση.
Έκτοτε, πολλές εξεγέρσεις έλαβαν χώρα στις διάφορες περιοχές του Κουρδιστάν με σκοπό την αυτοδιάθεση των Κούρδων. Οι κυριότερες ήταν ꞉
• Η επανάσταση του Σεΐχη Said (1925), ο οποίος ηγήθηκε ομάδας πρώην Οθωμανών στρατιωτών, καθώς και της φυλής Zaza και αποσκοπούσε στην αναβίωση του Χαλιφάτου
• Η επανάσταση του Ararat (1930), της οποίας ηγέτης ήταν ο Ihsan Nuri, προερχόμενος από την φυλή Jinran και
• Η επανάσταση του Dersim (1937), της οποίας ηγέτης ήταν ο Seid Riza, προερχόμενος από τη φυλή Yukarı Abbas Uşağı
Όλες, όμως, κατεστάλησαν από τις κρατικές δυνάμεις και είχαν σαν αποτέλεσμα το θάνατο δεκάδων χιλιάδων Κούρδων, διωγμούς αλλά και μαζικές μετεγκαταστάσεις αυτών.
Οι πλέον, όμως, αιματηρές συγκρούσεις στην Τουρκία άρχισαν μετά την ίδρυση του PKK το Νοέμβριο του 1978 από τον Öcalan, που σκοπό είχε να προσελκύσει τους αποκλεισμένους και στερημένους νέους των χωριών και των μικρών πόλεων και να τους οδηγήσει σε ένοπλη δράση.
Το έναυσμα για την έναρξη των αντάρτικων δραστηριοτήτων του PKK στη Ν.Α. Τουρκία, έδωσε η απαγόρευση των εορτασμών για την Κουρδική Πρωτοχρονιά (Νεβρόζ- 21 Μαρτίου 1984) και αφού προηγουμένως ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ (Σεπτέμβριος 1980 – Αύγουστος 1988) είχε επιτρέψει ελευθερία κινήσεων στις Κουρδικές οργανώσεις του Β. Ιράκ.
Πράγματι, στις 15 Αυγούστου 1984, ο Öcalan έχοντας σαν βάση τη Συρία αποφάσισε την έναρξη της αντάρτικης δραστηριότητας του PKK κατά Τουρκικών στρατιωτικών θέσεων στη Ν.Α. Τουρκία τόσο από τη Συρία, όσο και από το Β. Ιράκ.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης εξέγερσης (1984-1999) η ένταση των τρομοκρατικών επιθέσεων, αλλά και των αντιποίνων, συνεχώς αυξανόταν με τραγικές κυριολεκτικά συνέπειες, ενώ ο Τουρκικός στρατός αρκετά συχνά εισέβαλε στο Βόρειο Ιράκ καταδιώκοντας τους Κούρδους μαχητές.
Μια προσπάθεια του Προέδρου της Τουρκίας Özal, το 1993, για επίλυση του προβλήματος μετά από διαπραγματεύσεις με το PKK, δεν είχε αίσιο τέλος. Το σχέδιο του, που προέβλεπε μια διοικητική μεταβίβαση εξουσίας στους Κούρδους εκπροσώπους της περιοχής, ένα είδος ομόσπονδου κράτους, απορρίφθηκε τόσο από τους στρατιωτικούς της Τουρκίας, όσο και από το PKK.
Οι αναταραχές συνεχίστηκαν μέχρι το 1999, χωρίς να μπορεί να επιτύχει το στόχο της καμία πλευρά, ενώ η Συρία υποστήριζε με κάθε τρόπο και μέσο τις δραστηριότητες του PKK, στοχεύοντας στην άσκηση πίεσης στην Τουρκία για ευνοϊκότερη επίλυση του ζητήματος των υδάτων των ποταμών Ευφράτη και Τίγρη.
Τέλος, οι ακρότητες των μαχητών του Öcalan, είχαν σαν αποτέλεσμα αφενός να χαρακτηριστούν ως τρομοκράτες και αφετέρου να συμβάλλουν στις μετακινήσεις πληθυσμών και επομένως στην ερήμωση τεράστιων περιοχών.
Αυτό ήταν το τοπικό αλλά και διεθνές περιβάλλον όταν η Τουρκία, τον Οκτώβριο του 1998, απείλησε τη Συρία με πόλεμο στην περίπτωση που η τελευταία δεν απέσυρε την υποστήριξή της στο PKK. Πράγματι, η Συρία κάτω και από τη διεθνή πίεση, εξαναγκάστηκε να κλείσει τα στρατόπεδα εκπαίδευσης, να χαρακτηρίσει το PKK τρομοκρατική οργάνωση και να απελάσει τον Öcalan από τη χώρα.
Τελικά, ο Öcalan συνελήφθη, από Τούρκους κομάντος στις 16 Φεβρουαρίου 1999, έξω από την Ελληνική πρεσβεία στο Ναϊρόμπι της Κένυα. Η σύλληψη αυτή του ηγέτη του PKK, έθεσε ένα προσωρινό τέλος στις τρομοκρατικές δραστηριότητες του PKK, το οποίο και μετονομάστηκε σε KADEK (Kurdish Freedom and Democracy Congress), το 2002.
Οι ανωτέρω εξελίξεις, σε συνδυασμό με την υπογραφή της συμφωνίας των Αδάνων (20 Οκτωβρίου 1998) και με τη θέληση και αποφασιστικότητα των ηγετών της Τουρκίας και της Συρίας (κυρίως των Recep Tayyip Erdoğan και Bashar al Assad), έθεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη σχέσεων συνεργασίας και καλής γειτονίας των δύο χωρών, τη δεκαετία του 2000.
Η αναγνώριση από τον Τούρκο Πρωθυπουργό Erdoğan ότι το Κουρδικό πρόβλημα δεν μπορεί να επιλυθεί μόνο με στρατιωτικά μέσα, τον έχει ωθήσει σε ένα «Κουρδικό άνοιγμα» που συμπεριλαμβάνει υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις προς όφελος των Κούρδων της Τουρκίας, προώθηση των σχέσεων και των συναλλαγών με την Κουρδική περιφερειακή κυβέρνηση του Barzani στο Βόρειο Ιράκ και επαναφορά του Öcalan και πάλι στο προσκήνιο δεδομένου ότι, ακόμα και από τη φυλακή που βρίσκεται, εξακολουθεί να διατηρεί τον έλεγχο της πλειοψηφίας του PKK.
Πράγματι, οι μυστικές συνομιλίες με τον φυλακισμένο Öcalan απέδωσαν καρπούς, αφού με το μήνυμα ειρήνης που εξέπεμψε την ημέρα του Νεβρόζ (21/3/2013) δίνει τέλος στον ένοπλο αγώνα, που είχε αρχίσει να επανεμφανίζεται και να εντείνεται από τον Ιούνιο του 2004 και προκρίνει την εξεύρεση λύσης μέσω της πολιτικής.
Όμως, οι τελευταίες εξελίξεις στη Συρία έχουν περιπλέξει την Τουρκική εξωτερική πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες». Κι’ αυτό γιατί ενώ στα αρχικά στάδια της εξέγερσης, η Τουρκία στήριξε τον Assad, προτρέποντάς τον να προχωρήσει στις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις, στη συνέχεια πήρε το μέρος της αντιπολίτευσης, που είχε σαν αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί η Τουρκία από τη Συρία ως υποκριτική και να ψυχρανθούν οι σχέσεις των δύο χωρών.
Αλλά και το Κουρδικό πρόβλημα έχει γίνει πολύπλοκο επηρεάζοντας όλους τους Κούρδους του «Κουρδιστάν», ανεξάρτητα από το μήνυμα ειρήνης του Öcalan. Ήδη οι Κούρδοι της Συρίας, υποστηριζόμενοι και από τον ηγέτη των Κούρδων του Ιράκ Barzani, έχουν καταλάβει αρκετές πόλεις και χωριά της Βόρειας Συρίας. Πολύ δε περισσότερο, με τη στροφή της πολιτικής του Assad έναντι αυτών (απόσυρση των Συριακών στρατευμάτων από τις περιοχές τους και παρότρυνση να στραφούν και πάλι κατά των Τούρκων), έχουν επιτύχει ουσιαστικά την αυτονομία τους στη Βόρεια Συρία.
Συμπερασματικά, το Κουρδικό πρόβλημα έχει επανέλθει στο προσκήνιο και η ιδέα για την ίδρυση του «Μεγάλου Κουρδιστάν» προβάλλεται όλο και πιο έντονα από Κούρδους αξιωματούχους,
θέτοντας σε κίνδυνο τις ευαίσθητες γεωπολιτικές ισορροπίες της ευρύτερης Μέσης Ανατολής٭
*Η Χριστίνα Σ. Φλάσκου είναι Διεθνολόγος, MSc Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές (Πάντειο Πανεπιστήμιο)